ΑΕΛ: Ο σπόρος της αλήθειας
Στον κάμπο της Λάρισας δεν γελάμε πια. Γράφει ο Χάρης Γεωργούλας.
Σε πολύ κόσμο – ειδικά απ’ έξω – όλα αυτά που διαδραματίζονται εσχάτως στη Λάρισα και το περιβάλλον της ΑΕΛ, μοιάζουν κάπως γραφικά. Να μας συμπαθάτε, αλλά εμείς εδώ στον κάμπο έχουμε πάψει προ πολλού να γελάμε με αυτό το κακόγουστο αστείο. Γιατί δεν είναι μόνο πρόβλημα συντεχνιακού, ποδοσφαιρικού και τοπικού χαρακτήρα. Δεν έχει να κάνει μόνο με την ΑΕΛ και τη δημοσιογραφία. Είναι κάτι βαθύτερο και πολύ σοβαρότερο για να το προσπερνάμε, χρεώνοντας απλώς το ακαταλόγιστο.
Για τον τρόπο που πορεύεται η ΑΕΛ έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά όλο αυτό τον καιρό. Τίποτα δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Κάθε σεζόν επιβεβαιώνει πανηγυρικά τα πρώτα αποκαρδιωτικά συμπεράσματα. Ξανά διψήφια σε αριθμό πήγαινε-έλα κόντρα στις εξαγγελίες των τελευταίων χρόνων για σταθερό κορμό και λοιπές μεγαλοστομίες, παίκτες που δεν προλαβαίνουν να κλείσουν μήνα και αποδεσμεύονται κακήν κακώς, άλλοι που είναι ξεγραμμένοι αλλά μένουν για λόγους οικονομικούς και κάποιοι νεαροί, ταλαντούχοι κι ανερχόμενοι που δεν καταδέχονται να κάνουν την ΑΕΛ το επόμενο βήμα στην καριέρα τους. Δυο-τρεις μεταγραφές που, στατιστικά, θα βγουν κι άλλα δυο-τρία αποτελέσματα που θα έρθουν δεν δικαιώνουν τον τρόπο λειτουργίας. Δικαιώνουν μόνο το φιλότιμο λίγων ικανών, που δουλεύουν κάτω από εξαιρετικά αντιπαραγωγικές συνθήκες.
Το τελευταίο επεισόδιο, με την απομάκρυνση του πολυδιαφημισμένου 22χρονου τεχνικού διευθυντή ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Ακόμη ένα στέλεχος, που ήρθε μετά βαϊων και κλάδων κι έφυγε με σοβαρές αιχμέςγια «περίεργες» μεταγραφικές διαδικασίες. Ακόμη ένα “meaculpa”, δηλαδή. Πώς να χτίσεις αξιοπιστία μετά από όλα αυτά; Πώς να πείσεις ότι γνωρίζεις, όταν σε χρόνο dtακυρώνεις σχεδόν όλες σου τις επιλογές;
Όλα αυτά δεν δείχνουν σοβαρό σχεδιασμό ομάδας επιπέδου SuperLeague. Δείχνουν αδιανόητη προχειρότητα, την οποία – κόντρα σε κάθε σύγχρονη ποδοσφαιρική λογική – κάποιος θέλει να την επιβάλλει ως κανονικότητα και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
Κι εδώ είναι που το πράγμα αρχίζει να αγριεύει. Όποιος νοήμων άνθρωπος, ποδοσφαιρόφιλος ή δημοσιογράφος, αντιδράμε επιχειρήματα γιατί δεν είναι ποδοσφαιρικός ιθαγενής να μαγευτεί από το καθρεφτάκι του transfermarkt, γιατί, πλέον, έχει παραστάσεις και μπορεί να κρίνει και να συγκρίνει, γιατί πιστεύει στο ποδόσφαιρο της δημιουργίας και της εξέλιξης, βαφτίζεται αυτομάτως εχθρός της ΑΕΛ. Κι ακολουθεί μια χιονοστιβάδα από αήθεις κατηγορίες, εξωφρενικές συκοφαντίες, ομοφοβικές επιθέσεις και απολύτως κανένα πραγματικό αντεπιχείρημα. Για την ταμπακέρα τίποτα. Η μπάλα συνεχώς στην εξέδρα.
Ο ένας χαρτζιλικώνεται, ο άλλος είναι χοντρός με κυτταρίτιδα, ο τρίτος έχει θηλυπρεπή φωνή, ο τέταρτος είναι «αριστερούλης» (λες κι αυτό είναι ποινικό αδίκημα), ο πέμπτος τον παρακαλάει – και καλά – για να τον πάρει στην ΠΑΕ και πάει λέγοντας. Για τόσο χαμηλό επίπεδο μιλάμε.
Το θέμα δεν είναι μόνο ότι όλα αυτά τα ανάξια λόγου, ύφους και ήθους προσβάλλουν μια ομάδα με την ιστορία, τη φυσιογνωμία και το DNA της ΑΕΛ, ούτε μόνο ότι απαξιώνουν τη διαδικασία του ποδοσφαίρου στα μάτια ενός υγιούς φιλάθλου.
Εδώ μιλάμε για προσπάθεια φίμωσης, ελέγχου και επιβολής. Για λάσπη και διαπόμπευση. Για αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Χωρίς όρια, χωρίς αιδώ, προκλητικά, κάνοντας το άσπρο-μαύρο και με ύφος «βγαίνω κι από πάνω». Μιλάμε για πράγματα που ξεφεύγουν από τα όρια του αθλητισμού. Μιλάμε για καταστάσεις τοξικές και επικίνδυνες. Μιλάμε για ζήτημα κοινωνικό και όχι απλώς ποδοσφαιρικό. Δεν είναι παίξε-γέλασε…
Γι’ αυτό, σε αυτούς τους άγριους – όχι μόνο ποδοσφαιρικά, αυτός ίσως είναι το τελευταίο – καιρούς, είναι ανάγκη να μην επιτρέψουμε ποτέ στον φόβο να νικήσει.
Και σ’ αυτούς τους τοξικούς ανθρώπους να σταλεί ένα μήνυμα. Ίσως δεν υπάρχει πιο ταιριαστό από αυτό που έγραψε κάποτε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε/ όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος».