Ευθανασία: δικαίωμα ή καπρίτσιο;
Ο δυτικός πολιτισμός ασπάζεται αναφανδόν την αντι-κουλτούρα του θανάτου.
Αν υπάρχει ένα σλόγκαν για να συνοψίσει όσα πρεσβεύουμε, θα μπορούσε να είναι: «Κάνε ό,τι θες, αρκεί να μην πεθάνεις!» Η άλλη όχθη δεν είναι ο καλύτερος προορισμός. Θρησκεία, επιστήμη και νόμος συμφωνούν σε αυτό. Ό,τι ανήκει στον «άλλο κόσμο» δαιμονοποιείται. Εδώ είναι το φως, απέναντι είναι το σκοτάδι.
Εδώ είναι η χαρά της ζωής, αντίκρυ είναι η συμφορά του τέλους. Η αυτοχειρία, σε όλες τις εκφάνσεις της, θεωρείται αμάρτημα που δεν συγχωρεί ούτε ο ίδιος ο Θεός. Το μεταφυσικό δέος απέναντι στο θάνατο μας καταλαμβάνει όλους, κι ας λέει ο Τολστόι πως «οι άνθρωποι δεν φοβούνται να πεθάνουν, φοβούνται να ζήσουν».
Λησμονούμε όμως ότι ο θάνατος είναι μια φυσική ανάγκη που μας αφορά με τον ίδιο τρόπο που αφορά όλα τα έμψυχα όντα σε αυτό τον πλανήτη. Κάποτε οι άνθρωποι φτάνοντας στις εσχατιές του βίου τους είχαν την σοφία να συμπεριφερθούν όπως τα ζώα. Να αποσυρθούν και να αρνηθούν κάθε φροντίδα που παρατείνει μια ανούσια και δυσάρεστη ζωή. Κι αυτό ήταν ένα είδος ευθανασίας που εφαρμοζόταν σε ευρεία κλίμακα. Στις μέρες μας όχι μόνο δεν αποδεχόμαστε το αναπόδραστο του θανάτου, απορρίπτουμε ακόμα και τα γηρατειά. Ο γιγαντισμός της Ιατρικής επιστήμης και οι βλάσφημοι ιερείς της με την άσπρη μπλούζα έχουν δημιουργήσει την ακρόπολη της ζωής μέσα στην οποία οχυρωνόμαστε. Ο αρχαίος φιλόσοφος, ωστόσο, το ξεκαθαρίζει: «Όσον αφορά το θάνατο, κατοικούμε σε πόλη ατείχιστη». Σήμερα τα περισσότερα επεισόδια στο ιατρικό δελτίο αφορούν την προσπάθειά μας να παρατείνουμε με το έτσι θέλω την ζωή ανθρώπων που βρίσκονται ήδη στον αντιθάλαμο της ανυπαρξίας. Έτσι όμως δεν αφήνουμε να διεξαχθεί τίμια η παρτίδα. Ούτως ή άλλως ο θάνατος στο τέλος υπερισχύει, γιατί έτσι πρέπει να γίνει. Αν κάποια στιγμή εγκολπωθούμε την κουλτούρα του, ίσως δούμε την ευθανασία ως δικαίωμα και όχι ως καπρίτσιο.