Γκιζέλα Ντάλι: Η Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό, οι ερωτικές ταινίες, ο Γιαννακάς και ο π... ο καρκίνος
Δέκα χρόνια πέρασαν από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή η Γκιζέλα Ντάλι. Η Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό, που έκανε καριέρα σε ερωτικές ταινίες, σπάζοντας το ταμπού του γυμνού τη δεκαετία του '60. Ο έρωτας της ζωής της, Άλκης Γιαννακάς και ο π... ο καρκίνος.
Η Γκιζέλα Ντάλι διακρίθηκε σε ρόλους μοιραίας και σέξι γυναίκας. Έσπασε το ταμπού του γυμνού τη δεκαετία του ’60, αλλά είχε παράπονο ότι δεν κατάφερε να καθιερωθεί στις εμπορικές ταινίες της εποχής...
Η Αδαμαντία Μαυροειδή, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Αυγούστου του 1937. Σπούδασε χορό στη σχολή Ανωμερίτη και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Σχολείου. H καταγωγή της ήταν από τα Μέγαρα. Οι γονείς της την είχαν κλείσει σε μοναστήρι, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Λέγεται ότι στο εκκλησάκι των Μεγάρων είχε κάνει και τάμα για να τεκνοποιήσει, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Έρωτας με τον Άλκη Γιαννακά
Ένας από τους μεγάλους έρωτες της ζωής της ήταν ο τότε sex symbol ηθοποιός Αλκης Γιαννακάς. Η Γκιζέλα Ντάλι υπήρξε σύντροφος του για μεγάλο διάστημα και όπως είχε δηλώσει: «Ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Ήταν ο ωραιότερος και πιο περιζήτητος άντρας και ήταν δικός μου. Ζήσαμε μια σχέση πάθους». Μαζί πρωταγωνίστησαν στην ταινία «Ο Παρθένος». Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1960 στην κωμωδία «Ραντεβού στη Βενετία» του μετέπειτα συζύγου της Ντίμη Δαδήρα. Στη συνέχεια διακρίθηκε, κυρίως, για τις συμμετοχές της σε ερωτικές ταινίες («Αμαρτωλές», «Μιρέλα, η σάρκα της ηδονής» κ.ά.) και αναδείχθηκε σε σύμβολο του σεξ τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Δεν κρυβόταν ποτέ. Το αντίθετο, τα έλεγε πολλές φορές «ωμά»: «Ήταν άλλη η όψη μου και άλλη η κόψη μου. Ο Ντίμης Δαδήρας και οι άλλοι κινηματογραφικοί παραγωγοί εκμεταλλεύτηκαν την όψη μου! Η κόψη μου ήταν η βλάχα από τα Μέγαρα, στουρνάρι στο κεφάλι!».
«Αμ έτσι όπως πάμε, θα το δεις και το πουλάκι»
Το 1963 έκανε ένα πέρασμα όμως και από την κλασική κωμωδία «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» του Αλέκου Σακελλάριου, όπου ο Θανάσης Βέγγος πήρε την ιδιότητα του ανθρώπου που τρέχει και δεν φτάνει! Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου ο Βέγγος υποδυόταν έναν επίδοξο φωτογράφο και η Γκιζέλα Ντάλι ήταν μια στριπτιζέζ, που τον…αναστάτωνε. Εκεί διαδραματίστηκε ένας άκρως προκλητικός διάλογος για το πλαίσιο της εποχής που πήγαινε ως εξής: «Προσοχή και κοιτάμε εδώ» της λέει ο Βέγγος, δείχνοντας της τον φακό. «Να δω το πουλάκι, ε;» τον ρωτάει εκείνη για να λάβει την απάντηση: «Αμ έτσι όπως πάμε, θα το δεις και το πουλάκι». Λέγεται ότι ο Θανάσης Βέγγος της είχε ιδιαίτερη συμπάθεια, όπως και σε άλλους ηθοποιούς που δεν κατάφεραν να προσχωρήσουν στα μεγάλα στούντιο του Φίνου.
H σάρκα της ηδονής
Στην δεκαετία του ’70 άρχισε να συμμετέχει σε ταινίες ερωτικού περιεχομένου. Ωστόσο ποτέ δεν συμμετείχε σε hardcore ερωτική σκηνή. Μερικές από τις ταινίες στις οποίες συμμετείχε ήταν «Ο Κύκλος της Ανωμαλίας» , «Κυνηγημένοι Εραστές», «Μιρέλλα, Η Σάρκα της Ηδονής», «Αιμιλία η Διεστραμένη». Τελευταία ταινία πριν σταματήσει τον κινηματογράφο ήταν «Η Σπηλιά της Αμαρτίας» του Γιώργου Παπακώστα το 1976. Ο φακός αποτύπωσε το τέλειο σώμα της σε πολλές αποκαλυπτικές σκηνές που έκοβαν την ανάσα στον ανδρικό πληθυσμό της εποχής. Έγινε φαντασίωση για μικρούς και μεγάλους και κοσμούσε τα εξώφυλλα των περιοδικών «Ρομάντσο» και «Φαντάζιο». Το 2004 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη, παίζοντας ένα χαρακτηριστικό ρόλο στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Τεστοστερόνη». Στο θέατρο εμφανίστηκε, κυρίως, σε παραστάσεις επιθεώρησης.
Η ζωή στον Λυώνα της Νάξου
Μετά το χωρισμό της με τον σκηνοθέτη Ντίμη Δαδήρα, εγκατέλειψε τη σόου-μπιζ κι εγκαταστάθηκε στη Νάξο, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έφυγε να ζήσει στο χωριό Λυώνας, τόπο της μητέρας της, στη Νάξο. Εκατόν πενήντα σπίτια ο Λυώνας, με ανθρώπινη ζωή μονάχα το καλοκαίρι. Τους χειμώνες ξεχνούσε τη γλώσσα της επικοινωνίας, αλλά δεν την ένοιαζε: «Περιμένω το καλοκαίρι να 'ρθουν οι οικογένειες, να 'ρθουν και τα παιδιά που είναι σαν εγγόνια μου». Ο δημοσιογράφος Βασίλης Κουφόπουλος έγραψε για εκείνη: «Τα καλοκαίρια, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ήμασταν στη Νάξο, τα περνούσαμε όλοι μαζί με τη Γκιζέλα Ντάλι, στο Λυώνα, έναν άγριο όρμο στο πουθενά. Μεγαλώσαμε εκεί δουλεύοντας στο μαγαζί που είχε στήσει το «Ρυάκα» κόβοντας σαλάτες και σερβίροντας μπύρες. Κυκλοφορούσε με στρατιωτικά ρούχα, πριν γίνουν της μόδας, είχε ταξιδέψει στις ΗΠΑ και στις Ινδίες, και παρακολούθησε από κοντά κινήματα και ανθρώπους». «Τίποτα πια δεν φοβάμαι, ούτε τον Θεό, μονάχα τον σέβομαι», έλεγε. Είκοσι τρία χρόνια δεν έφαγε κρεάς μονάχα τους καρπούς της γης της, αυγά, γαλακτοκομικά και ψάρια που έφερνε η ίδια από τη θάλασσα. «Ολάκερη η Νάξος με αγκάλιασε και δεν με αρνήθηκε».
«Θα τον νικήσω μόνη μου τον π… τον καρκίνο»
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έπασχε από καρκίνο. Οι φίλοι και συγγενείς της έλεγαν ότι πάλεψε σαν παλικάρι με τη νόσο. Τα πρώτα χρόνια της αρρώστιας της δεν πήγαινε σε γιατρό. «Θα τον νικήσω μόνη μου τον π… τον καρκίνο» έλεγε. Όταν η υγεία της χειροτέρεψε, απομονώθηκε στο πατρικό σπίτι της στη Νάξο, από όπου καταγόταν η μητέρα της. Ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα της, καθώς διαισθανόταν ότι το τέλος πλησίαζε και όπως έλεγε, δεν ήθελε να της μαζεύουν άλλοι το σπίτι της μετά τον θάνατό της. Έξω από την πόρτα της είχε αναρτήσει την επιγραφή: «Δεν δέχομαι επισκέψεις λόγω ασθένειας». Η ανιψιά της έχει αφηγηθεί: «Δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι, καθηλωμένη εκεί, χωρίς να κλαίει, χωρίς να μας ενοχλεί καθόλου. Έφυγε σαν πουλί. Άγριο πουλί, όπως ήταν και η ζωή της μέσα στην απομόνωση». Η Γκιζέλα Ντάλι πέθανε στη Νάξο πριν από 10 χρόνια, στις 10 Σεπτεμβρίου 2010, σε ηλικία 73 ετών.
Πληροφορίες από SanSimera.gr, mixanitouxronou.gr, flash.gr