«Ο μεγαλύτερος ηθοποιός του τόπου μας»

Στις 29/6 του 1951 αφήνει την τελευταία του πνοή ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς, όλων των εποχών, ο Αιμίλιος Βεάκης.

«Ο μεγαλύτερος ηθοποιός του τόπου μας»

Kάθε άλλο παρά τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί ότι η φήμη του Αιμίλιου Βεάκη, που είχε ξεπεράσει τα σύνορα, αφού όπως λέγεται, ο σερ Λόρενς Ολίβιε, κοιτώντας μια φωτογραφία του από την παράσταση «ο Βασιλιάς Ληρ», αναφώνησε :

«Αυτός είναι ο Ληρ, αυτή είναι η τέλεια ενσάρκωση αυτού του ρόλου». Και πράγματι, σε αυτό το έργο του Σαίξπηρ που ανέβηκε το 1938 στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, ο Βεάκης, είχε δώσει μια ανεπανάληπτη ερμηνεία :«Στην τρομερή σκηνή της θύελλας, που ο αποδιωγμένος γερο-βασιλιάς παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και με τα στοιχειά της φαρμακωμένης ψυχής του, ο Βεάκης ήταν στοιχείο της φύσης ο ίδιος, ήταν θύελλα μέσα στη θύελλα, τυφώνας απέναντι στον τυφώνα και ο ανεμοστρόβιλος της οδύνης του άρπαζε σύγκορμο τον θεατή παρασύροντάς τον στην ιλιγγιώδη δίνη της παράκρουσης, της οργής και της αυτογνωσίας του», έγραψε χαρακτηριστικά ο Μάριος Πλωρίτης.

Όπως σταθμός στην καριέρα του θεωρήθηκε η ερμηνεία του Οιδίποδα στην ομώνυμη τραγωδία (Οιδίπους τύραννος) σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη με την «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου».

Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής (Λεπενιώτη, Καλογερίκου, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Οικονόμου) και διακρίθηκε σε όλα τα θεατρικά είδη. Εκεί όμως που αληθινά διέπρεψε ως «καρατερίστας», ήταν στις κλασικές τραγωδίες και τα δράματα.

Άλλωστε και η ζωή του είχε χωρέσει αρκετό δράμα. Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13 Δεκεμβρίου του 1884. Ορφάνεψε νωρίς και από τους δυο γονείς του. Έτσι αναγκάστηκε να περάσει τα παιδικά του χρόνια, μαζί με άτεκνους συγγενείς. Παρά τις ενστάσεις των κηδεμόνων του, στα 16 του, γράφτηκε στη «Βασιλική Δραματική Σχολή».

Το «μικρόβιο του θεάτρου», μάλλον το είχε κολλήσει από τον παππού του, Ιωάννη Βεάκη, λόγιο και θεατρικό συγγραφέα.

Όπως και να ‘χει, ξεκίνησε την καριέρα του από τον Βόλο και από περιοδείες στην ελληνική επαρχία. Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) επιστρατεύτηκε και προήχθη σε λοχία, λόγω ανδραγαθίας. Κατά την διάρκεια της κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, από τις τάξεις του ΕΑΜ. Ωστόσο του καταλογίζουν κάποιοι, ότι πριν από αυτό, μέσω ενός ποιήματός του, είχε εξυμνήσει τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.

Την απάντηση για τις ιδεολογικές του τοποθετήσεις, την έδωσε ο ίδιος , το 1945, «προς τον κύριον ανακριτήν παρά τω Γ' αστυνομικώ τμήματι»:

«Κατά την χθεσινήν ανάκρισίν μου εζητήσατε να σας καθορίσω δι' υπομνήματος την ιδεολογία μου. Ιδού, αυτή: για να αποκτήσω τις πνευματικές ικανότητες που απαιτεί η τέχνη μου, είχα χρέος να μελετήσω εντατικά την Ζωή. Προσπάθησα με στοχαστική παρατηρητικότητα να αποκτήσω σαφή γνώση των προβλημάτων που δημιουργούν την ευτυχία ή την δυστυχία του ανθρώπου. Έμαθα να αναζητώ τους καημούς της ανθρώπινης καρδιάς και να ξεχωρίζω το εσωτερικό δράμα του ανθρώπου, τόσο στη σχέση του με το κοινωνικό σύνολο, όσο και με την ατομική του ύπαρξη, τη συνείδησή του. Έτσι αισθάνθηκα μέσα μου ολόφωτα εκδηλωμένη την αγάπη του ανθρώπου. Πιστεύω πως εκείνο που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να βρει τη γαλήνη της ψυχής, την ευτυχία, είναι να αποκτήσει με τη μόρφωση τη δυνατότητα να αντικρίζει θαρρετά το φως της αλήθειας και γερά ερματισμένος από τη γνώση του Ορθού, του Καλού και του Δικαίου, να μπορεί μόνος του να κρατεί το τιμόνι της ζωής του στη σωστή ρότα που χάραξε, χωρίς φόβο να τον παρασύρουν οι πλανεροί άνεμοι…».

Οι άνεμοι πάντως τόσο του εμφυλίου ( το όνομά του-μαζί με πολλών άλλων ιερών τεράτων του θεάτρου- εμπλέκεται στη σκοτεινή υπόθεση της δολοφονίας της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη που από τους συναδέλφους της κατηγορήθηκε ως «προδότρια»), όσο και οι άνεμοι της μετεμφυλιακής αντικομουνιστικής υστερίας, τον παρέσυραν. Μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας, αντιμετώπισε διώξεις που κλόνισαν και την υγεία και την ιδιοσυγκρασία του.

Έσβησε ξεχασμένος και πένης, αλλά στην κηδεία του, η Κατίνα Παξινού, φρόντισε να υπενθυμίσει σε όλους:

«Πέθανε ο μεγαλύτερος ηθοποιός του τόπου μας. Ο μεγαλύτερος μέσα σε άντρες και γυναίκες. Πόσα μάθαμε από αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο της τέχνης».