Η Ιστορία δεν τον άφησε να… «γίνει Λούης»

«Ο Βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε ποια ευεργεσία θα ήθελε. Εκείνος του ζήτησε απλά μια σούστα και ένα άλογο για να μεταφέρει νερό στην Αθήνα...»

Η Ιστορία δεν τον άφησε να… «γίνει Λούης»

Ως γνωστόν το Ολυμπιακό Στάδιο φέρει το όνομα «Σπύρος Λούης». Λιγότερο γνωστό είναι ότι στο Μόναχο, η λεωφόρος που περνάει μπροστά από το Ολυμπιακό Πάρκο είναι η Spiridon-Louis-Ring, ενώ μόλις πριν από λίγα χρόνια (το 2012) η ιταλική εταιρεία Vimbram κυκλοφόρησε ένα μοντέλο αθλητικών παπουτσιών με την ονομασία Spyridon LS, προς τιμήν ασφαλώς του μεγάλου Έλληνα μαραθωνοδρόμου.

Γεννημένος στις 12 Ιανουαρίου 1872 στο Μαρούσι Αττικής, ο πρώτος και ίσως ο πιο μεγάλος θρύλος της νεότερης ιστορίας του ελληνικού αθλητισμού, στις 26/3 του 1940 αφήνει την τελευταία του πνοή.

Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια «ο γιος του νερουλά». Σε καιρούς που δεν υπήρχε η… ΕΥΔΑΠ, ο πατέρας του Σπύρου Λούη κουβαλούσε το πάντα πολύτιμο ύδωρ και προμήθευε με αυτό διάφορες περιοχές έχοντας την πολύτιμη συνδρομή του μικρού. Που από νωρίς… εθίστηκε στις μεγάλες διαδρομές.

Λέγεται ότι στο στρατό, οι ανώτεροι του τον έστελναν να πάρει τσιγάρα στο κοντινότερο σημείο που πάντως απείχε τέσσερα ολόκληρα χιλιόμετρα από το στρατόπεδο. Ο Σπύρος Λούης, κάλυπτε αυτή την απόσταση σε δέκα λεπτά εντυπωσιάζοντας τους στρατιωτικούς.

Όλο αυτό το ταλέντο του αξιοποιήθηκε στην αναβίωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων που έγιναν στην Αθήνα το 1896. Ήταν ο Γάλλος φιλόλογος Μισέλ Μπρεάλ που είχε εισηγηθεί το αγώνισμα του Μαραθωνίου, σε ανάμνηση της διαδρομής του Φειδιππίδη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα. Και σε αυτό ακριβώς το αγώνισμα ο Σπύρος Λούης θριάμβευσε.

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς :

«Ο Μαραθώνιος Δρόμος θα διεξαγόταν την Παρασκευή 29 Μαρτίου. Ήδη από τα ξημερώματα οι δρόμοι και το Στάδιο είχαν γεμίσει κίνηση και ζωή. Από τις 125.000 κατοίκων που αριθμούσε η πόλη, οι 70.000 βρίσκονταν στον χώρο των αγώνων. Οι οικισμοί κατά μήκος της διαδρομής από τον Μαραθώνα στην Αθήνα είχαν στολιστεί με λουλούδια και δάφνες, ενώ οι κάτοικοι έπαιρναν θέση περιμένοντας το πέρασμα των δρομέων.

Έφτανε πια το απόγευμα και η αγωνία εντός του Σταδίου είχε κορυφωθεί. Κανείς δεν ήξερε τι διαδραματιζόταν στον Μαραθώνιο Δρόμο. Ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ήταν το σύνθημα πως ο προπορευόμενος δρομέας είχε φτάσει στη Ριζάρειο Σχολή. Αυτός ήταν ο αριθμός 17, ο Σπύρος Λούης. Το πλήθος άρχισε να παραληρεί, όλοι χειροκροτούσαν όρθιοι, φώναζαν, κουνούσαν τα μαντίλια και πέταγαν ψηλά τα καπέλα τους. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος και ο πρίγκιπας Γεώργιος άρχισαν να τρέχουν από πίσω του και με το που έφτασαν στον τερματισμό, στο ύψος των επισήμων, σήκωσαν τον δρομέα στους ώμους τους και τον περιφέρανε στον στίβο.

Ο Λούης, καταπονημένος αλλά ευτυχής, οδηγήθηκε αργότερα στα αποδυτήρια. Μέσα σε μια ανθρώπινη μάζα που προσπαθούσε να τον αγγίξει και να του μιλήσει, το βασιλικό ζεύγος κατάφερε να τον προσεγγίσει. Η Βασίλισσα Όλγα τον φίλησε στο μέτωπο και του χάρισε τα κοσμήματά της, ενώ ο Βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε ποια ευεργεσία θα ήθελε. Εκείνος του ζήτησε απλά μια σούστα και ένα άλογο για να μεταφέρει νερό στην Αθήνα».

Την Τετάρτη 3 Απριλίου 1896, ημέρα λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, έγινε η τελετή απονομής των μεταλλίων στους νικητές όλων των αγωνισμάτων. Ο Σπύρος Λούης, εν μέσω γενικής αποθέωσης στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο, έλαβε κλάδο ελαίας και το ασημένιο μετάλλιο (χρυσό δεν προβλεπόταν τότε) και ο δεύτερος Χαρίλαος Βασιλάκος, ένα δάφνινο στεφάνι και το ασημένιο μετάλλιο.

Ο Σπυρίδων Λούης ήταν πλέον λαϊκός ήρωας. Όλοι ήθελαν να του προσφέρουν ένα δώρο και να κλέψουν λίγη από τη δόξα του. Από τις εφημερίδες της εποχής διαβάζουμε:

«Ο κύριος Κυπαρίσσης πρόεδρος της συντεχνίας αργυροχρυσοχόων, του πρόσφερε μία χρυσή αλυσίδα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κύριος Τζιβανόπουλος ένα δαχτυλίδι, ο καφεπώλης Δημήτριος Μπαβέας δωρεάν καφέδες για ένα χρόνο, ο Παύλος Αθανασίου 100 οκάδες κρασί, η ξενοδόχος Δήμητρα Βιβή δωρεάν φαγητό εφόρου ζωής, οι Σιδηρόδρομοι Αττικής δωρεάν εισιτήριο εφόρου ζωής, ο Μιχαήλ Βόδας μια κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μία ραπτομηχανή».

Βέβαια όπως συμβαίνει συνήθως με όσους αποθεώνονται, έρχεται και η στιγμή που κάποιοι προσπαθούν να τους κατακρημνίσουν από της δόξης το βάθρο. Το 1926 ο Σπύρος Λούης κατηγορήθηκε για πλαστογραφία στρατιωτικού εγγράφου, προφυλακίστηκε για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά τελικά αθωώθηκε πανηγυρικά. Όσο για τις φήμες που κυκλοφόρησαν ότι κατά τη διάρκεια του Μαραθωνίου είχε «κλέψει», πραγματοποιώντας μέρος της διαδρομής πάνω σε κάρο, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.

Οπότε παρά τις …προσπάθειες ο θρύλος του Έλληνα μαραθωνοδρόμου παρέμεινε αναλλοίωτος στο πέρασμα του χρόνου. Όταν τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο, το κοινό τού έδειχνε την αγάπη του με επευφημίες. Εκείνος εμφανιζόταν πάντα ντυμένος φουστανελάς και με το μετάλλιο στο στήθος. Όπως συνέβη και την 1η Αυγούστου 1936, όταν προσκλήθηκε από το Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Συναντήθηκε μαζί του και απαθανατίστηκε την στιγμή που προσέφερε (τί τραγική ειρωνεία!) στον Φύρερ ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης.

Λέγεται ότι αυτή η φωτογραφία έσωσε κόσμο, όταν αργότερα, στα χρόνια της κατοχής, την έδειχναν στους κατακτητές τα παιδιά του Λούη προσπαθώντας να τους πείσουν ότι οι εκάστοτε συλληφθέντες ήταν συγγενείς του Ολυμπιονίκη!

Του Ολυμπιονίκη που μετά την συγκλονιστική επιτυχία του – σε αριθμούς καταγράφηκε σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα- δεν ξαναέτρεξε ποτέ.

Κατά μία έννοια, τότε, δικαίωσε την φράση με την οποία τον μνημονεύουμε ακόμη και σήμερα : « Έγινε Λούης»… Εξαφανίστηκε από «την πολλή συνάφεια του κόσμου» από «των σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία» που λέει κι ο ποιητής, προτιμώντας μια ήσυχη και ήρεμη ζωή. Πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος. Αλλά ούτως ή άλλως, η ιστορία τον είχε επιλέξει. Κι όσους επιλέγει η ιστορία, ακόμη και ερήμην τους, τους θυμόμαστε.