Θεοδωράκης - Βάρναλης: Η «μπαλάντα του Αντρίκου» - Κι όμως ο Αντρίκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο
Το περίφημο ποίημα του Κώστα Βάρναλη, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοιδωράκης, αναφέρεται σε υπαρκτά πρόσωπα
Ο λυρισμός του Κώστα Βάρναλη ξεχειλίζει σε ένα από τα πιο διάσημα ποιήματά του που δημιοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωία» το 1941. Ο ποιητής είχε μια βιωματική σχέση με το νησί της Αίγινας από τη δεκαετία του '20. Από αυτή τη σχέση ανέσυρε τους πρωταγωνιστές της αφηγηματικής ποιητικής του με πρώτο και καλύτερο τον «καμπούρη Αντρέα», τον κατά κόσμο βαρκάρη Ανδρέα Γελαδάκη.
Το ποίημα ο Βάρναλης το έγραψε στην ταβέρνα του «Παναγάκη», εκεί όπου γράφτηκαν και οι «Μοιραίοι». Τα δύο αυτά ποιήματα μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη στην επέτειο των ογδόντα χρόνων από την γέννηση του Κώστα Βάρναλη. Ο Αντρέας ήταν υπαρκτό πρόσωπο καθώς και τα τέσσερα κορίτσια. Οι Αιγινήτες το ξέρουν και το έχουν καταγράψει, αλλά δεν είναι ευρύτερα γνωστό. Ο Αντρέας λεγόταν Γελαδάκης, γνωστός και με το παρατσούκλι «Τσουκλανίδας» ενώ η Ζωή ήταν η Ζωή Γιαννούλη. Η Κατερίνα και το Αντιγονάκι ήταν οι αδερφές Ζέρβα. Η αρχηγός των κοριτσιών ήταν η Ζηνοβία Μπήτρου, από μεγάλη οικογένεια του νησιού, κόρη ονομαστού ξυλέμπορα, που σπούδασε στο Παρίσι και έφερε έναν αέρα πρώιμου φεμινισμού, όπως το γεγονός ότι αγόρασε και οδήγησε το πρώτο αυτοκίνητο ως γυναίκα, ότι έπαιζε δημοσίως χαρτιά και ότι μετέτρεψε σε κινηματογράφο το μαγαζί του πατέρα της. Ήταν μάλιστα εκείνή που επέβαλε την ιδέα των μπαιν-μιξ κολυμπώντας ακόμα και μες στο λιμάνι, προτρέποντας άντρες και γυναίκες να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Το ποίημα του Βάρναλη αποτελείται από δέκα στροφές αλλά ο Θεοδωράκης κράτησε μόνο τις τρεις πρώτες και την έκτη στροφή, παραλείποντας όσες αναφέρονται στις ηδονοβλεπτικές τάσεις του καμπούρη Αντρέα αλλά και στον επικείμενο θάνατό του που προοικονομείται στους τελευταίους στίχους.
Ολυμπιακός: Αλλαγές ετοιμάζει ο Μεντιλίμπαρ με Παναθηναϊκό
Το ποίημα όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωία», μεσούσης της Κατοχής
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
..Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα κ’ η Ζωή
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία
(όνειρο να ’ταν η ζωή;
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)
Τα μεσημέρια τα ζεστά,
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
και βγαίναν έξω στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Άξαφνα πέφταν στο νερό
η καθεμιά γυμνή Γοργόνα
κι όλο γινόταν πιο μικρό
τ’ Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα…
Μα ’ρθε ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
και σένα βήχας μυστικός
σ’ έστρωσε χάμου, Μπάρμπ’ Αντρέα.
Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό
περνά μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παιζ’ η ρομβία).
–Πως τα περνάς, σ’ αναρωτά,
τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγα αυτά λεφτά
να γιάνεις και να ξαναζήσεις.
Κι η βάρκα, μάνα γελαστή,
σ’ αργοκουνάει μ’ αγάπη πάντα
και συ γερτός στην κουπαστή,
ησύχασες, Αντρέα, για πάντα.
Πόσο μεγάλος ο Θεός
Πατήρ και Πνεύμα και Υιός!
Η μελοποίηση του ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη ως «Μπαλάντα του Αντρίκου» ηχογραφήθηκε στις 5 Μαρτίου 1964 με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Αντώνη Κλειδωνιάρη, τη Μαρία Φαραντούρη (στην πρώτη της δισκογραφική εμφάνιση) και τα μπουζούκια του Κώστα Παπαδόπουλου και του Λάκη Καρνέζη. Κυκλοφόρησε σε δίσκο 45 στροφών His master’s voice (7PG-3369 στην Ελλάδα, 7PGO-3369 στην Αυστραλία και 7ΕG-8895 στη Μεγάλη Βρετανία).
(Στοιχεία αντλήθηκαν από το ogdoo.gr και από το eidisis.gr)