«Ζητάτε να σας πω» έμπνευση 10 λεπτών του Αττίκ και αποχώρηση της μοιραίας γυναίκας.
Ο Αττίκ (πραγματικό όνομα: Κλέων Τριανταφύλλου, 19 Μαρτίου 1885 - 29 Αυγούστου 1944) ήταν Έλληνας συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ού αιώνα.
Στην ρομαντική Αθήνα του ’30 λοιπόν ένα βράδυ στη Μάντρα του Αττίκ εμφανίζεται η πρώην γυναίκα του και μεγάλος του έρωτας Μαρίκα Φιλιππίδου, πηγή έμπνευσης, ζωής αλλά και μεγάλου πόνου.
Το τραγούδι «Είδα μάτια», ένα βαλσάκι που έκανε μεγάλη επιτυχία τότε, είχε γραφτεί για τα μάτια της.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
«Είδα μάτια πολλά γαλανά στην ζωή μου
να κοιτούν απαλά και να ανάβουν την ψυχή
Μα τόσο μαγικά, να μιλούν πιο γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα, στο λέω αληθινά»
Όταν λοιπόν εκείνο το βράδυ, ο Αττικ βρισκόταν στο πιάνο του και εμφανίστηκε η πρώην γυναίκα του με τον νέο της άνδρα, όλη η Μάντρα άρχισε να φωνάζει και να τον πειράζει, λέγοντας του να πει το «Είδα μάτια». Ο Αττικ αποσύρθηκε στο καμαρίνι, επέστρεψε μετά από 10 λεπτά και τραγούδησε
«Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό,
τα περασμένα μου γινάτια.
Ζητάτε Είδα μάτια, με σκίζετε κομμάτια».
Και συνεχίζει το μελαγχολικό του κομμάτι, που έγραψε σε μόλις 10 λεπτά.
«Σε μια παλιά πληγή που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει τι πόνο θα μου φέρει
Είναι πολύ σκληρό να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό που προσπαθείς να λησμονήσεις Στο γλέντι σας αυτό δε θα ‘τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι
Γελάτε ειρωνικά και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια εσύ τι κλαις αιώνια
Γιατί βαρυγκωμείς δεν είδαμε και μεις
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση καρδιά για ν’ αγαπήσει
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες
Και μες στη συντροφιά σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά που γέμιζε μεράκι το παλιό μου τραγουδάκι»
Τα γαλανά μάτια της Μαρίκας δάκρυσαν και αποχώρησε από τη Μάντρα.