Τσβάιχ: Ο συγγραφέας που... φώναζε πολύ
Στην Ελλάδα οι αναγνώστες διαβάζουν με το αυτί και γι' αυτό προτιμούν την κραυγή από τον ψίθυρο στα βιβλία
Ο Στέφαν Τσβάιχ είναι ασφαλώς ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς στην Ελλάδα. Πλήρως εναρμονισμένος με τη θεωρία ότι η λογοτεχνία μεταφέρει μηνύματα και προασπίζεται ιδανικά για ένα καλύτερο κόσμο, ο Τσβάιχ οικοδόμησε το έργο του πάνω σε μια βάση αδιανόητης δημοφιλίας σε όλο τον κόσμο.
Συγγραφέας του μεσοπολέμου υπήρξε το πιο δυνατό ατού της γερμανόφωνης εκδοτικής μηχανής, σε μια εποχή που η γερμανική γλώσσα μας έδωσε πραγματικά μεγάλους συγγραφείς, όπως ο Μούζιλ, ο Κάφκα, ο Μπροχ, ο Ροτ και ο Μαν.
Σε αυτή την χρυσή πεντάδα δεν θα είχε ασφαλώς καμία θέση ο Τσβάιχ. Συγγραφέας που δεν έχει την υπομονή να τυλίξει το θέμα του μέσα στο μαγνάδι του λογοτεχνικού υπαινιγμού και της λεπτής ειρωνείας, θα μείνει στην Ιστορία ως ο συγγραφέας-Αμόκ (για να παρωδήσουμε ελαφρώς ένα από τα γνωστότερα έργα του) και θα συνεχίσει να τέρπει αθώους αναγνώστες που αρέσκονται στις κραυγές και στα μεγαλεπήβολα οράματα.
Ο Τσβάιχ στο έργο του οδηγεί πρόσωπα και πράγματα στα άκρα επιδιώκοντας να σηκώσει κύματα συγκίνησης στην συνείδηση του αναγνώστη. Κι αν ισχυριστεί κανείς πως κάτι ανάλογο κάνει και ο Ντοστογιέφσκι θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως ο Ρώσος γίγαντας δεν αναλίσκεται σε φτηνό μελοδραματισμό ή εύπεπτα δράματα. Κι αν υποθέσουμε πως ο Τσβάιχ θέλησε να μιμηθεί τον Ντοστογιέφσκι το έκανε εντελώς επιδερμικά, γιατί δεν είχε ούτε την ενορατική δύναμη, ούτε το οπλοστάσιο των ιδεών, ούτε το προφητικό χάρισμα που χρειάζεται ένας μεγάλος πεζογράφος.
Από κάθε άποψη ο Τσβάιχ, ο αγαπημένος εκατομμυρίων αναγνωστών, ήταν ένας μικρός «απατεώνας» της παγκόσμιας λογοτεχνίας αλλά γι αυτό δεν ευθύνεται τόσο ο ίδιος όσο εκείνοι που τον διαβάζουν και ενθαρρύνουν τις συγγραφικές ζαβολιές.