Η πρόταση του Guardian για τα Γλυπτά
Ποια είναι η πρόταση που κάνει ο Guardian για την υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα μετά τη δήλωση του προέδρου του βρετανικού μουσείου.
Ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζόρτζ Όσμπορν, έκανε πρόσφατα δήλωση – βόμβα αναφορικά με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, λέγοντας πως θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία για μοίρασμα.
Πώς θα μπορούσε όμως να γίνει κάτι τέτοιο ώστε να είναι ευχαριστημένες και οι δύο πλευρές; Ο Guardian – και συγκεκριμένα ο αρθρογράφος Σάιμον Τζένκινς, προσφέρει μια πρόταση: Να επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα – όπως τους αξίζει – και τη θέση τους στο Βρετανικό Μουσείο να πάρουν αντίγραφα 3D!
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Σε σημερινό δημοσίευμα στον Guardian, τονίζεται για άλλη μία φορά πως τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα – δεν μοιράζεται ένα έργο τέχνης, όπως αναφέρει. Από την άλλη όμως δεν πρέπει να χάσει και το βρετανικό Μουσείο την περηφάνια του. Η πρότασή του λοιπόν, είναι η δημιουργία αντιγράφων, μια λύση που θα σώσει τα προσχήματα, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Στο δημοσίευμα αναφέρονται τα εξής: «Ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Όσμπορν μίλησε για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Αυτό είναι μια απολύτως καλή είδηση. Δεν είναι ο πρώτος που προτείνει μια «συμφωνία για τα μάρμαρα», αλλά είναι ο πρώτος που προτείνει ότι «το να τα δούμε στην Αθήνα στη μεγαλοπρέπειά τους» είναι μια αρετή που πρέπει να επιδιωχθεί. Το πιο σημαντικό είναι ότι φαίνεται να αποδέχεται ότι αυτό έχει περάσει από την παρελθούσα ιστορία της απόκτησής τους και το στεγνό νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας. Αντίθετα, αφορά το πλαίσιο μέσα στο οποίο προβάλλουμε καλύτερα αυτές τις δόξες του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
Και συνεχίζει ο Σάιμον Τζένκινς: «Το να έχουμε τα μισά μάρμαρα κάτω από την σκιά της Ακρόπολης στην Αθήνα και τα άλλα μισά σε μια ψυχρή αίθουσα στο Μπλούμσμπερι είναι λάθος. Δεν μοιράζεται ένα έργο τέχνης – είναι η διάσπαση ενός έργου τέχνης. Αυτά τα αριστουργήματα πρέπει να είναι μαζί και αυτό σημαίνει στον τόπο της δημιουργίας τους, στην Αθήνα. Με δανεισμό, ανταλλαγή, πώληση ή οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Είναι κατανοητό πως οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να ζητούν την επιστροφή τους. Το μόνο ζήτημα είναι αν μπορεί να γίνει κάτι για να κατευναστεί η υπέρμετρη υπερηφάνεια και το ένστικτο της αποθησαύρισης του προσωπικού του βρετανικού Μουσείου, το οποίο έχει φτάσει να θεωρεί τα μάρμαρα ως προσωπική του ιδιοκτησία. Υπάρχει πλέον μια σαφής απάντησε σε αυτό: Τρισδιάστατοι εκτυπωτές υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Ψηφιακής Αρχαιολογίας αναπαράγουν επί του παρόντος αρκετά από τα γλυπτά του βρετανικού Μουσείου, χρησιμοποιώντας σύμφωνα με πληροφορίες, πέτρα από τα αρχικά λατομεία της Πεντέλης στην Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει παρά την επίσημη καταγγελία του μουσείου. Φημολογείται ότι θα είναι δυσδιάκριτα από τα πρωτότυπα, με ελαττώματα και όλα τα υπόλοιπα.
Αυτό σίγουρα ανταποκρίνεται στην αισθητική απαίτηση του μουσείου να βλέπουμε τα μάρμαρα «ανάμεσα στα μεγαλεία άλλων πολιτισμών» στο Λονδίνο. Τα μουσεία της Ευρώπης είναι γεμάτα με αντίγραφα, καλά και κακά, και το βρετανικό Μουσείο έχει πολλά. Το ζήτημα παύει έτσι να είναι αισθητικό. Το θέμα περιορίζεται επομένως στην πολιτική. Η Ελλάδα θέλει απεγνωσμένα τα αυθεντικά «κοσμήματα του στέμματός» της να ενταχθούν στα υπόλοιπα. Αυτό δεν θα «άνοιγε» απαραίτητα την πόρτα για την επιστροφή κάθε αγγείου και κάθε πίνακα στην Ευρώπη στους τόπους προέλευσής τους, αν και το ζήτημα της επιστροφής παίζεται σήμερα παντού. Οι Έλληνες είναι παθιασμένοι με αυτά τα αγάλματα και, ειλικρινά, οι Βρετανοί δεν είναι. Τα αντίγραφα μπορούν να βρίσκονται στο Λονδίνο, όχι στην Αθήνα.
Η Ελλάδα μπορεί να πληρώσει. Μπορεί να προσφέρει αγάλματα σε αντάλλαγμα ή να διαμορφώσει κάποια έξυπνη συμφωνία συνιδιοκτησίας. Αυτό θα επιτρέψει στο μουσείο να σώσει τα προσχήματα και θα πρέπει να το κάνει. Αν μπορέσει να επιλυθεί – και είναι παράλογο να κρατάει τόσο καιρό – τότε η Ελλάδα θα απονείμει σίγουρα στον Όσμπορν το βραβείο Βύρωνα για τον φιλελληνισμό του. Θα το άξιζε».