«Τέχνη σε χρυσό, το κόσμημα στους ελληνιστικούς χρόνους»
Συνεχίζεται έως το τέλος Απριλίου η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη.
Η πιο λαμπερή έκθεση, που ξεκίνησε την περασμένη χρονιά και συνεχίζεται τη νέα, είναι αναμφισβήτητα η «Τέχνη σε χρυσό. Το κόσμημα στους ελληνιστικούς χρόνους», η οποία παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού έως τα τέλη Απριλίου 2025. Και αυτό όχι μόνο γιατί αφορά το πιο «αθάνατο» μέταλλο κοσμημάτων, τον χρυσό, αλλά κι επειδή δείχνει με πρωτότυπο τρόπο τα πιο μύχια μυστικά μιας τέχνης που δεν είχε προηγούμενο: της κοσμηματοτεχνίας της ελληνιστικής περιόδου.
«Η αρχική ιδέα διαμορφώθηκε πριν από 8 περίπου χρόνια όταν πρωτοσυνεργάστηκα με τον Άκη Γκούμα, κοσμηματοποιό και μελετητή των τεχνικών της αρχαίας ελληνικής κοσμηματοτεχνίας. Του πρότεινα να ανακατασκευάσει τμήματα του διαδήματος από τον Θησαυρό της Θεσσαλίας, ένα πολύτιμο και βαρύτιμο διάδημα, εξαιρετικά σύνθετης κατασκευής. Ο Άκης Γκούμας, σε διάστημα 3,5 περίπου χρόνων, ανακατασκεύασε τμήμα της πλεκτής αλυσίδας και το ένα από τα δυο πλακίδια, τα οποία εκτίθενται στην ενότητα της τεχνολογίας. Δηλαδή στην έκθεση παρουσιάζεται το αποτέλεσμα και εν τοις πράγμασι, αλλά και στο βίντεο που καταγράφει το αποτέλεσμα της πειραματικής διαδικασίας και προβάλλεται στο τέλος της αίθουσας», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ειρήνη Παπαγεωργίου, αρχαιολόγος, επιμελήτρια του τμήματος Προϊστορικών, Αρχαίων Ελληνικών και Ρωμαϊκών Συλλογών του Μουσείου Μπενάκη και επιμελήτρια της έκθεσης «Τέχνη σε χρυσό. Το κόσμημα στους ελληνιστικούς χρόνους».
Ολυμπιακός: Ο απειλητικός Παναιτωλικός και το βαρύ πρόγραμμα
Όπως μας εξηγεί η ίδια, «ανακατασκευές ελληνιστικών κοσμημάτων έχουν γίνει και από άλλους, όμως με σύγχρονα εργαλεία. Η διαφορά -και σε αυτό καινοτομούμε ως προς την ανακατασκευή- είναι ότι παρατηρήσαμε τα ίχνη των αρχαίων εργαλείων πάνω στο πρωτότυπο κόσμημα και με βάση αυτά κατασκευάστηκαν τα εργαλεία που παρουσιάζονται στην έκθεση και χρησιμοποιήθηκαν στην πειραματική εφαρμογή. Αυτή η συνεργασία, λοιπόν, δημιούργησε πολλά ερωτηματικά στα οποία ήθελα να απαντήσω, πάντα σχετικά με την τεχνογνωσία και τις τεχνικές κατασκευής των ελληνιστικών κοσμημάτων. Γιατί τα ελληνιστικά κοσμήματα, στο διάστημα 323 π.Χ. έως 30 π.Χ. που είναι τα συμβατικά όρια της ελληνιστικής περιόδου, φτάνουν στο απόγειο της ακμής τους. Η κοσμηματοποιία αυτή δεν νομίζω ότι επαναλήφθηκε ποτέ στους μετέπειτα αιώνες για τον ελλαδικό χώρο», επισημαίνει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ, που προσεγγίζοντας το κόσμημα της συγκεκριμένης εποχής αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να παρουσιάσει μια «ανάγνωσή» του όχι με τον συμβατικό τρόπο.
«Εστιάζοντας, πρώτα από όλα, στο κόσμημα ως φορέα μηνυμάτων και συμβόλων και, δεύτερον, στον άνθρωπο πίσω από το κόσμημα. Ουσιαστικά αυτοί οι δυο άξονες τον ίδιο παρονομαστή έχουν, τον άνθρωπο. Γιατί και στη μία περίπτωση μιλάμε για τον χρήστη ή τον θεατή του κοσμήματος, τι μηνύματα υπόρρητα εισπράττει ή αντιλαμβάνεται, και στη δεύτερη μιλάμε για τον κοσμηματοτέχνη. Δηλαδή είναι ο άνθρωπος το κέντρο της αναζήτησής μου και θα έλεγα πως αυτά είναι τα δυο βασικά και καινοτόμα στοιχεία της έκθεσης», τονίζει η Ειρήνη Παπαγεωργίου.
Τι μηνύματα, δηλαδή, μετέφερε ένα κόσμημα την ελληνιστική περίοδο; «Όπως σε όλες τις εποχές, το κόσμημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως φορέας πολιτικής προπαγάνδας. Θα μπορούσε, δηλαδή, ένα συγκεκριμένο σύμβολο ή μοτίβο να γίνει έμβλημα της μακεδονικής αυλής εν προκειμένω ή μιας βασιλικής αυλής γενικότερα. Άλλοι κοσμηματικοί τύποι αφορούσαν μάλλον αποκλειστικά τον νυφικό στολισμό -και αυτό το βλέπουμε να συνοδεύει και μικρά κορίτσια που πέθαναν πριν τον γάμο. Υπάρχουν επίσης κοσμήματα φυλακτικά, με ισχυρό αποτροπαϊκό χαρακτήρα -σε κάποια η προσέγγιση αυτή είναι σαφής, σε κάποια άλλα είναι αμφίρροπη, αλλά σε κάθε περίπτωση μπορεί να υποστηριχτεί με μια σχετική ασφάλεια. Μπορούμε να δούμε το κόσμημα και σαν δείκτη επαφών με τον εξω-αιγαιακό χώρο. Δηλαδή, αναγνωρίζουμε στα κοσμήματα της ελληνιστικής περιόδου εισαγωγές εικονογραφικών μοτίβων από την Ανατολή ή την Αίγυπτο, υιοθέτηση εικονογραφικών τύπων που δεν ήταν γνωστή σε προηγούμενες περιόδους. Μπορούμε, τέλος, να δούμε το κόσμημα ως αποθησαύριση οικονομικού κεφαλαίου, ως επένδυση συναισθηματικής αξίας και ως δείκτη εμπορικών επαφών, τότε όπως και τώρα», μας πληροφορεί.
Και γιατί μόνο χρυσά κοσμήματα; «Γιατί αναγκαστικά στην ελληνιστική περίοδο η μεγάλη ποσότητα των κοσμημάτων της ελίτ, δηλαδή των τάξεων που κινούνται γύρω από τη Μακεδονική αυλή, είναι χρυσά. Έχουμε πολύ μεγάλη ποσότητα χρυσού που προέρχεται από τα θησαυροφυλάκια των Περσών βασιλέων μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ένα μεγάλος μέρος της χρησιμοποιείται στην κοσηματοτεχνία. Αυτό είναι το ένα κομμάτι. Το δεύτερο είναι ότι η τεχνολογία του χρυσού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και μην ξεχνάμε ότι ο χρυσός είναι ένα μέταλλο με ειδικό συμβολισμό λόγω της 'αθανασίας' του, το ότι δεν φθείρεται. Υπάρχουν κοσμήματα στην έκθεση που μπορεί να έχουν δεχτεί κάποια συντήρηση, αλλά είναι σαν να βγήκαν χτες από το εργαστήριο. Ο χρυσός ενισχύει τον συμβολισμό του εικονογραφικού θέματος και με την αθανασία του μετάλλου. Το ίδιο το μέταλλο, δηλαδή, φέρει ισχυρή συμβολική φόρτιση», εξηγεί η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ από την οποία ζητήσαμε να μας παρουσιάσει ένα αγαπημένο της έκθεμα.
Διαλέγει μια χρυσή περόνη με μια περίτεχνη μικρογραφική σύνθεση που εικονίζει την Αφροδίτη να στεγνώνει τα μαλλιά της, πλαισιωμένη από τέσσερις Έρωτες που κρατούν διαφορετικό αντικείμενο ο καθένας: κάτοπτρα, πεταλούδα και μυροδοχείο. Βρίσκεται σε στέλεχος σε μορφή κίονα που επιστέφει κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού, κάθε πλευρά του οποίου κοσμούν εναλλάξ γρανάτες και σμαράγδια. Προέρχεται ίσως από αλεξανδρινό εργαστήριο, χρονολογείται τέλη 2ου αι. π.Χ. και ανήκει στις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη. «Με εντυπωσιάζει, όσες φορές και αν τη δω και τη βλέπω χρόνια στις συλλογές του Μουσείου. Σε αυτήν την περόνη η μικροτεχνία φτάνει στα όρια του εφικτού, θα λέγαμε, για την περίοδο αυτή. Οι λεπτομέρειες είναι σε μέγεθος χιλιοστού, δεν μπορεί να τις δει κανείς», δηλώνει με θαυμασμό η αρχαιολόγος.
Και πώς έγινε η κατασκευή της; «Δυο βασικές υποθέσεις εργασίας συντείνουν στα εξής: Η πρώτη υποστηρίζει ότι χρησιμοποιούσαν μύωπες κι επειδή η μυωπία είναι μια γενετικά κληρονομούμενη ασθένεια, οικογένειες από μύωπες θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται στα χρυσοχοϊκά εργαστήρια. Η δεύτερη υπόθεση έχει να κάνει με την ηλικία. Δηλαδή, αν ήταν όντως οικογενειακή υπόθεση η χρυσοχοϊκή τέχνη και αν στα εργαστήρια δούλευαν οικογένειες με κάποια παράδοση, μικρά παιδιά, αγόρια ή κορίτσια -οι γυναίκες δεν αποκλείονται από τη χρυσοχοϊκή δράση-, θα μπορούσαν να μπαίνουν στα εργαστήρια από τα 7-8 έτη τους, οπότε ένας 15χρονος ήταν ήδη κοσμηματοτεχνίτης. Όμως, ένας έφηβος αυτής της ηλικίας έχει και οξεία όραση και λεπτά χέρια. Δηλαδή, πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η μαθητεία ξεκινούσε από πολύ μικρή ηλικία και αυτό που παρατήρησα στις πειραματικές εφαρμογές με τον Άκη Γκούμα είναι ότι η συνεχής επανάληψη, το να καταγίνεσαι με το ίδιο αντικείμενο επί μήνες και χρόνια, τελικά οδηγεί στο να γίνει η κίνηση των χεριών μνήμη του σώματος. Τα χέρια δηλαδή να λειτουργούν αυτόνομα χωρίς να κοιτάς», απαντά στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Θησαυρός Θεσσαλίας/Καρπενησίου
Αυτονόητα, η επόμενη «στάση» είναι στον Θησαυρό Θεσσαλίας/Καρπενησίου, ένα εντυπωσιακό σύνολο από 44 χρυσά γυναικεία κοσμήματα, εξαιρετικής τέχνης και περίτεχνης δημιουργίας, που έχουν αποδοθεί σε σημαντικό μακεδονικό εργαστήριο του 3ου-2ου αι. π.Χ. και ανήκαν μάλλον σε μέλη της μακεδονικής Αυλής. Αλλά γιατί δυο ονόματα; «Λέγεται ότι βρέθηκαν το 1929. Η πληροφορία που είχε ο Μπενάκης, ο οποίος αγόρασε τα 9 από τα 44 το 1930, όταν αυτά εμφανίστηκαν στο εμπόριο έργων τέχνης, ήταν ότι είχαν βρεθεί θαμμένα μέσα σε δύο χάλκινα αγγεία κοντά στο Γαρδίκι, στην αρχαία Λάρισα Κρεμαστή της Θεσσαλίας. Εξού και στο Μουσείο Μπενάκη το σύνολο αυτό ονομάζεται Θησαυρός της Θεσσαλίας. Η Ελένη Σταθάτου που απέκτησε τα υπόλοιπα και τα δώρισε εν ζωή στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είχε την πληροφορία ότι βρέθηκαν στο Καρπενήσι. Εκεί, λοιπόν, ονομάζεται Θησαυρός Καρπενησίου. Γι' αυτό εμείς, όταν ενώσαμε ένα μεγάλο μέρος του Θησαυρού για την έκθεση, κρατήσαμε διπλή ονομασία Θησαυρός Θεσσαλίας/Καρπενησίου», σημειώνει η Ε. Παπαγεωργίου.
Και πώς έγινε αντιληπτό ότι ανήκαν στον ίδιο Θησαυρό; «Υπήρχαν πληροφορίες ότι βγήκαν στην επιφάνεια όλα μαζί, επίσης χρονολογικά εντάσσονται στους δυο ίδιους αιώνες και έχουν τεχνοτροπικές ομοιότητες που δείχνουν ότι κάποια από αυτά, μπορεί να κατασκευάστηκαν και στο ίδιο εργαστήριο». Όσο για το ποια τοποθεσία θεωρεί πιο πιθανή, πιστεύει πως «σωστότερη απόδοση είναι της Θεσσαλίας, δεδομένου και ότι από μελετητές προγενέστερων εποχών έχουν αποδοθεί σε μεγάλα μακεδονικά εργαστήρια. Η Θεσσαλία είναι όμορη περιοχή της Μακεδονίας, είναι πιο πιθανόν λοιπόν να ισχύει η πληροφορία ότι βρέθηκαν στη Θεσσαλία».
Στα κοσμήματα των ελληνιστικών χρόνων αποτυπώνεται η πρωτόγνωρη ποσότητα χρυσού που ο Μέγας Αλέξανδρος οικειοποιήθηκε από τα θησαυροφυλάκια των Περσών βασιλέων. «Δεν είναι μόνο πλούτος του χρυσού είναι και πλούτος γνώσεων», επισημαίνει η αρχαιολόγος. Και εξηγεί: «Σε αυτήν την τεράστια ελληνιστική οικούμενη, που δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τις κατακτήσεις του, ο κόσμος ταξίδευε. Ταξίδευε από την Αδριατική μέχρι το Αφγανιστάν και από την Αίγυπτο μέχρι την περιοχή της σημερινής Ουκρανίας. Αυτή η φοβερή μετακίνηση θυμίζει εν πολλοίς και τις σύγχρονες μετακινήσεις. Η ελληνιστική εποχή είναι, θα λέγαμε, μια 'σύγχρονη' εποχή, είναι μακριά αλλά και πάρα πολύ κοντά μας. Είναι η πρώτη 'παγκοσμιοποιημένη' κοινωνία με πολλά χαρακτηριστικά της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Αυτές οι μετακινήσεις βοήθησαν και στη ανταλλαγή γνώσεων και πληροφοριών ανάμεσα σε ετερογενείς και αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Και αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να οδήγησε στη έκρηξη των τεχνολογικών γνώσεων που έχουμε αυτήν την περίοδο, κάτι που καταγράφεται στις πηγές και σιγά σιγά 'διαβάζουμε' και πάνω στα τέχνεργα», υπογραμμίζει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ, που δεν παραλείπει να αναφερθεί στις συνεργασίες της.
«Εκτός από τη συνεργάτιδά μου Μαρία Σαρρή, αρχαιολόγο, υπεύθυνη του Τμήματος Εκθέσεων, που βοήθησε και στο επιμελητικό κομμάτι, υπήρξαν συντηρητές του Μουσείου Μπενάκη, χωρίς τους οποίους δεν θα μπορούσε να γίνει η μελέτη των τεχνικών, φυσικά και ο Άκης Γκούμας, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της έκθεσης λειτούργησε ως σύμβουλος και ήταν ο υπεύθυνος για τον συντονισμό της ομάδας των σύγχρονων δημιουργών».
Πριν φύγετε από την έκθεση, εκτός φυσικά από τα αρχαία κοσμήματα και το εποπτικό υλικό που τα συνοδεύει, μην αμελήσετε να δείτε ακόμα τρία πράγματα: Τα εκπληκτικά πήλινα ειδώλια και αγγεία που εικονογραφούν τον τρόπο εφαρμογής των κοσμημάτων στο ανθρώπινο σώμα, το βίντεο που καταγράφει το αποτέλεσμα της πειραματικής διαδικασίας, καθώς και την ενότητα της σύγχρονης δημιουργίας, στην οποία οκτώ καλλιτέχνες και δημιουργοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό εκθέτουν τα δικά τους έργα. Πρόκειται για τους Peter Bauhuis, Άκη Γκούμα, Patrick Davison, Pura Ferreiro, Αναστασία Κανδαράκη, Lucia Massei, Δημήτρη Νικολαΐδη και Δέσποινα Πανταζοπούλου, που φιλοτέχνησαν τις δημιουργίες τους εμπνεόμενοι από ελληνιστικά κοσμήματα του Μουσείου Μπενάκη.
Στην έκθεση συμμετέχουν περίπου 430 αντικείμενα. Εκτός από τα αντικείμενα των συλλογών του Μουσείου Μπενάκη, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης έργα από 30 μουσεία και Εφορείες Αρχαιοτήτων της Ελλάδας και από πέντε μουσεία του εξωτερικού. Η έκθεση «Τέχνη σε χρυσό. Το κόσμημα στους ελληνιστικούς χρόνους» αποτελεί μέρος της Πράξης: «Οι Συλλογές του Μουσείου Μπενάκη και η Σύγχρονη Δημιουργία», που έχει ενταχθεί στο Πρόγραμμα «ΑΤΤΙΚΗ» του ΕΣΠΑ 2021- 2027 (ΟΠΣ 6005006) και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ