Από τον Ελευθερόπουλο στον Σουρλή

Το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί στον Ολυμπιακό και ο ρόλος του Πέδρο Μαρτίνς.

Από τον Ελευθερόπουλο στον Σουρλή

Με τις νίκες της ΑΕΚ και του Βόλου επί Παναθηναϊκού και Λάρισας αντίστοιχα την αγωνιστική της Κυριακής που μας πέρασε έκλεισαν και οι τελευταίες εκκρεμότητες σχετικά με το πρωτάθλημα Super League 2020-21. Μάθαμε ποια ομάδα θα ακολουθήσει Άρη και ΠΑΟΚ στο ευρωκύπελλο του φτωχού που θα ονομάζεται Conference League, ενώ σφραγίστηκε οριστικά ο υποβιβασμός της ιστορικής ΑΕΛ στη Β’ Εθνική. Για τον Ολυμπιακό φυσικά η διοργάνωση έχει λάβει τέλος εδώ και πολύ καιρό, πολύ πριν από τα Playoffs, καθώς η εκκωφαντική ανωτερότητά του τον βοήθησε να εξασφαλίσει τον τίτλο από πολύ νωρίς.

Κι όμως. Υπάρχει ακόμα ένα στοίχημα να κερδηθεί. Ένα στοίχημα που πρωτομπήκε πριν από πέντε χρόνια από έναν συμπατριώτη του Πέδρο Μαρτίνς για να βάλει τέλος σε μια διαχρονική πονεμένη ιστορία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Από τότε που ξεκίνησε το επαγγελματικό πρωτάθλημα στη χώρα και για πάνω από 35 χρόνια ξέρετε πόσους ποδοσφαιριστές ανέδειξε ο Ολυμπιακός; Δεν μιλάω για παίκτες που αποκτήθηκαν από άλλες ομάδες ή από το εξωτερικό και είδαν την καριέρα τους να εκτοξεύεται στο Καραϊσκάκη. Τέτοιοι υπάρχουν δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες. Αναφέρομαι σε ταλέντα που είτε ξεκίνησαν την μπάλα στις ακαδημίες του Θρύλου είτε ήρθαν σε αυτόν σε πολύ μικρή ηλικία. Θα σας απαντήσω εγώ. Ο εξής ένας: Δημήτρης Ελευθερόπουλος. Άντε να βάλουμε δίπλα του και τον Νέρι Καστίγιο που έφτασε στον Πειραιά στα 16 του από τη Λατινική Αμερική. Πέρα από αυτούς, ουδείς. Αντίθετα με Παναθηναϊκό (κυρίως), ΑΕΚ, ΠΑΟΚ κ.λπ., ο Ολυμπιακός παραδοσιακά στηριζόταν σε παίκτες ήδη φτασμένους ή σε ταλέντα, τα οποία όμως είχαν ήδη αρχίσει να λάμπουν αλλού.

Κατά διαστήματα, διάφοροι προπονητές προωθούσαν νέα παιδιά στην πρώτη ομάδα. Τα «τσικό» αυτά γίνονταν πάντα δεκτά με διθυραμβικά σχόλια του Τύπου και με ένα χλιαρό ιπποτικό χειροκρότημα της εξέδρας, πριν καταλήξουν αρχικά μεταξύ πάγκου και εξέδρας και αργότερα σε κάποια μικρομεσαία ομάδα Α’, Β’ ή Γ’ Κατηγορίας.

Ο πρώτος που επιχείρησε να αλλάξει κάπως αυτήν την κατάσταση ήταν ο Πάουλο Μπέντο το φθινόπωρο του 2016. Παραλαμβάνοντας μια ουσιαστικά διαλυμένη ομάδα, δεν δίστασε να προωθήσει τέσσερις «μικρούς». Ο ένας από αυτούς, ο Παναγιώτης Ρέτσος, εξελίχθηκε γρήγορα σε τεράστιο ταλέντο (ασχέτως αν στην πορεία ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς) και σύντομα κέρδισε μια σπουδαία μεταγραφή στην Μπάγερ Λεβερκούζεν «χαρίζοντας» 22 εκατομμύρια ευρώ στον Ολυμπιακό. Πλάι του έπαιξαν σπουδαία παιχνίδια και οι Θανάσης Ανδρούτσος, Δημήτρης Νικολάου και Γιώργος Μανθάτης. Ο πρώτος έχει ήδη αρχίσει να ανακτά μια θέση στη βασική ενδεκάδα του Ολυμπιακού, ενώ ο δεύτερος κάνει… παπάδες στην ιταλική Έμπολι.

Ο Μπέντο έφυγε νωρίς, αλλά ο Μαρτίνς, που έπιασε λιμάνι έναν χρόνο αργότερα, έχει ήδη συμπληρώσει τρία χρόνια στο τιμόνι του Ολυμπιακού και έδειξε πως μοιράζεται την ίδια φιλοσοφία. Από την πρώτη στιγμή χάρισε φανέλα βασικού στον Κώστα Τσιμίκα, που αποκτήθηκε στα 17 του από τον Πανσερραϊκό, και από εκεί όπου δινόταν δανεικός σε διάφορες Έσμπιεργκ και Βίλεμ, κατέληξε στην πρωταθλήτρια Αγγλίας Λίβερπουλ. Παράλληλα ο «προφεσόρ» ανέσυρε στην επιφάνεια έναν άλλον «ξεχασμένο» ποδοσφαιριστή που ανδρώθηκε στον Ολυμπιακό, αλλά παρέμενε παραγκωνισμένος για χρόνια, τον -βασικότατο και διεθνή πλέον- Ανδρέα Μπουχαλάκη, ενώ φέτος, πέρα από τον Κωνσταντίνο Τζολάκη, για τον οποίο έχουμε μιλήσει σε προηγούμενο άρθρο, δίνει πολλές ευκαιρίες και σε ένα αυθεντικό γέννημα-θρέμμα του Ολυμπιακού, τον εξαιρετικό Μάριο Βρουσάι. Η πρόωρη κατάκτηση του πρωταθλήματος ήταν λοιπόν η ευκαιρία που περίμενε ο Πορτογάλος προπονητής για να δοκιμάσει και ακόμα πιο νέα ταλεντάκια, όπως ο Καλογερόπουλος και ο Σουρλής.

Ακόμα και στον καιρό του στυγνού επαγγελματισμού, μια μεγάλη ομάδα οφείλει να διαθέτει στις τάξεις της και κάποιους ποδοσφαιριστές που ξεπήδησαν από τα σπλάχνα της, που ανακάλυψαν το ποδόσφαιρο με τη φανέλα της. Είναι ένα είδος παρακαταθήκης στο ποδόσφαιρο γενικότερα. Στην τελική, το έχει ανάγκη και ο οπαδός που θα ταυτιστεί πιο εύκολα μαζί τους. Και είναι πολύ θετικό για τον Ολυμπιακό ότι μετά από δεκαετίες «παράγει» εκ νέου ποδοσφαιρικούς άσους.