Όταν ο Ναπολέων Γ΄ έδινε αλουμινένια μαχαιροπίρουνα και όχι χρυσά στους επίτιμους καλεσμένους!
Ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ΄ έδινε αλουμινένια μαχαιροπίρουνα στους πιο διακεκριμένους καλεσμένους του και χρυσά σε παρακατιανούς. Όταν το αλουμίνιο ήταν πιο ακριβό από τον χρυσό.
Oι χημικοί ανακάλυψαν το αλουμίνιο μόλις τη δεκαετία του 1820, αλλά ο διαχωρισμός του από το υπόλοιπο μετάλλευμα ήταν αρκετά δύσκολος και δαπανηρός. Για ολόκληρες δεκαετίες το αλουμίνιο ήταν πιο ακριβό από τον χρυσό.
Την δεκαετία του 1860, ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ΄της Γαλλίας, είχε παραγγείλει αλουμινένια μαχαιροπήρουνα, τα οποία προοριζόταν για τους πιο διακεκριμένους καλεσμένους του. Οι λιγότερο σημαντικοί καλεσμένοι του έπρεπε να βολευτούν με τα χρυσά.
Ολυμπιακός: Αυτό που λείπει από τον Ελ Κααμπί
Στα τέλη του 19ου αιώνα όμως οι χημικοί ανακάλυψαν έναν τρόπο να εξάγουν τεράστιες ποσότητες φτηνού αλουμινίου και η σημερινή παγκόσμια παραγωγή φτάνει τους 30 εκατομμύρια τόνους τον χρόνο.
Ο Ναπολεών Γ΄θα έμενε άναυδος αν μάθαινε ότι οι απόγονοι των υπηκόων του χρησιμοποιούν φτηνό αλουμινόχαρτο μιας χρήσης για να τυλίγουν σάντουιτς, να μαζεύουν τα αποφάγια τους και να ταΐζουν τις γάτες.
Ο Ναπολέων Γ', αυτοκράτορας της Γαλλίας, ήταν ανιψιός και κληρονόμος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και διετέλεσε πρόεδρος της Γαλλίας από το 1848 ως το 1852 και αυτοκράτορας από το 1852 ως το 1870. Το 1870 αιχμαλωτίστηκε κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου και εξορίστηκε στην Αγγλία, όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, τρία χρόνια αργότερα.
Η δυνατότητα να δαμάζουμε και να μετατρέπουμε την ενέργεια αποτελεσματικά έλυσε το πρόβλημα που επιβράδυνε την οικονομική ανάπτυξη, τη στενότητα των πρώτων υλών. Ο άνθρωπος μπόρεσε να δαμάζει μεγάλες ποσότητες φτηνής ενέργειας, να εκμεταλλεύεται κοιτάσματα πρώτων υλών, που μέχρι τότε δεν ήταν προσβάσιμα, όπως η εξόρυξη σιδήρου από τις ερημιές της Σιβηρίας. Παράλληλα επιστημονικές ανακαλύψεις επέτρεψαν στην ανθρωπότητα να εφεύρει άγνωστες ως τότε πρώτες ύλες, όπως το αλουμίνιο και η σιλικόνη.
Με πληροφορίες από το "Sapiens" του Γιούβαλ Χαράρι