Τι διάβαζε ο Τολστόι τις τελευταίες μέρες της ζωής του;
Οι Αδερφοί Καραμάζοφ είναι το τελευταίο και ασφαλώς το σημαντικότερο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι σε μορφικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού στην περιπέτεια της συγγραφής του εισήλθε πιο ώριμος αλλά και πιο ήρεμος από ποτέ.
Τα οικονομικά προβλήματα που τον κατάτρυχαν έχουν τώρα ξεπεραστεί, όπως και τα αγεφύρωτα φιλοσοφικά διλήμματα των προηγούμενων χρόνων. Στο κορυφαίο εγχείρημά του παραμένει ανοιχτός σε κάθε είδους πειραματισμούς. Αρχίζει έτσι ένα βιβλίο που παρά τον όγκο των σελίδων του παραμένει συναρπαστικό από την αρχή ως το τέλος κι αυτό το καταφέρνει μεταθέτοντας συνεχώς το κέντρο βάρους από τον άξονα στην περιφέρεια της αφήγησης. Το βασικό αφηγηματικό μοτίβο επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα περισσότερο ως υπόκρουση σε άλλα γεγονότα μέχρις ότου κυριαρχήσει στην εξέλιξη της ιστορίας. Όταν πια ο μεγάλος αδερφός Καραμάζοφ φθάνει να κατηγορηθεί για τον φόνο του πατέρα του, ο αναγνώστης αισθάνεται ότι πέφτει σε μυθιστορηματικό «κενό αέρος», δεν μπορεί όμως και να παραπονεθεί γι αυτό στον συγγραφέα ο οποίος από την αρχή του βιβλίου δεν παρέλειπε να προειδοποιεί για κάποιο συγκλονιστικό γεγονός.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Γνωρίζοντας ασφαλώς πόσο σημαντική είναι η κινηματογραφική αφήγηση σε ένα μυθιστόρημα, ο Ντοστογιέφσκι σκηνοθετεί σπαρταριστά επεισόδια που παραμένουν ανεξίτηλα στη μνήμη του αναγνώστη, όπως η γονυκλισία του Ζωσιμά ενώπιον του Ντιμίτρι ή ο πετροπόλεμος των παιδιών μπροστά στον Αλιόσα. Κατά τα άλλα στο κύκνειο άσμα του ο ρώσος συγγραφέας προβαίνει σε ανακεφαλαίωση τόσο ιδεολογική όσο και λογοτεχνική.
Δημιουργεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα (Έγκλημα και Τιμωρία), όπου κυριαρχεί ένα οικογενειακό δράμα (Έφηβος), γεμάτο από μικρούς και μεγάλους δαίμονες (Δαιμονισμένοι) και στο πρόσωπο του Αλιόσα Καραμάζοφ προβάλλει ένα αναβαπτισμένο πρίγκιπα Μίσκιν (Ηλίθιος).
Παρότι γνωρίζει πως έχει στα χέρια του μια συναρπαστική ιστορία, δεν ζητά να εκμεταλλευθεί την αγωνία του αναγνώστη, ο οποίος πρωτοδιαβάζει τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» (όπως και τους «Δαιμονισμένους»), σε συνέχειες, στο περιοδικό Ταχυδρόμος της Ρωσίας. Πολλές φορές επιβραδύνει την πλοκή, δίνοντας χώρο στους ήρωες του προκειμένου να μιλήσουν για τον εαυτό τους, για τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Κι αυτοί άλλοτε επιλέγουν να εκφραστούν προφορικά, όπως στην περίπτωση του διαλόγου Αλιόσα και Ιβάν με τον εγκιβωτισμένο μύθο του Ιεροεξεταστή, άλλοτε διατυπώνουν τις σκέψεις τους γραπτώς, όπως ο μοναχός Ζωσιμάς. Αν όμως πρόκειται για γυναικείους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, αφήνουν να μιλήσουν οι πράξεις για λογαριασμό τους. Όλα αυτά ελάχιστα προωθούν την υπόθεση του μυθιστορήματος ή επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ηρώων. Προσθέτουν όμως πολύτιμες ψηφίδες φιλοσοφίας που αναβαθμίζουν την σημασία του.
Αναζητώντας κανείς τον πρωταγωνιστή αυτού του βιβλίου, αδυνατεί να τον εντοπίσει με βεβαιότητα. Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι υποδεικνύει τον μικρότερο αδερφό, τον Αλιόσα, προαναγγέλλοντας μάλιστα ένα δεύτερο μυθιστόρημα, όπου ο ήρωάς του θα είναι πια σε ώριμη ηλικία. Ωστόσο κύριο πρόσωπο από άποψη δράσης είναι ασφαλώς ο μεγαλύτερος, ο Μίτια, ενώ από άποψη ιδεών ο Ιβάν. Στην πραγματικότητα δεν πρωταγωνιστεί ένας άνθρωπος αλλά μία οικογένεια. Οι Καραμάζοφ συνθέτουν έναν ετερόκλιτο μικρόκοσμο στον οποίο εμπεριέχονται όλες οι αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο πατέρας Καραμαζόφ είναι η μυθιστορηματική επιτομή του «Κακού», ένας βδελυρός, ολοζώντανος χαρακτήρας, για τον οποίο ο δημιουργός του θα πρέπει να υπήρξε πολύ υπερήφανος. Μετά τη δολοφονία του το καθήκον της συνέχισης του Κακού ανατίθεται στον εξώγαμο γιο του. Ο Σμερντιακόφ δολοφονεί τον βιολογικό του πατέρα πεπεισμένος πως εκτελεί εντολή του Ιβάν. Ο Μίτια επιθυμούσε κι αυτός με τη σειρά του τον θάνατο του Φιοντόρ Καραμάζοφ και ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει. Ο φόνος αυτός συνιστά επί της ουσίας συλλογικό έγκλημα, που θυμίζει έντονα την δολοφονία του Σάτοφ στους «Δαιμονισμένους». Παρόμοια αντιστοιχία με τους «Δαιμονισμένους» υπάρχει και στην πλευρά του «Καλού»: ο Ζωσιμάς είναι η εξέλιξη του μοναχού Τίχωνα. Κι αυτή τη φορά όμως ο εκπρόσωπος του Καλού δεν έχει τη δύναμη να ανακόψει την εξέλιξη και να αποτρέψει το έγκλημα. Τουλάχιστον εδώ καταφέρνει να το προβλέψει. Εντέλει το ζήτημα δεν φαίνεται να είναι η πατροκτονία αλλά το αν υπάρχει πνευματική συνενοχή στο έγκλημα. Κι όσο για τις κύριες γυναικείες μορφές –Γκρουσένκα και Κατερίνα Ιβάνοβνα– δεν έχουν ίσως ιδεολογική συνεισφορά στο μυθιστόρημα, παίζουν ωστόσο μείζονα ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Μολονότι εντυπωσιακές και κατά κάποιο τρόπο μοιραίες είναι σαφώς υποδεέστερες από ηρωίδες όπως η Ναστάσια Φιλίπποβνα στον «Ηλίθιο».
Για το πρόσωπο του αφηγητή, ο συγγραφέας προκρίνει λύση παρόμοια με εκείνη των «Δαιμονισμένων». Μόνο που εδώ ο ανώνυμος κάτοικος της «πόλης μας» δρώντας ως χρονικογράφος δεν επιφορτίζεται απλώς με την έκθεση των γεγονότων, αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι ο ίδιος γράφει το μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα αυτό το είχε ο Τολστόι κάτω από το προσκεφάλι του και το διάβαζε τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Τότε βέβαια ο Ντοστογιέφσκι είχε πεθάνει από καιρό, είχε προλάβει όμως να απευθύνει μια γενναιόφρονη φιλοφρόνηση στον μεγάλο του αντίζηλο. Όταν τον ρώτησαν γιατί τα βιβλία του δεν ήταν εξίσου καλογραμμένα με ακείνα του Τολστόι απάντησε: «Αν είχα κι εγώ τα λεφτά του Τολστόι θα έγραφα βιβλία σαν τα δικά του».