Μέγας κωμικός έλεγε στον Αλέκο Σακελλάριο:«Τι με βάζεις και παίζω κωμωδία αφού δεν ξέρω να παίζω!»

Ηθοποιός που δεν αντιλήφθηκε το μεγάλο του ταλέντο στην κωμωδία και γκρίνιαζε συνεχώς για ρόλους που του έφερναν την επιτυχία

Μέγας κωμικός έλεγε στον Αλέκο Σακελλάριο:«Τι με βάζεις και παίζω κωμωδία αφού δεν ξέρω να παίζω!»

Πολλά τα επεισόδια της κωμωδίας στον ελληνικό κινηματογράφο με όψιμους ή ανυποψίαστους κωμικούς που έκαναν καριέρα σνομπάροντας όσα ενσάρκιωναν στο πανί. Ένας από αυτούς ξεκίνησε ως τενόρος της οπερέτας και πέρασε στην υποκριτική όταν κατάλαβε ότι το λυρικό τραγούδι δεν έχει ψωμί. Στη συνέχεια ερμήνευσε κυρίως δραματικούς ρόλους μέχρι τη στιγμή που ο δαιμόνιος Αλέκος Σακελλάριος κατάλαβε τη φλέβα του γέλιου που έκρυβε μέσα του και τον αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο.

Ο ίδιος πάντως δυσπιστούσε απέναντι στη βιομηχανία του γέλιου και γκρίνιαζε συνεχώς στον σκηνοθέτη και σεναριογράφο: «Τι με βάζεις και παίζω κωμωδία αφού δεν ξέρω να παίζω!» Την εποχή εκείνη, τέλη της δεκαετίας του '50 οι άνθρωποι του θεάματος αντιλαμβάνονταν την κωμωδία σαν ένα υποδέεστερο είδος που απευθυνόταν στο αφελές και ανερμάτιστο κοινό.

Ο ηθοποιός αυτός που δεν ήταν άλλος από τον Ορέστη Μακρή, σνόμπαρε, όπως και ο Κωνσταντάρας την κωμική πλευρά του ταλέντου του, και ποτέ δεν παραδέχτηκε πως μπορεί κανείς να βγάζει γέλιο παίζοντας ο ίδιος σοβαρά. Έχοντας ένα δραματικό υπόβαθρο ο Μακρής έδωσε μεγάλες ερμηνείες σε ταινίες όπως «Η θεία απ' το Σικάγο» ή «η Κυρά μας η μαμμή» ή ακόμα και σε αισθηματικές κομεντί όπως «Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο». Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι προϊόντος του χρόνου η καριέρα του άρχισε να παίρνει την κατιούσα, όταν πρωταγωνιστούσε πια σε ανούσιες δραματικές ταινίες τις οποίες κανείς δεν θυμάται σήμερα.