Χειμερινή κολύμβηση
Ιδιαίτερα δημοφιλές έχει γίνει τελευταία το κολύμπι κατά τους χειμερινούς μήνες και πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι έχει πολλά οφέλη για την υγεία.
Οι χειμερινοί κολυμβητές είναι πιο ανθεκτικοί στις ιώσεις και γενικότερα στις λοιμώξεις, αφού έχουν κατά 40% λιγότερες πιθανότητες να προσβληθούν. Επιπλέον, με τη συχνή έκθεση στο κρύο νερό το σώμα διαχειρίζεται καλύτερα το στρες, με συνέπεια να εμφανίζει λιγότερη δυσανεξία και καθυστερεί η μείωση της θερμοκρασίας του πυρήνα. Οι προσαρμογές στο κρύο νερό είναι πολλαπλές και αφορούν τον μεταβολισμό των λιπών, τη λειτουργία του ανοσολογικού, ενδοκρινικού, θερμορυθμιστικού, αντιοξειδωτικού και καρδιοαναπνευστικού συστήματος. Έχει βρεθεί σε πολλές μελέτες ότι το αντιοξειδωτικό σύστημα των χειμερινών κολυμβητών είναι ισχυρότερο από αυτό των θερινών. Τα οφέλη αφορούν την πτώση της αρτηριακής πίεσης, τη μείωση των τριγλυκεριδίων, την αύξηση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, τη μείωση των επιπέδων της ομοκυστεΐνης, ιδιαίτερα στις γυναίκες, την καλύτερη διαχείριση του στρες, ιδιαίτερα της κατάθλιψης.
Η κολύμβηση θεωρείται, κυρίως, αερόβια άσκηση και βελτιώνει την αντοχή, αλλά διαφέρει σημαντικά από το τρέξιμο σχετικά με τις λειτουργίες του σώματος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στο τρέξιμο γυμνάζονται διαφορετικοί μύες και με διαφορετικό τρόπο, αφού είναι άσκηση υπερνίκησης του βάρους, ενώ στο κολύμπι το έργο που καταβάλλεται συνίσταται κυρίως στην εξουδετέρωση της αντίστασης του νερού και στην ικανότητα πλεύσης.
Η απόδοση και η διάρκεια παραμονής του κολυμβητή στο νερό εξαρτώνται από τη θερμοκρασία του νερού, τη φυσική του κατάσταση, τη μυϊκή μάζα, τον βαθμό προσαρμογής και το ποσοστό του υποδόριου λίπους, διότι εξασφαλίζει καλύτερη μόνωση. Το κρύο νερό είναι πολύ καλύτερος αγωγός θερμότητας σε σχέση με τον αέρα και επηρεάζει άμεσα τη θερμοκρασία του σώματος και τον μεταβολισμό, δεδομένου ότι η θερμότητα μεταφέρεται ταχέως στο κρύο νερό, με κίνδυνο την πτώση της θερμοκρασίας του σώματος.
Σε θερμοκρασίες κοντά στους 26ο Κελσίου οι λειτουργίες του σώματος επηρεάζονται ευνοϊκά και η απόδοση βελτιώνεται. Εντούτοις, οι χαμηλότερες θερμοκρασίες αρχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά την απόδοση επειδή το σώμα διαθέτει επιπλέον ενέργεια για να κινητοποιήσει μηχανισμούς διατήρησης της θερμοκρασίας του πυρήνα (καρδιά-σπλάχνα-εγκέφαλος-ήπαρ κ.λπ.), όπως αγγειόσπασμο του δέρματος και των άκρων, υπεραερισμό, βραδυκαρδία και άλλες προσαρμογές του θερμορυθμιστικού συστήματος. Κάτι ανάλογο με τη μείωση της απόδοσης που συμβαίνει στον δρομέα που τρέχει σε θερμό ή κρύο περιβάλλον, οπότε ο οργανισμός αναλαμβάνει το επιπλέον καθήκον (έργο) της αποβολής ή οικονομίας θερμότητας.
Με άλλα λόγια, το σώμα σε τέτοιες συνθήκες στρες ενόψει της διατήρησης της θερμικής ομοιοστασίας έχει τη σοφία να αξιολογεί προτεραιότητες και θεωρεί πρωτεύουσα ανάγκη τη διατήρηση της θερμοκρασίας σε φυσιολογικά επίπεδα στα ζωτικά όργανα και των άλλων λειτουργιών σε ανεκτά για τη ζωή επίπεδα και δευτερεύουσα ανάγκη την επιθυμία του αθλητή να αυξήσει την απόδοσή του. Τον ρόλο της διατήρησης της ομοιοστασίας εις βάρος της απόδοσης αναλαμβάνει ο εγκέφαλος, ο οποίος, ως κεντρικός ρυθμιστής, μειώνει τη νευρομυϊκή λειτουργία και κινητική συμπεριφορά των άκρων, καθώς και τον μεταβολισμό των μυών. Αντίθετα, όταν η θερμοκρασία του νερού είναι πάνω από 28ο Κελσίου, ευνοείται ο μεταβολισμός, επέρχονται αγγειοδιαστολή και ταχυκαρδία, αύξηση της καρδιακής παροχής και καλύτερη θερμορύθμιση και απόδοση.
Δρόσος Βενετούλης
Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά