Βασιλειάδης: «Η Μπιλμπάο θα ζήσει μία πραγματική ''κόλαση'' στη Θεσσαλονίκη»
Όσα δήλωσε σε ισπανικό Μέσο ο Κώστας Βασιλειάδης εν όψει του δεύτερου τελικού του Europe Cup ανάμεσα σε ΠΑΟΚ και Μπιλμπάο.

Ο Κώστας Βασιλειάδης είναι ένας από τους ελάχιστους παίκτες που έχουν αγωνιστεί τόσο στον ΠΑΟΚ όσο και στη Μπιλμπάο.
Ο Έλληνας πρώην παίκτης και νυν προπονητής μίλησε σε ισπανικό Μέσο για τα χρόνια του τόσο στο Δικέφαλο όσο και στην ομάδα των Βάσκων, το είδωλό του και την ατμόσφαιρα που πρέπει να περιμένουν οι Ισπανοί στο Παλατάκι.
Αναλυτικά τα όσα δήλωσε:
Για το τι σημαίνει για τον ίδιο, ένας ευρωπαϊκός τελικός ανάμεσα στη Μπιλμπάο και τον ΠΑΟΚ:
«Ένας τελικός ανάμεσα στις δύο μεγάλες ομάδες της ζωής μου. Από τη μία, ο σύλλογος που με είδε να μεγαλώνω και μου έδωσε την ευκαιρία να παίξω επαγγελματικά από πολύ μικρός, κάνοντας ντεμπούτο στα 16 μου στην ελληνική λίγκα και στην Ευρωλίγκα και όντας αρχηγός στα 18 μου. Είναι η ομάδα της ζωής μου…
Και από την άλλη, η Μπιλμπάο, η ομάδα που μου έδωσε την ευκαιρία να εξελιχθώ, να ανέβω επίπεδο και να παίξω αργότερα στην Ευρωλίγκα με την Εφές Πίλσεν. Εκείνα τα τρία χρόνια στη Μπιλμπάο ήταν απίστευτα. Αν με ρωτήσεις ποια ομάδα θέλω να κερδίσει, δεν μπορώ να σου απαντήσω (γέλια). Είναι πολύ δύσκολο γιατί είναι οι δύο πιο σημαντικές ομάδες της επαγγελματικής μου καριέρας».
Για τον πρώτο τελικό:
«Δεν κατάφερα να δω το ματς, αλλά όταν είδα το τελικό σκορ μου τράβηξε την προσοχή. Έχω δει πολλά παιχνίδια του ΠΑΟΚ γιατί μου αρέσει ο τρόπος που παίζει, είναι μια αθλητική ομάδα, τρέχει πολύ καλά, ο προπονητής είναι εξαιρετικό. Μου αρέσει ο υψηλός ρυθμός παιχνιδιού τους, αλλά όταν είδα το σκορ, μου φάνηκε περίεργο γιατί λίγες ομάδες έχουν καταφέρει να τους περιορίσουν αμυντικά σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην φτάσουν τους 78-80 πόντους.
Είναι μια ομάδα που συνήθως παίζει σε πολύ υψηλό επίπεδο, οπότε φαντάζομαι ότι η Μπιλμπάο Μπάσκετ έκανε καταπληκτική και πολύ σοβαρή δουλειά στην άμυνα. Πιστεύω ότι και το δεύτερο παιχνίδι θα έχει παρόμοιο ύφος. Ο Πονσαρνάου και οι παίκτες του πρέπει να περιμένουν μια πραγματική «κόλαση» από 8.500 φιλάθλους, να δώσουν μεγάλη προσοχή στον ρυθμό του παιχνιδιού και να ρίξουν τις στροφές του ΠΑΟΚ. Το κλειδί θα είναι να μείνουν κοντά στο σκορ σε όλη τη διάρκεια του αγώνα».
Για το ότι μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη σε μία εποχή, που ο ΠΑΟΚ πρωταγωνιστούσε στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ και πόσο το «ζούσε»:
«Θα σου έλεγα ότι ήμουν φίλαθλος, από το πρώτο λεπτό της ζωής μου(γέλια). Σχεδόν όλη η οικογένειά μου είναι φανατικοί οπαδοί του ΠΑΟΚ. Νομίζω ότι η πρώτη φορά που με πήγαν στο γήπεδο ήμουν 8 ή 9 ετών, μετά ήρθε και το ποδόσφαιρο και έγινα ακόμα πιο φανατικός. Το 80% της Βόρειας Ελλάδας υποστηρίζει τον ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης, οπότε δεν μπορούσα να λείψω. Όλα τα παιδιά θέλαμε να παίξουμε στον ΠΑΟΚ, είτε στο ποδόσφαιρο είτε στο μπάσκετ, και το να έχεις αυτό το όνειρο και να καταλήγεις να παίζεις στην ομάδα της ζωής σου ήταν πολύ σημαντικό και με σημάδεψε ως παίκτη.
Για την αντιπαλότητα με τον Άρη:
«Ας μιλήσουμε για πιο σοβαρά πράγματα, όπως η αντιπαλότητα με τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό... Όχι, πλάκα κάνω, πλάκα κάνω. Τρέφω τεράστιο σεβασμό για τον Άρη, όπως και για όλες τις ομάδες, και ακόμα περισσότερο για την αντιπαλότητα που έπρεπε να ζήσω στα 16 μου. Είναι από τα πράγματα που σε κάνουν άντρα. Φαντάσου να πας να παίξεις σε ένα γήπεδο με 5.500 άτομα που σε βρίζουν δύο ώρες πριν ξεκινήσει το παιχνίδι. Η Θεσσαλονίκη είναι μικρή πόλη και η αντιπαλότητα είναι παντού. Εγώ μέσα στο γήπεδο είχα φίλους που ήταν με τον Άρη, εκεί ήμασταν αντίπαλοι. Όταν βγαίναμε έξω, όλα τελείωναν και συνεχίζαμε σαν φίλοι»
Για το ποιο ήταν το είδωλό του:
«Ο πρώην προπονητής μου, ο Μπάνε Πρέλεβιτς. Το νούμερο επτά του ΠΑΟΚ, που για μένα ήταν το νούμερο ένα. Και ο Πέτζα Στογιάκοβιτς. Ήταν πολύ νέος, δούλεψε πάρα πολύ και ήταν πολύ σημαντικός σε εκείνη την ομάδα που κέρδισε το Κύπελλο το 1995 και μετά πήγε στο NBA. Δύο παικταράδες».
Για την ηλικία που πήγε στην ακαδημία του ΠΑΟΚ:
«Στα 14. Και στα 16 προπονούμουν και έπαιζα με την πρώτη ομάδα. Ήταν το 2000, όταν ξεκίνησε η Ευρωλίγκα. Ο ΠΑΟΚ έπαιξε με εκείνη την Μπαρτσελόνα, όπου ήδη ξεχώριζαν ο Πάου Γκασόλ και ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο. Το πρώτο μου ταξίδι εκτός Ελλάδας ήταν για να παίξω στη Βαρκελώνη εναντίον τους».
Για το αν θυμάται το ντεμπούτο του:
«Ήταν απέναντι σε μια ομάδα της Αθήνας που λέγεται Nήαρ Ήστ, τώρα είναι στη Γ’ Εθνική. Τότε ο ΠΑΟΚ είχε πολλά οικονομικά προβλήματα και ταξιδέψαμε στην Αθήνα με οκτώ παίκτες: πέντε επαγγελματίες και τρεις από τις ακαδημίες, σχεδόν παιδιά. Ήμουν ένας από αυτούς. Ένας συμπαίκτης έκανε πέντε φάουλ και αναγκάστηκα να μπω στο τέλος. Αν δεν κάνω λάθος, έπαιξα τα τελευταία 45 δευτερόλεπτα. Μπαίνοντας, ήμασταν μπροστά με δύο-τρεις πόντους και έβαλα οκτώ πόντους.
Οι αντίπαλοι νόμιζαν πως δεν θα μου δώσουν την μπάλα και με άφηναν μόνο (γέλια). Αλλά εγώ ήδη προπονούμουν για μήνες με την πρώτη ομάδα, με ήξεραν και μου την έδωσαν. Στο τέλος νικήσαμε και για μένα ήταν τεράστιο, γιατί ο ΠΑΟΚ σπάνια ανέβαζε παίκτες από τις ακαδημίες στην πρώτη ομάδα. Από τότε και οι τρεις μας καθιερωθήκαμε στην πρώτη ομάδα».
Για το πως ήταν να κάνει ντεμπούτο στα 16 στην ομάδα της ζωής του, στην πόλη του, σε μια πόλη που ζει το μπάσκετ παθιασμένα:
«Ήταν η εκπλήρωση του ονείρου όλων των παιδιών. Κάποιοι συμπαίκτες το κατάφεραν επίσης, αλλά εγώ είχα την τύχη να γίνω και αρχηγός στα 18, να κερδίζουμε αγώνες απέναντι σε Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, Άρη…, απέναντι σε μορφές όπως ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο Βασίλης Σπανούλης… Κερδίσαμε πολλούς μεγάλους αγώνες, χάσαμε επίσης, και χτίσαμε μια μεγάλη ιστορία.
Είχα ένα μεγάλο όνειρο, το πραγματοποίησα και με βοήθησε πολύ στην υπόλοιπη καριέρα μου. Έχω ένα απωθημένο που δεν κατάφερα να κατακτήσω κάποιο τίτλο με τον ΠΑΟΚ, αλλά τώρα που πέρασα από παίκτης σε προπονητής, ας δούμε αν μπορέσω κάποτε να επιστρέψω και να εκπληρώσω ένα ακόμα όνειρο».
Για το τι ατμόσφαιρα θα συναντήσει η Μπιλμπάο στο Παλατάκι:
«Το έλεγα πριν λίγες μέρες με έναν φίλο. Στα γήπεδα του ισπανικού μπάσκετ όλα είναι πολύ καλά, υπάρχει μια οικογενειακή ατμόσφαιρα στις εξέδρες, αλλά στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετικά. Να το πω έτσι, ο κόσμος πηγαίνει στο γήπεδο για να "πατήσει" την αντίπαλη ομάδα. Είναι εκεί πολύ πριν ξεκινήσει το ματς, τραγουδούν, φωνάζουν, δεν σταματούν καθόλου. Εμένα, σαν φιλοξενούμενο, με παρακινούσε, μου έδινε ώθηση να τα δώσω όλα. Η αλήθεια είναι πως για την Μπιλμπάο η πίεση θα είναι τεράστια. Πρέπει να μείνουν ήρεμοι, να παίξουν στον ρυθμό τους, να ελέγξουν το χρόνο και τις κατοχές και έχουν και μαξιλάρι επτά πόντων, που είναι σημαντικό».
Για το ποια ομάδα υποστηρίζει στον τελικό:
«Μου είναι αδύνατο. Είναι δύο ομάδες πολύ σημαντικές στη ζωή μου και τις αγαπώ και τις δύο. Νομίζω ότι είμαι ο μόνος άνθρωπος που ό,τι και να γίνει θα κερδίσω αυτόν τον τελικό. Αν κερδίσει ο ΠΑΟΚ, κερδίζω· αν κερδίσει η Μπιλμπάο , πάλι κερδίζω (γέλια). Αλλά φυσικά, ό,τι και να γίνει, ένα κομμάτι μου θα χάσει».