Η μπαλάντα των… ψευδαισθήσεων
Με τον Σωτήρη Αντωνίου έγιναν αισίως επτά οι προπονητές που κάθισαν στον πάγκο της ΑΕΛ τους τελευταίους 32 μήνες, δυο εξ αυτών μάλιστα το έκαναν δύο φορές.
Καθένας τους ήρθε μετά πολλών επαίνων. Όλοι, όμως, ανεξαιρέτως έφυγαν «χρεωμένοι» και μάλιστα κάποιοι με σοβαρές εξωαγωνιστικές μομφές, όπως πρόσφατα ο Φυντάνης. Ο Τσιώλης ήταν ο «στρατάρχης» που θα έπαιρνε τα κλειδιά της ομάδας, ο Αναστασιάδης ο κορυφαίος Έλληνας, ο άλλος ήταν κανονικός προπονητής και ο τέταρτος θα έγραφε ιστορία…
Αν, ως υπόθεση εργασίας, θεωρήσουμε δεδομένο ότι όλοι αποδείχθηκαν «σκάρτοι» ή στην καλύτερη περίπτωση ακατάλληλοι για την ΑΕΛ, τότε το πρόβλημα δεν είναι οι προπονητές, αλλά ο άνθρωπος που τους επέλεξε. Μέσα σε σχεδόν τρία χρόνια να μην μπορέσει να κάνει έστω μία «σωστή» επιλογή; Πως μπορείς να πείσεις συνεργάτες, ποδοσφαιριστές και κόσμο ότι γνωρίζεις – όπως διατείνεσαι – ποδόσφαιρο, ότι ξέρεις να λειτουργήσεις μια ομάδα Super League, ότι μπορείς να βάλεις την ΑΕΛ στον δρόμο της δημιουργίας όταν, εκ των γεγονότων, παραδέχεσαι ότι έχεις κάνει τόσα λάθη;
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Προφανώς, το ζήτημα δεν έγκειται μόνο στο ότι δεν γνωρίζει όσα νομίζει, αλλά και στο ότι δεν τον ενδιαφέρει να λειτουργήσει με σύγχρονα ποδοσφαιρικά πρότυπα και με μακροπρόθεσμη λογική. Δεν πιστεύει σ’ αυτό ή θεωρεί ότι επιχειρηματικά δεν τον συμφέρει, από τη στιγμή που με μικρότερο κόστος μπορεί να βγάλει αγωνιστικά ανώδυνα τη χρονιά και με τεχνάσματα να την βαφτίσει επιτυχημένη.
Από την επανεκκίνησή της το 2013 στη Γ’ Εθνική, η ΑΕΛ έχει αποτύχει να χτίσει κάτι της προκοπής. Καμία ομάδα στον κόσμο δεν μπορεί να πετύχει όταν αλλάζει προπονητές σαν τα πουκάμισα κι όταν δεν υπάρχει δομή και συγκεκριμένο πλάνο. Αυτή την απουσία συγκεκριμένης φιλοσοφίας την επιβεβαιώνουν απόλυτα οι επιλογές προπονητών με ετερόκλιτα στοιχεία και εντελώς διαφορετικά “background”. Η απόσταση – όχι σε όρους προπονητικής αξίας, αλλά προπονητικής κουλτούρας - από τον Αναστασιάδη στον Φυντάνη κι από τον Ντόστανιτς στον Σωτηρίου είναι χαώδης. Με αυτή τη λογική, μόνο συγκυριακά αποτελέσματα μπορούν να έρθουν, όπως η φετινή πρόκριση στους «4» του Κυπέλλου, την οποία η διοίκηση χρησιμοποιεί για να στρουθοκαμηλίσει πετώντας τη μπάλα στην κερκίδα.
Η επιλογή Αντωνίου ή «τύπου Αντωνίου» ήταν ουσιαστικά μονόδρομος. Μόνο ένας προπονητής που έρχεται από μικρότερη κατηγορία και του δίνεται η ευκαιρία να γράψει στο βιογραφικό του τις λέξεις «ΑΕΛ» και «Super League» έστω για έναν αγώνα, θα επέλεγε να μπλέξει. Άλλο κέρδος από αυτό δεν μπορεί να έχει, βλέποντας ότι σε κανέναν από τους προκατόχους του δεν δόθηκε η ευκαιρία –όχι μόνο χρονικά, αλλά και από πλευράς συνθηκών – να δουλέψει με προοπτική και να επιδείξει έργο.
Τα τρικ τελειώνουν, οι πραγματικές επιλογές σε ποδοσφαιριστές, προπονητές, στελέχη και συνεργάτες λιγοστεύουν επικίνδυνα και όλοι όσοι βαφτίστηκαν εχθροί για να δικαιολογηθούν αστοχίες και ανεπάρκειες, σφίγγουν ολοένα και περισσότερο τον κλοιό. Ο κόσμος παρακολουθεί μουδιασμένος και εν πολλοίς παραιτημένος από διάθεση για αντίδραση. Τίποτα δεν προκαλεί έκπληξη, πλέον. Και δεν είναι η μειοψηφία όπως ο ίδιος διατείνεται, αρνούμενος - ακόμη και μετά από όλα αυτά - να δει κατάματα την πραγματικότητα. Την ίδια ώρα, η ΑΕΛ οδηγείται σε ένα εξαιρετικά δύσκολο και οριακό, για λόγους που έχουν ήδη αρχίσει να αποκαλύπτονται, καλοκαίρι.
Ένας φίλος μου θύμισε τις προάλλες την κουβέντα του σπουδαίου Στίβεν Χόκινγκ, ο οποίος έγινε ξανά επίκαιρος αποφασίζοντας να ενωθεί με το αγαπημένο του σύμπαν: «Ο μεγαλύτερος εχθρός της γνώσης δεν είναι η άγνοια, αλλά η ψευδαίσθηση της γνώσης».
ΥΓ: Τριάντα χρόνια συμπληρώθηκαν χθες Παρασκευή 16 Μαρτίου από το ποδοσφαιρικό Κιλελέρ που έκοψε την Ελλάδα στα δύο. Η απόσταση, όμως, από το σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερη. Το πλέον λυπηρό, ωστόσο, είναι ότι η σημερινή ΑΕΛ – όχι η ΑΕΛ ως ιδέα γενικώς – έπαψε να είναι υπόθεση όλων των Λαρισαίων…