Το μυθιστόρημα δεν είναι κούκλα για να τη στολίζουμε

Τι μας δίδαξε ο Μπαλζάκ και ο Ντοστογιέφσκι

Το μυθιστόρημα δεν είναι κούκλα για να τη στολίζουμε

Με αφορμή την χτεσινή επέτειο γέννησης του «βασιλιά των μυθιστοριογράφων», επανερχόμαστε στο γνωστό και αναπάντητο ερώτημα «τι είναι μυθιστόρημα». Αν συμφωνήσουμε ότι πρόκειται για ένα ποιοτικό άλμα στη λογοτεχνία, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις αρχές του 19ου αιώνα, στα χρόνια που θεμελιώθηκε η Μεγάλη Αφήγηση παίρνοντας τη μορφή που όλοι ξέρουμε σήμερα.

Πρωτεργάτης των εξελίξεων στη λογοτεχνία θα πρέπει να θεωρηθεί ο Μπαλζάκ, μολονότι πολλοί διανοούμενοι σήμερα δηλώνουν αλλεργικοί με τα μυθιστορήματά του. Έχω διαβάσει κατά καιρούς δηλώσεις του τύπου: «Δεν μπορώ πια να διαβάσω τον Μπαλζάκ» ή «σήμερα δεν διαβάζεται ο Μπαλζάκ». Μαζί του απαξιώνονται φυσικά και άλλοι συγκαιρινοί του με πρώτο και καλύτερο τον Σταντάλ.

Τι συνέβη όμως στην πραγματικότητα; Ο 19ος αιώνας είναι πανθομολογούμενα ο χρυσός αιώνας του μυθιστορήματος, η κυριαρχία του οποίου ήταν αδύνατο να αμφισβητηθεί. Οι μυθιστοριογράφοι ήταν κάτι περισσότερο από αφηγητές, ήταν οι ιστορικοί, οι φιλόσοφοι, οι τεχνοκρίτες, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι σχολιαστές της εποχής τους και όχι μόνο. Μερικοί από αυτούς κατάφεραν να προοικονομήσουν με θαυμαστό τρόπο όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον. Στην πλειονότητά τους οι χειριστές των Μεγάλων Αφηγήσεων υιοθέτησαν την λεγόμενη καρτεσιανή γλώσσα, από την οποία είναι η αλήθεια έλειπε η χάρη, το ύφος, η ποίηση. Εξαιρούνται ίσως ο Φλομπέρ, ο Τολστόι και ο κατά περίπτωση ο Χένρι Τζέιμς.

Στις αρχές του 20ου αιώνα τα πράγματα σημειώθηκαν σαρωτικές αλλαγές, όταν οι διανοούμενοι μπήκαν στο μυθιστόρημα με πρόθεση να το μεταλλάξουν, αλλοιώνοντας την ουσία και την αποστολή του. Για πολλούς από αυτούς το μυθιστόρημα θα έπρεπε να πάψει να είναι λαϊκό ανάγνωσμα και να αναβαθμιστεί αισθητικά και υφολογικά προκειμένου να γίνει κτήμα μιας συγκεκριμένης ελίτ. Τότε άρχισαν οι προγραφές, με πρώτο θύμα τον Μπαλζάκ και ενίοτε τον Ντοστογιέφσκι. Οι ζηλωτές του λογοτεχνικού ύφους στηλίτευσαν τους προχειρογράφους μετρ του είδους, προτάσσοντας τη σημασία της γλώσσας και της αισθητικής.

Ο Προυστ, παρότι χρησιμοποιούσε ως οδηγό τον Μπαλζάκ, ισχυριζόταν ότι τον ενδιέφερε μόνο η ποίηση, ο Μπέκετ θεωρούσε ότι στα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ οι ήρωες λειτουργούσαν με χλωροφόρμιο, κι έτσι σε κατάσταση ύπνωσης ακολουθούσαν τις προθέσεις του δημιουργού τους. Αργότερα ο Ναμπόκοφ αποδόμησε εντυπωσιακά τον Ντοστογιέφσκι.

Η αλήθεια είναι ότι το μυθιστόρημα χωρίς τον Προυστ, τον Τζόις, την Γουλφ, τον Μούζιλ, τον Κάφκα, τον Καμύ και τον Φόκνερ θα μπαγιάτευε στα μάτια των αναγνωστών του. Το παράδειγμα του Μαρτέν ντι Γκαρ είναι ενδεικτικό. Σε κάθε εποχή το μυθιστόρημα γράφεται αλλιώς, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία πως αν δεν πατήσει πάνω σε αυτό που προηγήθηκε κάνεις μια τρύπα στο νερό.

Εντέλει, πρέπει να αποφασίσουμε, βλέπουμε το μυθιστόρημα σαν μια κούκλα που πρέπει συνεχώς να την στολίζουμε ή κοιτάζουμε την ουσία του πράγματος και την μακριά παράδοση μέσα στο χρόνο; Όσον καιρό θα διστάζουμε να πάρουμε θέση, το μυθιστόρημα θα δοκιμάζεται από την ανοησία και την αυθαιρεσία που στον καιρό μας, δόξα τω Θεώ, φτάνει και περισσεύει.