Μπράβος της νύχτας και του ρεμπέτικου έριξε πιθανότατα την πρώτη πιστολιά στον εμφύλιο

Είναι δυνατόν ένας παράνομος της νύχτας να έβαλε φωτιά την πυριτιδαποθήκη του εμφύλιου σπαραγμού; 

Μπράβος της νύχτας και του ρεμπέτικου έριξε πιθανότατα την πρώτη πιστολιά στον εμφύλιο

Το 1936 ένας διακεκριμένος μαχαιροβγάλτης και πιστολέρο, ο διαβόητος Αντώνης Βλάχος αποφάσισε να ανοίξει το πρώτο μπουζουξίδικο εν Ελλάδι σπάζοντας με τον τρόπο αυτό την πρωτοκαθεδρία που απολάμβαναν ακόμα την εποχή εκείνη τα σαντουροβόλια και οι εστουδιαντίνες. Λέγεται ότι ξεκίνησε την επιφανή σταδιοδρομία του από την πλευρά του νόμου ως χωροφύλακας αλλά σύντομα στράφηκε στην παρανομία. Λόγω του παρελθόντος του στην Χωροφυλακή ανήκε στην «ασφάλεια υψηλών προσώπων» κάνοντας τον σωματοφύλακα σε πολιτικούς της δεξιάς. Όταν αγόρασε το «Δάσος» μαζί με τον μικρό του αδερφό, τον Τάσο, είχε κάνει κιόλας φυλακή για κάποιους φόνους. Το γεγονός ότι ύστερα από τόσα κακουργήματα παρέμενε ελεύθερος επιβεβαιώνει τη φήμη ότι ο φάκελός του στην Ασφάλεια είχε κόκκινη γραμμή, όπερ σήμαινε ότι μόνο για φόνο μπορούσαν να τον συλλάβουν.

Δημιούργησε πάντως το πρώτο οργανωμένο μπουζουξίδικο εν Ελλάδι φιλοξενώντας τα «ιερά τέρατα της εποχής»: Μάρκο Βαμβακάρη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Απόστολο Χατζηχρήστο, Μπαγιαντέρα, Χιώτη, Σταύρο Παγιουμτζή…

Εκεί δούλεψαν όλοι τους σε άθλιες συνθήκες χωρίς μικρόφωνα, για ψίχουλα στην κυριολεξία και με τις φοβέρες του Βλάχου και των μπράβων του. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου αναπαριστά με γλαφυρό τρόπο την ατμόσφαιρα του μαγαζιού λέγοντας:

«Ο Βλάχος ήταν πολύ σκυλόμαγκας χωρίς μέτρο και ζυγαριά. Πολύ άγριος νταής. Δεν σεβόταν τους καλλιτέχνες που δούλευαν στο μαγαζί του. Όποιον έπαιρνε σβάρνα έπρεπε να τον σακατέψει. Δεν σεβόταν ούτε τη μάνα του. Σακάτεψαν από το πολύ ξύλο, αυτός και οι μπράβοι του, το Μάθεση τον Τρελλάκια. Μια άλλη φορά χαστούκισαν το γέρο Μπάτη, ενώ ο ίδιος ο Βλάχος κούφανε από το πολύ ξύλο το Χατζηχρήστο, που ήταν ένα παιδί άγιο. Μόνο στον Μπαγιαντέρα δεν πέρναγαν αυτά…»

Όσο τρομερός και φοβερός και αν ήταν ο Βλάχος δεν μπορούσε να φέρει μόνος του σε λογαριασμό όλο αυτό το σύμφυρμα που δρούσε κάτω από τους ήχους του ρεμπέτικου. Στο μαγαζί πρωτοστατούσαν και άλλοι νταήδες κι ένας από αυτούς ήταν ο Χαράλαμπος Μπουχός, άνθρωπος του παρακράτους, που σκότωνε για ψύλλου πήδημα.

Μεταπολεμικά, όταν πια το «Δάσος« του Βλάχου είχε κλείσει από χρόνια, ο Μπουχός συνέχιζε να κινείται στους κύκλους της νύχτας και των παρανόμων. Ο Μανώλης Χιώτης θα τον συναντούσε στα διάφορα μαγαζιά που δούλευε και κάποια στιγμή τον άκουσε, όπως λέει, να κοκορεύεται πως ήταν αυτός που έριξε την πρώτη πιστολιά στα Δεκεμβριανά. Στην σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου, είναι πια διαπιστωμένο, πως κάποιοι παράνομοι κρατούσαν τα κλειδιά της ανωμαλίας και της συμφοράς. Αν ο Μπουχός έριξε την πρώτη πιστολιά, όπως δαιτεινόταν, είτε αυτενεργώντας είτε βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία, αναδεικνύεται ακόμα μεγαλύτερο το μέγεθος της εθνικής τραγωδίας και η βαθειά ειρωνεία της Ιστορίας που μας ορίζει μέχρι σήμερα.