Επτά  ελληνικές ταινίες που ξεκίνησαν από το θέατρο

Μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες που αποτέλεσαν αρχικά μεγάλες θεατρικές επτιτυχίες

   Επτά  ελληνικές ταινίες που ξεκίνησαν από το θέατρο

Φαίνεται παράξενο αλλά οι μεγαλύτερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου ξεκίνησαν αποδεδειγμένα από το θέατρο. Κωμωδίες αλλά και δράματα δοκιμάστηκαν αρχικά στο θεατρικό σανίδι, κι αφού έκαναν πάταγο, πέρασαν ύστερα στο πανί, συχνά με τους ίδιους ηθοποιούς, μολονότι κάποιοι από αυτούς «κόπηκαν» στην κινηματογραφική μεταφορά. Το ΦΩΣ θυμάται σήμερα δέκα από τις κορυφαίες ταινίες που «γεννήθηκαν» στο θέατρο.

  1. Ο ζηλιαρόγατος

Ο ζηλιαρόγατος είναι μια από τις εμβληματικές κωμωδίες του ’50 με την κυριαρχική ερμηνεία του Βασίλη Λογοθετίδη. Αποτελεί παραγωγή του 1956, σε σκηνοθεσία και σενάριο Γιώργου Τζαβέλλα. Το σενάριο βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου "Ο εραστής έρχεται". Πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλια Λιβυκού, Σμάρω Στεφανίδου, Βαγγέλης Πρωτοπαππάς, Λάμπρος Κωνσταντάρας και Καίτη Λαμπροπούλου. Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις και η παραγωγή έγινε από την Ανζερβός. Η ταινία αυτή, όπως και η «Σάντα Τσικίτα» και η «Δεσποινίς ετών 39» με παραγωγό εταιρία τη Μήλας Φιλμ, γυρίστηκε στο Κάιρο, στα στούντιο Ναχάς. Στις ταινίες του Λογοθετίδη συνήθως συμπρωταγωνιστούσε ολόκληρος ο θίασος. Πράγματι οι περισσότεροι από τους συνεργάτες του εμφανίζονται σε όλες αυτές τις εμβληματικές κωμωδίες που συνέθεσαν τον άφθαρτο μύθο του σπουδαίου ηθοποιού.

  1. Ο Ηλίας του 16ου

Ταινία ορόσημο για τον ελληνικό κινηματογράφο, «Ο Ηλίας του 16ου», προβλήθηκε το 1959 στις κινηματογραφικές αίθουσες σηματοδοτώντας μια εποχή κυριαρχίας για τις κωμωδίες τόσο εισπρακτικά όσο και καλλιτεχνικά. Θεατρική επιτυχία των Αλέκου Σακελλάριου και Δημήτρη Γιαννακόπουλου είχε ως πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη και όλοι περίμεναν να τον καμαρώσουν «αστυφύλακα» και στη μεγάλη οθόνη. Δεν είδαμε ωστόσο ποτέ τον μεγάλο ηθοποιό με τη στολή του στο πανί. Στα τέλη της δεκαετίας του '50, ο Λογοθετίδης είχε μεγαλώσει αρκετά και όλοι υπέθεσν ότι δεν επιθυμούσε να δοκιμαστεί μπροστά στον κινηματογραφικό φακό σ' ένα τόσο απαιτητικό ρόλο. Θα περίμενε κανείς ότι ο Φίνος ως ανάδοχος του έργου στον κινηματογράφο θα στρεφόταν αρχικά στον «αυθεντικό» Ηλία ζητώντας να επαναλάβει στη μεγάλη οθόνη αυτό που με τόση χάρη πέτυχε στη θεατρική σκηνή.

Ίσως αυτό περίμενε και ο Αλέκος Σακελλάριος όταν πρότεινε τον Λογοθετίδη για τον ρόλο του Ηλία, ωστόσο η πρόταση προσέκρουσε στην αναπάντεχη άρνηση του Φιλοποίμενα Φίνου:

«Ε, όχι, Αλέκο μου τον Λογοθετίδη»

«Και γιατί όχι; Είναι ή δεν είναι ο μεγαλύτερος κωμικός μας σήμερα;»

«Μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος κωμικός, δεν αντιλέγω, αλλά είναι κι ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Μην κοιτάς στο θέατρο. Εδώ θα χρειαστούμε ένα νέο άνθρωπο, να μπορεί να τρέξει, να σκαρφαλώσει μάντρες, να είναι σπίρτο, να μην κάθεται λεπτό. Φαντάζεσαι τον Λογοθετίδη να τα κάνει όλα αυτά; Είναι μεγάλος άνθρωπος πια. Όχι, όχι, τον Λογοθετίδη...» επέμεινε ο Φίνος.

Ο Σακελλάριος έσπευσε να μεταφέρει την άρνηση του κινηματογραφικού παραγωγού στον εμβρόντητο Λογοθετίδη που ονειρευόταν ένα μεγάλο κινηματογραφικό σουξέ. Και τότε ο σπουδαίος αυτός κωμικός φέρεται να αναφώνησε: «Μα να μου το κάνει αυτό εμένα ο Φιλοποίμην;» Στενοχωρήθηκε πολύ και για καιρό επαναλάμβανε τα ίδια λόγια σε φίλους και συναδέλφους. Ένας νέος κωμικός ερχόταν να πάρει τη θέση του Λογοθετίδη κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Κώστα Χατζηχρήστο.

  1. Στέλλα

Δραματική ταινία του 1955, τελευταία παραγωγή της εταιρίας Μήλλας Φιλμ, σήμανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Μελίνας Μερκούρη. Η σκηνοθεσία ανήκει στον Μιχάλη Κακογιάννη όμως η ταινία βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που με τη σειρά του άντλησε έμπνευση από την «Κάρμεν» του Πρόσπερ Μεριμέ. Στην ταινία αυτή πρωταγωνιστούν εκτός των άλλων ο Γιώργος Φούντας και ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Τον τελευταίο μάλιστα πολιόρκησε στενά η ίδια η Μερκούρη, προκειμένου να τον πείσει να συμμετάσχει στα γυρίσματα. Η Στέλλα είναι μια νεαρή κοπέλα που εργάζεται ως τραγουδίστρια στην ταβέρνα Παράδεισος και για τις σχετικές σκηνές χρησιμοποιήθηκε η ταβέρνα του Κουλού, στην οδό Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια. Η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη γνώρισε διακρίσεις και διεθνή αναγνώριση, παραμένοντας έκτοτε μια διαχρονική καταγγελία της πατριαρχικής κοινωνίας.

  1. Τα κόκκινα φανάρια

Μια άλλη ελληνική ταινία της οποίας οι συντελεστές της μπορούν να υπερηφανεύονται για διεθνείς διακρίσεις είναι τα «Κόκκινα φανάρια», παραγωγής του 1963, σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Αλέκου Γαλανού, βασισμένο στο θεατρικό έργο του τελευταίου «Το σπίτι με τα κόκκινα φανάρια». Στην κινηματογραφική μεταφορά πρωταγωνιστούν οι Τζένη Καρέζη, Γιώργος Φούντας, Μαίρη Χρονοπούλου, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μάνος Κατράκης και Φαίδων Γεωργίτσης. Οι μουσικοί αστέρες της ταινίας ήταν ο Γιώργος Ζαμπέτας και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Πόλυ Πάνου ενώ την μουσική υπέγραψε ο νεαρός τότε Σταύρος Ξαρχάκος. Οι παραγωγοί της ταινίας είχαν απευθυνθεί αρχικά στον Μίκη Θεοδωράκη για την μουσική επένδυση αλλά ο ανερχόμενος συνθέτης της εποχής εκείνης πρόβαλε υπέρογκες οικονομικές αξιώσεις. Τα «Κόκκινα φανάρια» διέγραψαν μια αξιοζήλευτη πορεία στο εξωτερικό καθώς ήταν υποψήφια για βραβείο Όσκαρ, στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας χάνοντας το επίζηλο τρόπαιο από την ταινία του Φελίνι 8½. Επίσης η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη προτάθηκε να διαγωνιστεί για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών, [ όπου απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.

  1. Ο φίλος μου ο Λευτεράκης

Τη μεγάλη θεατρική επιτυχία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» αποφάσισε η Φίνος Φιλμ να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το 1963, Στο θέατρο τον πρωταγωνιστή Ντίνο Ηλιόπουλο συνέδραμε ο Μίμης Φωτόπουλος, αλλά στην ταινία ο τελευταίος έχει αντικατασταθεί. Η επινόηση ενός φανταστικού φίλου από την Πάτρα, που θα μπορούσε να καλύπτει τα εξωσυζυγικά παραστρατήματα ενός ζωηρού και δυναμικού νέου άντρα, αποδεικνύεται ατυχής επιλογή που φέρνει μπελάδες στον ατίθασο πρωταγωνιστή καθώς το φάντασμα του Λευτεράκη έρχεται να εγκατασταθεί στο σπίτι του και να διαταράξει τη συζυγική γαλήνη.

  1. Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες

Με βάση την παγιωμένη λογική της μεταφοράς ενός θεατρικού έργου στο σινεμά, γυρίστηκε μια ακόμα αξέχαστη κωμωδία από τη Φίνος Φιλμ λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1960. Η ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» είναι μια έξοχη κινηματογραφική τοιχογραφία μιας Αθήνας που μπαίνει στη δεκαετία των θαυμάτων. Είναι όμως και μια κωμωδία ηθών της ελληνικής επικράτειας εν γένει, που στο κέντρο της ιριδίζει η βεντέτα των αμετανόητων και η ιδέα της αυτοδικίας. Οι σκηνές από την Αθήνα του τότε είναι κάτι περισσότερο από νοσταλγικές και οι ερμηνείες του Χατζηχρήστου και του Ηλιόπουλου ανεπανάληπτες. Οι δημοφιλείς ηθοποιοί υποχρεώθηκαν να πηδήξουν από τον τρίτο όροφο πολυκατοικίας στα Εξάρχεια για τις ανάγκες της ταινίας και προσγειώθηκαν στο δίχτυ της πυροσβεστικής. Στο θέατρο τους αντίστοιχους ρόλους ενσάρκωσαν ο Ηλιόπουλος και ο Απόστολος Αβδής. Στην ταινία διασώθηκε μόνο ο πρώτος μολονότι αρχικά ο ρόλος του Στέλιου Κοντογιώργη προτάθηκε στον Δημήτρη Χορν άλλο που αυτός αρνήθηκε.

  1. Υπάρχει και φιλότιμο

Μια από τις καλύτερες κωμωδίες του ’60 με πρωταγωνιστή τον αξεπέραστο Μαυρογιαλούρο οφείλει την ύπαρξή της σε ένα θεατρικό έργο και μάλιστα σ’ ένα δραματικό θεατρικό έργο.

Η κωμωδία αυτή του Αλέκου Σακελλάριου, παραγωγής Φίνος Φιλμ ανέδειξε εκτός των άλλων το μυθικό κωμικό ταλέντο του Λάμπρου Κωνσταντάρα, ταλέντο που κι ο ίδιος ο ηθοποιός αγνοούσε.

Η ιστορία του Μαυρογιαλούρου έχει ως εξής: Στα μέσα του ΄60 με οξυμμένα τα πνεύματα στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο Κωνσταντάρας είχε τη φαεινή ιδέα να ζητήσει από τον παλιό του συμμαθητή, τον Αλέκο Σακελλάριο, να του γράψει ένα σύγχρονο θεατρικό έργο.

«Να σχολιάσουμε τα τεκταινόμενα βρε αδερφέ», ανέφερε στον Σακελλάριο, όταν συναντήθηκαν στο καφέ Brazilian.

Ο Σακελλάριος τον κοίταξε επίμονα και του είπε: «Είσαι μέσα στο μυαλό μου. Ερχόμενος σκεφτόμουν την "Ανώμαλη προσγείωση» που είχε ανεβάσει ο Κουν στο θέατρό του».

«Ποιο εκείνο το έργο που πήγε άπατο; Α, όχι»

«Πήγε άπατο, γιατί δεν ήταν κωμωδία, ήταν δράμα. Κάτσε να σου το κάνω κωμωδία και θα δεις τι θα γίνει».

«Και πες ότι το έκανες κωμωδία... ποιος θα παίξει;»

«Εσύ!»

«Εγώ! Μα δεν είμαι κωμικός ηθοποιός! Κωμικός ήταν ο συχωρεμένος ο Λογοθετίδης».

«Είσαι και δεν το ξέρεις, Λάμπρο μου. Τόσα χρόνια παίζεις σε κωμωδίες, τον μπαμπά της μιας, τον θείο της άλλης. Καιρός να πρωταγωνιστήσεις κι εσύ».

Κι άρχισε ο Σακελλάριος το ψηστήρι που οδήγησε στον Μαυρογιαλούρο.

Έτσι η αποτυχημένη «Ανώμαλη προσγείωση» έφτασε να γίνει η κλασική επιτυχία: «Υπάρχει και φιλότιμο». Χρειάστηκε όμως να γυρίσει ο διακόπτης από το δράμα στην κωμωδία και έτσι αποδείχηκε πως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες κωμικούς της εποχής του.