Λουμούμπα: O ήρωας της ανεξαρτησίας του Κονγκό που δολοφονήθηκε από τους Βέλγους και τη CIA
Ο Πατρίς Λουμούμπα, πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό εκτελέστηκε στην επαρχία Κατάνγκα.
Ο Πατρίς Λουμούμπα, πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, βασανίζεται και εκτελείται δια τουφεκισμού στην επαρχία Κατάνγκα, μαζί με δύο συντρόφους του. Ήταν μόνο 35 ετών και δεν βρισκόταν ούτε μισό χρόνο στην εξουσία.
Αυτουργοί ήταν αντίπαλες τοπικές φατρίες, οι οποίες συνεργάστηκαν με τη CIA και Βέλγους μισθοφόρους. Το 1999, ένα χρόνο πριν πεθάνει, ο Βέλγος χωροφύλακας, Gérard Soete ομολόγησε τον κτηνώδη τρόπο, με τον οποίο αυτός και ο αδερφός του εξαφάνισαν το πτώμα του Λουμούμπα.
Όπως είπε, πρώτα το διαμέλισαν με σιδεροπρίονο κι ύστερα διέλυσαν τα κομμάτια του σε οξύ. Μόνο δύο δόντια φέρεται να απέμειναν από τη σορό του Κονγκολέζου πρωθυπουργού και ένα από αυτά το πήρε ο Soete.
Ο Λουμούμπα διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα του αφρικανικού έθνους για να αποτινάξει τη φρίκη της βελγικής αποικιοκρατίας. Ήταν δυναμικός, χαρισματικός και ευφραδής και του αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός “ήρωας της ανεξαρτησίας”.
Οι προσπάθειες των πρωτεργατών της δολοφονίας να τον σβήσουν από τη συλλογική μνήμη δεν πέτυχαν. Η δολοφονία του προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή, καθιστώντας τον τόσο εθνικό ήρωα όσο και παναφρικανικό σύμβολο εναντίον του ιμπεριαλισμού.
Ανήμερα της συμπλήρωσης μισού αιώνα από το γεγονός, η βρετανική εφημερίδα Guardian δημοσίευσε άρθρο με τίτλο “η σημαντικότερη δολοφονία του 20ού αιώνα”. Παρ’ όλ’ αυτά, κανείς ηθικός ή φυσικός αυτουργός δεν έκατσε στο εδώλιο του κατηγορουμένου ούτε τιμωρήθηκε ποτέ.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Πατρίς Έμερι Λουμούμπα γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1925 στο χωριό Οναλούα της επαρχίας Κασάι του Βελγικού Κονγκό, όπως ονομαζόταν τότε το αποικιοκρατούμενο έθνος. Ως παιδί, μαθήτευσε σε ιεραποστολικά σχολεία προτεσταντών και καθολικών.
Εμπνεόταν από τα ιδανικά του Διαφωτισμού και διάβαζε τους Βολταίρο και Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Διάβαζε επίσης τον Μολιέρο, τον Βίκτωρα Ουγκώ, τον Καρλ Μαρξ και τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ κι έγραψε δοκίμια και ποιήματα για κονγκολέζικα περιοδικά. Τα γραπτά αυτά ήταν οι απαρχές της πολιτικοποίησης του Λουμούμπα, σύμφωνα με μελετητές.
Εργάστηκε ως περιπλανώμενος πωλητής μπύρας στο Λεοπολντβίλ, όπως ονομαζόταν τότε η πρωτεύουσα Κινσάσα για χάρη του αδίστακτου βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου, και ως ταχυδρομικός υπάλληλος στο Στάνλεϊβιλ, σήμερα γνωστό ως Κισαγκάνι. Επιπλέον, έγινε μέλος σε διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Η ανάμειξη στην πολιτική
Εκτός από το χώρο των γραμμάτων, ο Λουμούμπα έδειξε ενδιαφέρον και για το χώρο της πολιτικής. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, το εθνικιστικό κίνημα στην πάμφτωχη χώρα της Κεντρικής Αφρικής “φούντωνε”.
Ο Λουμούμπα δεν άργησε να γίνει ο κυριότερους εκπρόσωπός του, ο ηγέτης εκείνου του τμήματος του αντιαποικιακού κινήματος που οραματιζόταν ένα ελεύθερο Κονγκό με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση.
Όχι μόνο στη θεωρία, με την έκδοση του βιβλίου του “Κονγκό, η χώρα μου” το 1956, αλλά και στην πράξη, με την ίδρυση του κόμματος “Κονγκολέζικο Εθνικό Κίνημα” (MNC) το 1958.
Ένα χρόνο αργότερα, ξέσπασαν διαδηλώσεις ως ένδειξη διαμαρτυρίας για ένα σχέδιο των Βέλγων, βάσει του οποίου το Κονγκό θα αποκτούσε βαθμιαία την ανεξαρτησία του. Ο Λουμούμπα συνελήφθη και φυλακίστηκε, επειδή θεωρήθηκε υποκινητής των αναταραχών.
Μετά από πιέσεις, ο Λουμούμπα απελευθερώθηκε και, τον Μάιο του 1960, διεξήχθησαν εκλογές, στις οποίες το κόμμα του αναδείχθηκε νικητής με μεγάλη διαφορά. Στις 30 Ιουνίου 1960, μετά από 75 χρόνια βελγικού αποικισμού, το Κονγκό έγινε κι επίσημα ανεξάρτητο κράτος και ο Λουμούμπα πρώτος πρωθυπουργός στην ιστορία του.
“Η μοίρα μας ήταν χειρότερη από τον ίδιο τον θάνατο”
Την ίδια ημέρα, ο Λουμούμπα εκφώνησε το λόγο της ανεξαρτησίας του Κονγκό. Στην “πύρινη” ομιλία του, παρουσία τόσο του Βέλγου πρωθυπουργού, Γκαστόν Έυσκενς όσο και του βασιλιά Μποντουίν, δεν δίστασε να ασκήσει δριμεία κριτική στο Βέλγιο και να αναφερθεί στα δεινά που υπέστησαν οι συμπατριώτες του όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Μεταξύ άλλων ανέφερε: “Ζητώ από όλους εσάς, φίλοι μου, που παλέψατε ακούραστα στις τάξεις μας, να σημείωσετε αυτή την 30η Ιουνίου 1960, ως μια λαμπρή ημερομηνία που θα μείνει πάντα χαραγμένη στις καρδιές σας, μια ημερομηνία της οποίας το νόημα θα εξηγήσετε με περηφάνια στα παιδιά σας, ώστε με τη σειρά τους να αφηγηθούν στα εγγόνια και τα δισέγγονά τους την ένδοξη ιστορία του αγώνα μας για ελευθερία.
Αν και η ανεξαρτησία του Κονγκό διακηρύσσεται σήμερα κατόπιν συμφωνίας με το Βέλγιο, μια φιλική χώρα, με την οποία είμαστε επί ίσοις όροις, κανένας Κονγκολέζος δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι η ανεξαρτησία κατακτήθηκε με αγώνα, έναν επίμονο και εμπνευσμένο αγώνα που διεξάγεται καθημερινά, ένας αγώνας, στον οποίο ήμασταν απτόητοι από τη στέρηση ή τα βάσανα […] Έχουμε βιώσει καταναγκαστική εργασία με αντάλλαγμα μια αμοιβή που δεν μας επέτρεπε να χορτάσουμε την πείνα μας, να ντυθούμε, να έχουμε αξιοπρεπή καταλύματα ή να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας ως αγαπημένα πρόσωπα. Δεν έχουμε ξεχάσει ότι ο νόμος δεν ήταν ποτέ ο ίδιος για τους λευκούς και τους μαύρους, ότι ήταν επιεικής με τους πρώτους και σκληρός και απάνθρωπος για τους δεύτερους. Γίναμε μάρτυρες φρικτών βασανιστηρίων, διωχθήκαμε για πολιτικές πεποιθήσεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις και εξοριστήκαμε από την πατρίδα μας: η μοίρα μας ήταν χειρότερη από τον ίδιο τον θάνατο“.
Στις “συμπληγάδες” των αντικρουόμενων συμφερόντων και των συγκρούσεων
Οι πρώτοι μήνες της διακυβέρνησης του Πατρίς Λουμούμπα κάθε άλλο παρά εύκολοι και ήρεμοι ήταν. Η επιρροή του Βέλγων στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα συνέχισε να υφίσταται. Παράλληλα, η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της και επηρέαζε καθοριστικά τις εξελίξεις στην αφρικανική ήπειρο.
Στην προεδρία του Κονγκό βρισκόταν ο Ιωσήφ Καζαβούμπου, αρχηγός κόμματος που το πρόγραμμά του ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με εκείνο του Λουμούμπα. Ο Μωυσής Τσομπέ, ηγέτης της πλούσιας σε ορυκτά επαρχίας της Κατάνγκα και υποστηρικτής της ομοσπονδιοποίησης της χώρας, ζήτησε την παρέμβαση των Βέλγων με σκοπό την ανεξαρτητοποίηση της περιοχής.
Ο Λουμούμπα δεν υποστήριζε τις αποσχιστικές δυνάμεις. Είχε αγωνιστεί για ένα ενωμένο Κονγκό. Όμως, η δημοκρατία ήταν ακόμη στα σπάργανα και αδύναμη και τα αντικρουόμενα συμφέροντα πολλά. Οι εξεγέρσεις του στρατού εντάθηκαν και η χώρα περιέπεσε σε κατάσταση χάους.
Ο Λουμούμπα έκανε έκκληση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για αποστολή ειρηνευτικής δύναμης. Το Βέλγιο έστειλε στρατεύματα, φαινομενικά για να προστατεύσει τους Βέλγους υπηκόους του Κονγκό, στην πραγματικότητα, όμως, για να στηρίξει το καθεστώς της Κατάνγκα και να εξασφαλίσει πρόσβαση στους ορυκτούς της πόρους.
Τότε ο Λουμούμπα απευθύνθηκε για βοήθεια στη Σοβιετική Ενωση. Αν και δεν ασπαζόταν τον κομμουνισμό, ο Λουμούμπα ουσιαστικά προδιέγραψε τη μοίρα του με αυτή την κίνηση.
Η Δύση, που ούτως ή άλλως δεν έβλεπε με καλό μάτι τους πατριωτικούς αγώνες του Κονγκολέζου πολιτικού, ανησυχούσε ότι θα προσδενόταν στο σοβιετικό άρμα, επιτρέποντας έτσι στη Μόσχα να έχει πρόσβαση σε ουράνιο και άλλες πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας.
“Ενόσω οι ΗΠΑ και το Βέλγιο σχεδίαζαν τη δολοφονία, οι υπόλοιπες Δυτικές δυνάμεις ήταν εξίσου πεπεισμένες ότι ο Λουμούμπα αντιπροσώπευε ένα μεγάλο κίνδυνο για τη νεοαποικιακή επιχείρησή τους στην Αφρική“, αναφέρει ο ο Βέλγος συγγραφέας Ludo De Witte στο βιβλίο του “Η δολοφονία του Λουμούμπα“.
Η σύλληψη, η εκτέλεση και η καταστροφή του πτώματος του Λουμούμπα
Ο Λουμούμπα είχε πλέον απομονωθεί από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1960, ο πρόεδρος Καζαβούμπου τον απέπεμψε από τον πρωθυπουργικό θώκο. Με τη σειρά του, ο Λουμούμπα κήρυξε έκπτωτο τον Καζαβούμπου και ο στρατός τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Ο Λουμούμπα κατάφερε να δραπετεύσει, αλλά, την 1η Δεκεμβρίου 1960, άνδρες του συνταγματάρχη και μετέπειτα δικτάτορα, Μομπούτου Σέσε Σέκο συνέλαβαν τον καθαιρεμένο Κονγκολέζο πρωθυπουργό και τον οδήγησαν σε στρατόπεδο της πόλης Thysville.
Εκεί ο Λουμούμπα υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από διάφορες πλευρές για την απελευθέρωσή του, μεταφέρθηκε με αεροπλάνο στην Κατάνγκα και, στις 17 Ιανουαρίου 1961, θανατώθηκε μαζί με δύο συντρόφους του: τον Μορίς Μπολό και τον Ιωσήφ Οκίτο.
Στο βιβλίο του, ο De Witte αναφέρει πως πήρε συνέντευξη από τον χωροφύλακα Gérard Soete και εκείνος υποστήριξε ότι δεν είχε καθόλου τύψεις για όλα όσα έκανε στο πτώμα του Λουμούμπα.
Για σχεδόν ένα μήνα, καμία επίσημη αναφορά δεν εκδόθηκε για το συμβάν. Όταν η κυβέρνηση της Κατάνγκα ανακοίνωσε, στις 13 Φεβρουαρίου 1961, το θάνατο του Λουμούμπα, τον απέδωσε σε δολοφονία από εξαγριωμένους χωρικούς.
Κανείς, ωστόσο, δεν πίστεψε τη συγκεκριμένη εκδοχή. Μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Λουμούμπα, οργανώθηκαν διαδηλώσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Στις 30 Ιουνίου 1966, ο δικτάτορας Μομπούτου, εκ των εμπλεκομένων στο σχέδιο δολοφονίας του Λουμούμπα, τον ανακήρυξε “εθνικό ήρωα”.
“Εξόντωση” ή “παραγκωνισμός”; Η ενοχή των Βέλγων και των Αμερικανών
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκε ο Λουμούμπα παρέμεναν άγνωστες για αρκετά χρόνια. “Φωτίστηκαν” τόσο από το βιβλίο του De Witte όσο και από έρευνα της βελγικής κυβέρνησης που αποκάλυπτε ένα σχέδιο δηλητηρίασής του από τη CIA.
“Οι Βέλγοι και οι Κονγκολέζοι δολοφόνησαν τον Λουμούμπα, αλλά, χωρίς τις κινήσεις της Ουάσινγκτον και των Ηνωμένων Εθνών κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, η δολοφονία δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί“, γράφει ο De Witte.
Τον Φεβρουάριο του 2002, η βελγική κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι “φέρει αναμφισβήτητα μέρος της ευθύνης για τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατο του Λουμούμπα”.
Την ίδια χρονιά, η αμερικανική κυβέρνηση δημοσιοποίησε αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία η CIA χρηματοδότησε τους πολιτικούς αντιπάλους του Λουμούμπα.
Παρ’ όλ’ αυτά, κανένας από τους ηθικούς ή φυσικούς αυτουργούς δεν οδηγήθηκε ποτέ στη Δικαιοσύνη. Ένας από τους ανθρώπους, που φέρεται να εμπλεκόταν άμεσα στην υπόθεση, ήταν ο Ετιέν Νταβινιόν, Βέλγος επιχειρηματίας και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1981 μέχρι το 1985.
Το 1960, υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο βελγικό Υπουργείο Εξωτερικών. Τρεις μήνες πριν τη δολοφονία του Λουμούμπα, έστειλε ένα τέλεξ, στο οποίο έγραφε ότι το Βέλγιο ζητά την “οριστική εξόντωση” (“élimination définitive”) του πρωθυπουργού του Κονγκό. Πολλές δεκαετίες αργότερα, ο Νταβινιόν ισχυριζόταν ότι είχε χρησιμοποιήσει λανθασμένη λέξη και αντί για “εξόντωση” εννοούσε “παραγκωνισμό”.
Η επιστροφή του δοντιού του Λουμούμπα 61 χρόνια μετά
Στις 20 Ιουνίου 2022, το Βέλγιο παρέδωσε στην οικογένεια του Πατρίς Λουμούμπα ένα χρυσό δόντι, το οποίο θεωρείται ως το μοναδικό γνωστό λείψανο του “ήρωα της ανεξαρτησίας” του Κονγκό. Είχε κατασχεθεί από τη βελγική δικαιοσύνη το 2016, από το σπίτι της κόρης του Soete.
Η τελετή παράδοσης πραγματοποιήθηκε στο Egmont Palace των Βρυξελλών. Ο Βέλγος πρωθυπουργός, Αλεξάντερ Ντε Κρο ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους της κυβέρνησης για τον ρόλο της χώρας στη δολοφονία του Λουμούμπα.
Για τους περισσότερους αναλυτές και ιστορικούς, η κίνηση του Βελγίου αποτέλεσε μια όψιμη προσπάθεια να εξιλεωθεί και να αποκηρύξει ένα από τα χειρότερα κεφάλαια του αποικιοκρατικού του παρελθόντος.
«Δεν μπορώ να πω πως νιώθω χαρά, όμως είναι θετικό για εμάς πως μπορούμε να θάψουμε τον αγαπημένο μας. Η ψυχή του θα μπορέσει να αναπαυθεί εν ειρήνη. Είναι σημαντικό για εμάς. Θα σταματήσουμε επιτέλους να τον πενθούμε“, ανέφερε ο γιος του Πατρίς Λουμούμπα, Ρολάν μετά την επιστροφή του δοντιού.
Ο Πατρίς Λουμούμπα έμεινε στην ιστορία ως ένας πολλά υποσχόμενος πολιτικός που δεν πρόλαβε να δώσει σάρκα και οστά στις ελπίδες και στο όραμά του για ένα χειραφετημένο Κονγκό.
Πολλοί έμειναν για πάντα με την απορία τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε δολοφονηθεί, πόσο διαφορετική θα ήταν η πορεία της χώρας που, από το 1965 μέχρι το 1997, κυβερνήθηκε από τον απηνή δικτάτορα Μομπούτου και βυθίστηκε στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Πηγή: mixanitouxronou.gr