Cruella: Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που σερβίρεται…με στιλ
Η Emma Stone ως η πιο ανατρεπτική «νέμεση των 101 σκυλιών της Δαλματίας» - Η κριτική για την ταινία «Cruella».
Έστω και μια φορά στη ζωή του, οπωσδήποτε θα έχει δει κανείς τις live action και τις κινουμένων σχεδίων παραγωγές όπου πρωταγωνιστούν τα τρισχαριτωμένα και με μαύρες πιτσίλες τετράποδα σκυλάκια της Disney, τα περίφημα 101 Σκυλιά της Δαλματίας, και σίγουρα θα γνωρίζει τον διακαή αρρωστημένο πόθο της ‘Cruella de Vil’ να φτιάξει ένα παλτό από αυτά.
Εκείνο όμως δεν ξέραμε με σιγουριά είναι το πώς προέκυψε αυτή η γυναίκα ως άσπονδος εχθρός των υπέροχων αυτών παιχνιδιάρικων κουταβιών, και κάπου εδώ η μαύρη κωμωδία Cruella έρχεται να διαφωτίσει κάπως τα πράγματα λειτουργώντας ως το κινηματογραφικό origin story της ομώνυμης ‘κακιάς’ της υπόθεσης
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Το έργο αυτό εμπνέεται τόσο από το μυθιστόρημα “The Hundred and One Dalmatians” (1956) της Dodie Smith όσο και από τα αντίστοιχα φιλμ που ακολούθησαν. Στην καρέκλα της σκηνοθεσίας, κάθεται ο Craig Gillespie, σε σενάριο των Dana Fox και Tony McNamara, με την βραβευμένη με Όσκαρ, Emma Stone (La La Land) να μας συστήνεται ως μία ‘Cruella’ που δεν περιμέναμε να δούμε ακριβώς έτσι αλλά που μας ξάφνιασε αρκούντως ικανοποιητικά! Το βασικό cast συμπληρώνουν επίσης οι: Emma Thompson, Joel Fry, Paul Walter Hauser, Emily Beecham, Kirby Howell-Baptiste, και ο Mark Strong.
Ο κεντρικός άξονας του έργου περιστρέφεται γύρω από την ‘Estella Miller’ (Stone), μία νεαρή φιλόδοξη σχεδιάστρια μόδας που ζει στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1970, στην άνθηση του ρεύματος της punk rock. Η κοπέλα αυτή είναι αποφασισμένη και θα επιχειρήσει να βρει τον δικό της δρόμο στον χώρο της μόδας και της υψηλής ραπτικής όσα εμπόδια και αν χρειαστεί να ξεπεράσει, με τις προκλήσεις αυτές να την φτιάχνουν στην εκκεντρική και δαιμόνια φυσιογνωμία που αναγνωρίζουμε όλοι ως ‘Cruella de Vil’. Στην εν λόγω prequel διασκευή της μεγάλης οθόνης, η Emma Stone μπαίνει με άνεση και χάρη στα παπούτσια ενός τόσου ιδιαίτερου χαρακτήρα, τιμώντας παράλληλα και την προκάτοχό της σε αυτόν τον ρόλο, Glenn Close.
Αν και είναι εύλογο να διατηρεί κανείς επιφυλάξεις για το τελικό αποτέλεσμα αυτής της μεταφοράς, εντούτοις αποδεικνύεται ότι το στοίχημα το κέρδισε με επιδέξιους χειρισμούς ο δημιουργός της ταινίας βάζοντας στην πρώτη γραμμή ως συστατικά της αφήγησής του την περιπέτεια, το βιτριολικό χιούμορ, το αίνιγμα αλλά και το μιούζικαλ μαζί με το δραματικό στοιχείο, ώστε να μας παραδώσει ένα πολύ ευχάριστο, ωραία στυλιζαρισμένο, δυναμικό, με ρυθμό και ενδιαφέρον θέαμα.
Το project αυτό διαθέτει σημεία που ναι μεν θα εκπλήξουν τον δέκτη, αλλά και ορισμένα που θα επιβεβαιώσουν τις προβλέψεις των πιο διορατικών από το κοινό. Το σημαντικότερο είναι πως προσφέρει μία άλλη, πολύ πιο συμπονετική και ανθρώπινη οπτική μέσα από την οποία μπορεί να ιδωθεί η φιγούρα της ‘De Vil’, ένα αλλιώτικο πρίσμα υπό το οποίο βλέπουμε πια μία πιο παρεξηγημένη εκδοχή της μοναδικά ιδιόρρυθμης αυτής μορφής.
Δεν θα λέγαμε ότι η πλοκή ενδύεται με ένα μελό ή δακρύβρεχτο περιτύλιγμα, αλλά με τον συγκινησιακό τόνο που χρειάζεσαι, τον οποίο εξισορροπεί από την άλλη η επιστράτευση του ευτράπελου, εξασφαλίζοντας την κατάλληλη απόδοση τόσο όσον αφορά στο ανάλαφρο όσο και στο κάπως πιο βαρύ μέρος της ιστορίας. Υπάρχουν ευρηματικές ιδέες ως προς την εξέλιξη της δράσης και κάποιες που βαδίζουν ίσως περισσότερο με την ασφάλεια της πεπατημένης, αλλά συνδυάζονται πολύ ταιριαστά ώστε η προσοχή του θεατή να παραμείνει αδιάπτωτη απ’ την αρχή ως το τέλος.
Επιπλέον, ο υποβλητικός διάκοσμος, τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια «παντρεύονται» επιτυχημένα με το επιμελημένο από τον Nicholas Britell, μπιτάτο soundtrack με διασκευές διάσημων διαχρονικών τραγουδιών όπως π.χ. το “Feeling Good”, το “Should I Stay or Should I Go” κ.ά.
Μεταξύ άλλων το φιλμ καταπιάνεται με ζητήματα όπως η ανάγκη του παιδιού για μητρική φροντίδα, στοργή και επικύρωση από τον γονιό. Δίνει έμφαση επιπρόσθετα, στο πείσμα, στη φιλοδοξία, το όραμα, την θέληση κάποιου να στοχεύσει και να διεκδικήσει την προοπτική να επιτύχει κάτι για εκείνον, να αναδειχθεί και να πάει μπροστά πάρα τις οποίες δοκιμασίες.
Ωστόσο, εν προκειμένω καυτηριάζεται αν και λίγο πιο επιφανειακά ο αντίκτυπος της ματαιοδοξίας, της έπαρσης, μία εσωτερικευμένη μισογυνιστική θεώρηση που ενισχύεται από στερεοτυπικές έμφυλες αναπαραστάσεις, καταδεικνύεται η κοινωνική υποκρισία, ο σνομπισμός, η ελιτίστικη αντίληψη περί προόδου, οι οικονομικές ανισότητες και το χάσμα ανάμεσα σε έχοντες και μη έχοντες.
Αναμφίβολα όλα αυτά συμβάλλουν στο να διαμορφωθεί ένα γουστόζικο αλλά επίσης φορτισμένο με συναισθήματα αφήγημα, όμως το φινάλε με το οποίο επισφραγίζεται το εγχείρημα αυτό θα λέγαμε ότι αναιρεί ή μάλλον αποδυναμώνει την εξήγηση για την απέχθεια της ‘Cruella’ προς τα σκυλιά της Δαλματίας και για το φετίχ της με τις γούνες από ζώα, κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως αναντιστοιχία προς τον μύθο.
Όπως και να ‘χει, στο Cruella η Emma Stone μεταμορφώνεται σε μία σατανικά ευφυή, χαρισματική, τολμηρή και εκκεντρική επαναστάτρια του καιρού της που αποφασίζει κάτω από την αγέρωχη και καλοντυμένη σε ασπρόμαυρους τόνους πανοπλία της να πάει κόντρα στον συρμό με τον δικό της ανορθόδοξα κομψό τρόπο προκαλώντας αφενός παραλήρημα από τα πλήθη, και αφετέρου τάσεις άτακτης φυγής στους εχθρούς της.