Ο Καζαντζάκης και η βιομηχανία υστεροφημίας
Ο Νίκος Καζαντζάκης αποτελεί σίγουρα εξέχουσα περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα, από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς.
Ο «Τελευταίος Πειρασμός» του είναι μια οικουμενική επινόηση, στην οποία η ανάστροφη προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας από μόνη της προαναγγέλλει κάτι το αριστουργηματικό. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης φρόντισε να συγγενέψει με τις ηγετικές μορφές του πνεύματος από τον Όμηρο μέχρι τον Νίτσε, γονιμοποιώντας τις όποιες επιρροές δέχτηκε.
Από το σημείο αυτό όμως μέχρι την αβάσταχτη θλίψη του Χαμένου Νόμπελ, ο δρόμος είναι μακρύς για να τον περπατήσει η ύστερη φήμη του. Ο Καζαντζάκης δεν είναι ο μόνος που δεν τιμήθηκε με το περίοπτο βραβείο και είναι τουλάχιστον αφελές να τον συγκρίνουμε μόνιμα ως αδικηθέντα με όλους τους άλλους νομπελίστες. Δυστυχώς το Νόμπελ είναι ένα κάθε χρόνο αλλά σ’ έναν αιώνα είναι πολύ αυτοί που δεν βραβεύονται τελικά. Δεν βραβεύτηκε ο Προυστ, ο Κάφκα, ο Ναμπόκοφ, ο Μπόρχες, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τζέιμς Τζόις. Και λοιπόν;
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Πάνω στην αθεράπευτη μελαγχολία της αναγνώρισης που δεν ήρθε από τη Σουηδική Ακαδημία έχει οικοδομηθεί εδώ και χρόνια μια βιομηχανία υστεροφημίας που ξεκινά από την αλληλογραφία του Καζαντζάκη με μεγάλες μορφές όπως ο Καμύ ή ο Αϊνστάιν μέχρι την πολυφορεμένη συνθηματολογία του τύπου «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος», που την συναντάμε τυπωμένη ακόμα και πάνω σε μπλουζάκια.
Ο Καζαντζάκης είναι ένας συγγραφέας που θα μας απασχολεί πάντα. Θα πρέπει όμως να επιλέξουμε αν θα μας απασχολεί το έργο του, όπως μάλλον θα επιθυμούσε κι ο ίδιος, ή τούτη η βιομηχανία της υστεροφημίας του με την οποία κάποιοι εμπορεύονται απλώς ένα ατυχές επεισόδιο της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας.