«Πες της», η νουβέλα του Χρήστου Οικονόμου
Το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου, «Πες της», μπαίνει στα σπίτια μας.
Μια κούριερ είναι η ηρωίδα‒ και αφηγήτρια‒ στη νουβέλα του Χρήστου Οικονόμου, «Πες της». Δεν έχει όνομα, ίσως ούτε και ηλικία. Είναι κάτι σαν αρχέτυπο που μιλάει, ακούει, περιγράφει, διηγείται, σχολιάζει, στοχάζεται. Κυρίως μας οδηγεί σε απίστευτους μικρόκοσμους και μικροκαταστάσεις τόσο ακραία ρεαλιστικές, που γίνονται σουρεαλιστικές, μας δείχνει ανθρώπινους τύπους και μας αποκαλύπτει τα συγκλονιστικά παιγνίδια της γλώσσας. Οι κούριερ είναι πανταχού παρόντες, σύνδεσμοι της καθημερινής ζωής και συναλλαγής, ιδιαίτερα μετά την εποχή του lockdown. Αλλά για τους περισσότερους από μας είναι σαν αθέατοι, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, στην κυριολεξία, καθώς πολύ συχνά μισανοίγουμε την πόρτα για να παραλάβουμε το δέμα που μας φέρνουν. Αυτήν τη συνθήκη φαίνεται ότι αξιοποιεί ο Χρήστος Οικονόμου και δίνει στην ηρωίδα του τη διάσταση του πνεύματος, κάτι σαν Άριελ, ένα ποιητικό όν.
Αυτή η διαρκής κίνηση είναι τελικά η πλοκή. Εξελίσσεται μέσα από στιγμιότυπα, φευγαλέες εικόνες που μπορεί να αποτυπώσει κανείς στα ελάχιστα λεπτά που ανοίγει μια πόρτα για την παράδοση ή μέσα από ασυνήθιστα πορτρέτα ανθρώπων και ανθρωπότυπων.
Έχει σημασία που στη νουβέλα του Οικονόμου το «κούριερ» είναι γυναίκα. Έτσι γίνεται πιο αθέατη, ίσως και πιο αδύναμη. «Δεν ήξερα ότι υπάρχουν γυναίκες κούριερ» ή «πρώτη φορά βλέπω γυναίκα κούριερ» είναι οι συχνότερες αντιδράσεις άμα τη εμφανίσει. Η ίδια λέει ότι είναι Η κούριερ, με κίνδυνο να δεχθεί λεκτικές επιθέσεις ή μαθήματα αντισεξιστικού λόγου. Όπως εκείνη τη φορά, από έναν φοιτητή, στην Πειραϊκή, στον οποίο θα παρέδιδε ένα δέμα. «Μου είπε ότι το σωστό είναι να με λέω “το κούριερ”, γιατί πρέπει επιτέλους όλες οι Ελληνίδες να πάμε κόντρα στα ελληνικά, που είναι η πιο σεξιστική γλώσσα του κόσμου».
Στα διηγήματά του, και τώρα στη νουβέλα του, ο Οικονόμου έχει κυρίως ηρωίδες παρά ήρωες. Σε ένα πόντκαστ που είχα κάνει μαζί του μου είχε πει ότι τον ενδιαφέρει αυτή η μετάβαση, το να βγαίνει από τον δικό του εαυτό, τον ενδιαφέρει αυτή η δυναμική των φύλων. Κι αυτή η μετάβαση γίνεται πολλές φόρες με όπλο το χιούμορ, χωρίς ούτε μια στιγμή να μπαίνει στην περιοχή της φάρσας ή της παρωδίας. Έτσι αντιμετωπίζει στη μυθοπλασία του, με τρόπο αφοπλιστικό και πειστικό, τα θέματα της γλώσσας, τη ρευστότητα των γραμματικών γενών και των άρθρων, δείχνοντας επίσης τις ακρότητες, αρκετές φορές κωμικές, του ακτιβισμού των ταυτοτήτων.
Στη νουβέλα δεν υπάρχει πλοκή με την κλασική και παραδομένη έννοια. Παρακολουθούμε την ηρωίδα μόνη της, με εξαίρεση τις Δευτέρες, που της κάνει παρέα η φίλη της Λένα, κομμώτρια στο επάγγελμα, να παραδίδει δέματα, να μπαινοβγαίνει σε σπίτια, να διαβάζει ονόματα σε κουδούνια ή να απομνημονεύει οδωνύμια. Αυτή η διαρκής κίνηση είναι τελικά η πλοκή. Εξελίσσεται μέσα από στιγμιότυπα, φευγαλέες εικόνες που μπορεί να αποτυπώσει κανείς στα ελάχιστα λεπτά που ανοίγει μια πόρτα για την παράδοση ή μέσα από ασυνήθιστα πορτρέτα ανθρώπων και ανθρωπότυπων. «Κορυδαλλός, Ταξιαρχών, τριαντάρης, φουντωτό μαλλί, χέρια μωρού, τρίχα ούτε για δείγμα. Κουτί με μολύβια και στιλό και το άνοιξε εκεί μπροστά μου για να μου δείξει ότι ήταν συναμφίχειρας. Συναμφίχειρας θα πει ότι μπορώ και γράφω με τα δύο χέρια συγχρόνως. Κοίτα».
Αυτά τα στιγμιότυπα, που το ένα διαδέχεται το άλλο με καταιγιστικό ρυθμό, αποτελούν πολλές φορές πυρήνες ιστοριών που τις φαντάζεσαι να απλώνονται, να γίνονται μεγάλες ιστορίες. Αυτό που πετυχαίνει απόλυτα η νουβέλα του Οικονόμου είναι να δείχνει την απίθανη πολλαπλότητα της καθημερινής ζωής ‒ τι θαύματα, τι μυστήρια, τι τέρατα, τι αλλόκοτα και παράδοξα υπάρχουν κάτω από σκληρές ή μαλακές επιφάνειες, κυριολεκτικά πίσω από τις κλειστές πόρτες που χτυπάει μια κούριερ για να παραδώσει το δέμα, αρκεί να ξύσεις λιγάκι. Κάποιες φορές τα στιγμιότυπα δίνουν την θέση τους σε λίγο μεγαλύτερες ιστορίες, κάτι σαν δυνάμει διηγήματα. Συμβαίνει κι αυτό, σπάνια βέβαια, όταν η κούριερ ακούει σαν εξομολόγος. «Με θεωρούν καλή ακροάτρια», λέει κάπου η ηρωίδα. Σαν διήγημα, λοιπόν, είναι η ιστορία του Κωστή, ένας μαύρος χορός στο μπαρ «Δυο Φεγγάρια», μια τσαρουχική σκηνή αναστενάρηδων μέσα σε αναθυμιάσεις αλκοόλ πάνω στα σπασμένα γυαλιά μπουκαλιών. Ο Κωστής, λίγο σαλεμένος, είναι της γυμναστικής και της υγιεινής ζωής και κάθε τόσο παραγγέλνει βότανα και σούπερ φύκια.
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο διακόπτεται κάπου-κάπου από διαλόγους. Συνήθως οι διάλογοι είναι ανάμεσα στην κούριερ και στη Λένα, την κομμώτρια φίλη της. Είναι διάλογοι κοφτοί, ρυθμικοί, μονολεκτικοί, σπαρταριστοί, που δημιουργούν μια μπεκετική ατμόσφαιρα και δείχνουν, από μια άλλη πλευρά την ικανότητα του Χρήστου Οικονόμου να μεταμορφώνεται μέσα στα κείμενά του, χωρίς να χάνει όμως ποτέ το στίγμα του.
Οι κούριερ ίσως είναι οι μόνοι επαγγελματίες που έχουν συναντήσει τόσο πολλούς ανθρώπους, έχουν μπει σε τόσο πολλά σπίτια, έχουν την εμπειρία τόσο πολλών οσμών και μυρωδιών. «Μπαίνω σε σπίτια που μυρίζουν σαν ακριβά μαγαζιά, κι άλλα που μυρίζουν σαν ταβέρνες, πολυκατοικίες που μοιάζουν φτιαγμένες από σκόρδο, γραφεία που μυρίζουν κάλτσες μπαγιάτικες, ρετιρέ που μυρίζουν μούχλα, υπόγεια που μυρίζουν ρίγανη… Κάπου βράζουν κάστανα, χόρτα από τη λαϊκή, τηγανίζουν καλαμάρια, ψήνουν κυδώνια, μήλα, χαλβά, χταπόδι, στο Πέραμα μια φορά ένας μου είπε το μύδι τρώγεται ρουφηχτό σα να φιλάς γοργόνα». Αλλά και τη μυρωδιά της φρέσκιας μπογιάς, που λειτουργεί σαν μεταφορά μιας ώριμης ιστορίας. «Η ιστορία είναι σαν την μπογιά στον τοίχο, πρέπει να την αφήνεις να στεγνώνει πριν την αγγίξεις».
Τη σουρεαλιστική πλευρά της ζωής τη δίνει η κούριερ κυρίως μέσα από τα ονόματα που συναντάει στα κουδούνια και στις διευθύνσεις. Έχει πετύχει Ανδρομάχη στην οδό Έκτορος και Έκτορα στην οδό Ανδρομάχης. Έχει πετύχει στο ίδιο κουδούνι Αντώνη Καρφάκη και Νεκταρία Σφυράκη. Έχει δει επώνυμα, Αδάχτυλος, Ακρίδας, Γαλέος, Παραπονιάρης, Ροδομαγουλάκης, Σαρανταυγάς, Φεγγαρομάτης και συνδυασμούς όπως Ελευθερία Σκλάβου, Σοφία Σαλεμένου, Παρθένα Πηδηκτάκη, Άννα Ρούφα κ.λπ, κ.λπ. Και φυσικά έχει δει τύπους σπιτιών που δεν θα μπορούσε να τους φανταστεί ούτε ντεκορατέρ επιστημονικής φαντασίας.
Η κούριερ μοιάζει τελικά σαν φωνή της δικής μας συνείδησης, σαν ένα μάτι που βλέπει για δικό μας λογαριασμό, που χτυπάει τα κουδούνια ανθρώπων που θα θέλαμε πολύ να χτυπήσουμε, αλλά φοβόμαστε, που είναι έτοιμη να παραδώσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, κάθε αντικείμενο, ακόμη και ένα κουτί από πλεξιγκλάς που περιέχει την τέφρα ενός κοριτσιού.
Πηγή: LIFO