Τον δικό του ήλιο τον κρατήσαμε

Το μουσικό του σύμπαν του Μάνου Λοϊζου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί… ηλιοκεντρικό.

Τον δικό του ήλιο τον κρατήσαμε

Όχι επειδή μας έχει χαρίσει το εμβληματικό «Καλημέρα ήλιε» (σε στίχους και μουσική δική του) και το εξαιρετικό «Ήλιε μου σε παρακαλώ», αλλά γιατί όλες του οι μελωδίες ξεχύνονται στην ψυχή, όπως ξεχύνονται τα χρώματα του δειλινού. Τότε που ο ήλιος κομματιάζεται στον ουρανό, για να κομματιάσει την καρδιά μας. Τότε που η τόση ομορφιά, γεννάει και θλίψη. Όπως θλίψη γεννάνε και οι διαψευσμένες ελπίδες. Υπήρξε εποχή σε αυτόν τον τόπο που πολύς κόσμος πίστευε ότι «θα τον μεθύσουμε τον ήλιο» γιατί το ΠΑΣΟΚ μας το υποσχέθηκε. Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Όχι επειδή το τραγούδι δεν έλεγε την αλήθεια, αλλά γιατί οι άνθρωποι είπαν ψέματα.

Όλα τα τραγούδια του Μάνου Λοϊζου, έχουν αλήθεια. Και δεν αναφέρομαι σε αυτήν την αλήθεια των ούτως ή άλλως υπέροχων στίχων του Λευτέρη Παπαδόπουλου - κατά κύριο λόγο-, αλλά και του Γ.Νεγρεπόντη, της Κωστούλας Μητροπούλου, του Δ.Χριστοδούλου, του Φώντα Λάδη, του Άκου Δασκαλόπουλου, του Τάσου Λειβαδίτη κ.α. Αναφέρομαι σε αυτήν την αλήθεια που η μουσική σφραγίζει λέγοντας τα ανείπωτα. Άλλωστε καθόλου τυχαία, ένα από τα κορυφαία και πολύ αγαπημένα τραγούδια του Λοϊζου, δεν έχει στίχους: Το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», μετράει και ζυγιάζει, τα βήματα της αποφασισμένης να μιλήσει, χορεύοντας, ψυχής με τέτοια ακρίβεια που ο καλύτερος συνδυασμός λέξεων δεν θα πετύχαινε ποτέ.

Το ήξερε και ο ίδιος το χάρισμά του : «Όταν έχω κέφια, είμαι σε θέση να μελοποιήσω ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο…», έλεγε όχι από έπαρση, αλλά καταθέτοντας και πάλι, την αλήθειά του. Άλλωστε ήταν ένας πολύ γλυκός και χαμηλών τόνων άνθρωπος.

Μπορούσε να απευθύνεται στα πουλιά «Αχ χελιδόνι μου», στη «Νύχτα μικρή αρχόντισσα», να ερωτεύεται μια «Γοργόνα», να στέκεται σ’ ένα σταθμό κάτω από «Το παλιό ρολόι», να παίρνει μια «Κουτσή κιθάρα», «Το ακορντεόν» και να τραγουδάει για τον «Σεβάχ τον Θαλασσινό», για εκείνο το «Ένα γέρικο καράβι», αλλά και για τα «Καράβια αλήτες», για την «Ελισσώ», για την «Τζαμάικα», για το «Παποράκι», για τον «Λιόντα», για τον «Τρίτο Παγκόσμιο», για τον «Στρατιώτη» -που δεν ήθελε «ήρωας να γίνει»-, για τον «Κουταλιανό», για το «Δελφινάκι», για «Το Μελαχροινάκι», για τον «Γέρο Νέγρο Τζιμ», για την «Πόρνη την Τζέην», για «Το Δέντρο» - που για να είμαι ειλικρινής, πάντα το αναζητώ στην Αθήνα μες στο κέντρο – για το κάθε «Παραμυθάκι μου»…

Γράφοντας για τον Μάνο Λοϊζο και ταυτόχρονα ακούγοντας για χιλιοστή φορά τα cd του -έχω καμιά δεκαριά δικά του- συνειδητοποιώ, πόσες μνήμες μου είναι δεμένες με τη μουσική του. Είναι τρομαχτικό το πόσο ισχύει το «Όλα σε θυμίζουν». Με αυτό το «σε», να έχει «χωρέσει» στην πορεία του χρόνου πολλά πρόσωπα. Το ίδιο έχει συμβεί και με το άλλο αγαπημένο, το «Σ’ ακολουθώ»… Και με το «Σε ψάχνω». Αλλά τελικά, συνειδητοποιώ ότι με όση γενναιοδωρία κι αν χαρίζει ο δημιουργός το έργο του για να το πάρουμε εμείς και να το «προσαρμόσουμε» στις μικρές προσωπικές μας ιστορίες, έρχεται η στιγμή που με ευγνωμοσύνη του το επιστρέφουμε. Και του το αφιερώνουμε.

Έχω -μαζί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους- πολλά αγαπημένα τραγούδια του Μάνου Λοϊζου. Έτσι εκτός από τα προαναφερθέντα, συνεχίζω την απαρίθμηση στον μακρύ κατάλογο : «Πάνε να πεις», «Μάνα δε φυτέψαμε», «Πρώτη Μάιου», «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Δέκα παλικάρια», «Όποιος δει το παλικάρι», «Τσε», «Θα κλείσω το παράθυρο», «Ο Νέγρος ο ζωγράφος», «Ο Αρχηγός», «Δεν θα ξαναγαπήσω», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Χαράματα Ομόνοια», «Τέλι, τέλι, τέλι», «Το μήνυμα», «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει», «Κι αν τα μάτια σου δεν κλαίνε», «Κι αν είμαι ροκ μη με φοβάσαι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει»… Όλα, ανακαλούν εικόνες, στιγμιότυπα, μνήμες γεύσης και αφής της ζωής που φεύγει.

Υπάρχει ένα όμως -επίσης πολύ αγαπημένο- που πάντα όταν το ακούω, η μνήμη συγκεντρώνεται αποκλειστικά στη δική του εικόνα. Ένα τραγούδι του Μάνου Λοϊζου -σε στίχους Μανώλη Ρασούλη – που νιώθω όταν το ακούω ότι δεν μπορεί να αφιερωθεί πάρα μόνο στον Μάνο Λοϊζο. Μιλάω για το «Τίποτα δεν πάει χαμένο» :

«Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή, τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί.

Σχεδόν πενήντα χρόνια, βάσανα και διωγμοί, τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή…»

17 Σεπτέμβρη του 1982 σ’ ένα νοσοκομείο στη Μόσχα, ο Μάνος Λοϊζος, αφήνει την τελευταία του πνοή. Στα 45 του χρόνια.

Στην κηδεία του, η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, λέει μεταξύ άλλων στον αποχαιρετιστήριο λόγο της :

« Ο Δρόμος σου είχε τη δική του ιστορία, φίλε Μάνο. Μια ιστορία σύντομη, μοναδική και μεγάλη».

Κι αν η ζωή του έδυσε γρήγορα, ο ήλιος των μελωδιών του Μάνου Λοϊζου, συνεχίζει να φωτίζει το ελληνικό πεντάγραμμο. Και συνεχίζει να ανατέλλει για εμάς. Είπαμε μπορεί να μην τον μεθύσαμε, αλλά τελικά για το «θα» στα τραγούδια που αγαπάει κανείς, αναλαμβάνει προσωπικά την ευθύνη:

«Θα τον κρατήσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι, πάνω στις στέγες, μέσα στις καρδιές. Καλημέρα. Ήλιε, καλημέρα».