Ο «κόκκινος» Μίκης, ο «Σερ» και ο «Πατριάρχης»

Στην τιμητική συναυλία για τα ογδόντα χρόνια του το 2002 ζήτησαν από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να τραγουδήσει «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» κι εκείνος εκπλήσσοντας τους πάντες προτίμησε ένα δικό του τραγούδι: «Του Βοτανικού ο μάγκας». Όσοι όμως γνωρίζουν τον Γρηγόρη, μπορούν να αντιληφθούν τη σημειολογία του πράγματος. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Ο «κόκκινος» Μίκης, ο «Σερ» και ο «Πατριάρχης»

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Μπιθικώτσης πάσχιζε ακόμα να βρει τη θέση του στη μουσική σκηνή του τόπου. Κάποιοι μάλιστα λένε πως απογοητευμένος από την εξέλιξη της καριέρας του ετοιμαζόταν να φύγει μετανάστης στον Καναδά και να ξαναπιάσει την παλιά του τέχνη: Υδραυλικός!

Την ίδια εποχή ο νεόκοπος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης αναζητούσε τη φωνή που θα απέδιδε την ψυχή της δημιουργίας του. Γαλουχημένος με τους ήχους της Ανατολής και του λαϊκού πολιτισμού, ο σπουδαγμένος μουσικά Μίκης δεν καταφρονούσε τον κόσμο του ρεμπέτικου και την παράδοση που είχε οικοδομηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Πολιτικά ενταγμένος στον κόσμο της Αριστεράς, δεν θα μπορούσε να μη συγκινηθεί από το έργο του μεγάλου ποιητή της, του Γιάννη Ρίτσου. Η μελοποίηση του «Επιταφίου» ήταν ένα στοίχημα για τον νεαρό συνθέτη που τον έφερε στους λαϊκούς δρόμους και στην επικράτεια του μπουζουκιού. Η αρχική ενορχήστρωση από τον Μάνο Χατζιδάκι με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη για λογαριασμό της εταιρείας Fidelity του Πατσιφά ήταν μια ατυχής επινόηση που οδήγησε σε μια γλυκερή εκδοχή του λαϊκού αυτού ορατορίου.

Ο Μίκης αναζήτησε μέσω του δισκογραφικού γίγαντα της εποχής, της Κολούμπια, την ξύλινη φωνή ενός λαϊκού ανθρώπου τον οποίο είχε γνωρίσει στα δίσεκτα χρόνια της εξορίας. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος, ο διευθυντής της εταιρείας, του πρότεινε κατά σειρά Καζαντζίδη, Γαβαλά, Πόλυ Πάνου. Ο συνθέτης δεν ήθελε να ακούσει για κανέναν άλλον. Τελικά προκρίθηκε το μαγικό τρίπτυχο: Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης, Χιώτης. Ο Μανώλης Χιώτης, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και ολοκληρωμένος μουσικός, έντυσε με τη μουσική αίσθηση και την εκτελεστική του αρτιότητα την έμπνευση του Μίκη. Οι μελωδίες απέκτησαν αίφνης τη λαϊκή τους αδρότητα. Οι στίχοι του Ρίτσου, προϊόν υψηλής ποιητικής διάνοιας που αφουγκραζόταν την εξεγερμένη ψυχή των απλών ανθρώπων, ζωντάνεψαν στα χείλη ενός προικισμένου βάρδου.

Ο Μπιθικώτσης στα χρόνια του Πενήντα υστερούσε σαφώς σε δημοφιλία. Ο ίδιος ίσως δυσκολευόταν να αποδεχτεί τον εαυτό του ως τραγουδιστή. Ήταν περισσότερο μια περίπτωση τραγουδοποιού που ακολουθώντας το παράδειγμα του Μάρκου και του Χατζηχρήστου ερμήνευε αρχικά τα δικά του τραγούδια. Σε σχέση με τον λαμπρό αστέρα της εποχής, τον Στέλιο Καζαντζίδη, δεν διέθετε τη δραματική αμεσότητα και τον αέρα του βάρδου. Ακούγοντας κανείς τον Μπιθικώτση ήταν δύσκολο να αποκωδικοποιήσει την ξύλινη, συναισθηματικά ουδέτερη ερμηνεία του. Ο Γρηγόρης έφερνε κάτι από την εποχή που το ρεμπέτικο τραγούδι περιθωριοποιημένο απευθυνόταν σε συγκεκριμένο κοινό. Η δωρική μαγκιά της φωνής του δεν είχε την απαιτούμενη πειθώ. Εγκλωβισμένος στις συμπληγάδες της δισκογραφίας, φαινόταν να μη βρίσκει τη διέξοδο προς την επιτυχία. Τότε εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός ο Θεοδωράκης για να του δείξει με τη μαγική του μπαγκέτα τον δρόμο για την αθανασία. Η φωνή του παραγκωνισμένου Γρηγόρη έγινε η φωνή του λαού, η φωνή των αγώνων, η φωνή μιας επαναστατημένης φτωχολογιάς αλλά και η φωνή μιας άλλης διανόησης που δεν τερπόταν από γλυκανάλατες μουσικές και τεχνικές μπελκάντο. Ο Μπιθικώτσης έγραφε ήδη την Ιστορία του νέου ελληνικού τραγουδιού.

Την ίδια εποχή ο τραγουδιστής έψαχνε τον μίτο της έμπνευσης στα πρόσωπα που διαμόρφωσαν τη λαϊκή σκηνή και συγκεκριμένα στον «πατριάρχη» Μάρκο Βαμβακάρη.

Στα τέλη του Πενήντα ο Μάρκος ήταν ένας παραγνωρισμένος δημιουργός. Άρρωστος και αγνοημένος από το δισκογραφικό κατεστημένο, έπαιζε στις ταβέρνες κι έβγαζε δισκάκι για να εξασφαλίσει τον επιούσιο. Προπολεμικά με τη «Φραγκοσυριανή» και τις άλλες αριστουργηματικές του συνθέσεις προκάλεσε αληθινή κοσμογονία σε ένα μουσικό τοπίο όπου μεσουρανούσαν τα σμυρνέικα και οι παράνομες μελωδίες των τεκέδων. Ήταν κατά κάποιον τρόπο ο Μίκης και ο Μάνος του καιρού του. Ίσως κάτι περισσότερο. Μπορεί να αναφερόμαστε σήμερα στην ιδιοφυΐα του Τσιτσάνη που εξευγένισε και προέκτεινε το ρεμπέτικο δίνοντάς του παλλαϊκό χαρακτήρα, κανείς όμως δεν θα φτάσει ποτέ την πρωτόγονη ποιητική του Βαμβακάρη με την ανόθευτη και ρωμαλέα θέαση της ζωής και του έρωτα.

Ο Συριανός είχε μέσα του τον δαίμονα της δημιουργίας. Ήταν χωρίς υπερβολή ένας σύγχρονος Σωκράτης και το έργο του σίγουρα θα συνεχίσει να είναι η πολύτιμη παρακαταθήκη του Ελληνισμού στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Αυτήν την κοσμογονική δύναμη αναζητούσε κι ο Μπιθικώτσης όταν μια μέρα στα τέλη του Πενήντα καβάλησε ένα ποδήλατο και πήγε να τον βρει στο σπίτι του στην Κοκκινιά. Και τι βρήκε; Έναν γέρο στα πρόθυρα του θανάτου, ένανφτωχοδιάβολο που ανάσαινε με δυσκολία και αναθυμόταν περασμένες δόξες. Ο Γρηγόρης τού μετέφερε το μήνυμα της Ανάστασης, που ήταν στην ουσία μια Ανάσταση και για τον ίδιο. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος και ο Βασίλης Τσιτσάνης, που έκαναν κουμάντο στην Κολούμπια, τον είχαν εξουσιοδοτήσει να δισκογραφήσειμε τη φωνή του παλιά και καινούργια τραγούδια του Μάρκου. Βαμβακάρης και Θεοδωράκης έπαιρναν από το χέρι τον Μπιθικώτση και τον οδηγούσαν στη μεγάλη στράτα. Ο Γρηγόρης έγινε μια διχασμένη ερμηνευτική ιδιοφυΐα. Από τη μια ερμήνευε τον «Επιτάφιο», το «Αρχιπέλαγος» και το «Άξιον Εστί» και από την άλλη τη «Φραγκοσυριανή», το «Αντιλαλούν οι φυλακές» και τον «Σακαφλιά». Από τη μια τη «Δραπετσώνα», το «Βρέχει στη Φτωχογειτονιά» και το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» και από την άλλη το «Όλοι οι Ρεμπέτες του Ντουνιά», τη «Φαληριώτισσα» και το «Γιατί με ξύπνησες πρωί».

Μέσα σε λίγα χρόνια από το 1959 μέχρι το 1965 έχτισε τα ακλόνητα θεμέλια μιας απαράμιλλης καριέρας διανθισμένης από σπουδαία τραγούδια, που κανείς άλλος τραγουδιστής δεν είχε την τύχη να πει. Η ηρωική περίοδος της πορείας του φτάνει μέχρι τις πρώτες ομίχλες της δικτατορίας, τότε που ερμηνεύει με τη σωρευμένη τραγουδιστική σοφία του το τραγούδι-ύμνο του Άκη Πάνου: «Θα κλείσω τα μάτια». Η λογοκρισία του καθεστώτος θα απαγορεύσει το τραγούδι με το σκεπτικό ότι προβάλλει μια καταθλιπτική πτυχή της Ελλάδας. Ο Μπιθικώτσης το ερμήνευσε με την ίδια συναισθηματική εντιμότητα που είχε επιδείξει στα τραγούδια του Ξαρχάκου, στην «Άπονη ζωή», στη «Φτωχολογιά» και στο «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή». Ωστόσο η επίσημη Ιστορία με τη δηκτική της ειρωνεία μάς επεφύλασσε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο τραγουδιστής του λαού, δέχτηκε λίγους μήνες αργότερα να τραγουδήσει τον ύμνο της δικτατορίας μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού. Παράξενο: Οι συνταγματάρχες διέκριναν στον Γρηγόρη τον ιδανικό ερμηνευτή, ακριβώς όπως και ο Μίκης Θεοδωράκης. Το αδέκαστο μέταλλο της φωνής του, η έντιμη και ουδέτερη ερμηνεία του ήταν στοιχείο για το οποίο θα μπορούσε να του συγχωρήσει κανείς τα πάντα. Κι έτσι έγινε.

«ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ»

Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.

Με τα λόγια αυτά ο Ρίτσος προλογίζει τον «Επιτάφιο», σαν να προλόγιζε ένα θεατρικό έργο και όχι μια ποιητική συλλογή. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μεγάλης νεοελληνικής ποίησης, άφησε πίσω του ένα κολοσσιαίο έργο, άνισο κάποιες φορές, αλλά σίγουρα εμπνευσμένο. Ο «Επιτάφιός» του, με τον χειμαρρώδη δεκαπεντασύλλαβο και τα δάνεια στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι, το μανιάτικο μοιρολόι αλλά και τον Ορθόδοξο Επιτάφιο θρήνο θα αποτελέσει μέσω της μουσικής του Θεοδωράκη αλλά και χάρις στη συνέργεια των λαϊκών καλλιτεχνών την πρώτη γέφυρα της διανόησης με τον λαϊκό πολιτισμό. Οι στίχοι που γράφτηκαν στη σοφίτα της οδού Μεθώνης και μελοποιήθηκαν στο Παρίσι θα γίνουν τραγούδι στα στούντιο της Κολούμπια στη Ριζούπολη κι έκτοτε θα περάσουν από εκατοντάδες χιλιάδες χείλη. Ο Ρίτσος χρησιμοποιεί ως πρότυπα τον αδικοχαμένο Τάσο Τούση και τη μητέρα του για να δοξάσει τη βαθιά και αξερίζωτη σχέση μάνας-γιου στον μεσογειακό κόσμο.

Ο «κόκκινος» Μίκης

«Θυμάμαι στην Κεφαλλονιά, χωριστήκαμε αμέσως τα παιδιά σε Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς. Υπήρχε κάτι στην ψυχοσύνθεσή μας. Οι φίλοι του Παναθηναϊκού, για παράδειγμα, ήταν σπασίκλες και στο σχολείο καθόντουσαν στα πρώτα θρανία». Έτσι περιγράφει την ποδοσφαιρομανία των παιδικών του χρόνων ο συνθέτης του «Επιταφίου» Μίκης Θεοδωράκης. Ο ίδιος, μολονότι αλλαξοπίστησε ουκ ολίγες φορές πολιτικά, στο ποδόσφαιρο έμεινε πάντα πιστός στην πρώτη εκείνη εμπειρία μιας εφημερίδας το 1935 στο Αργοστόλι όπου πόζαραν η ομάδα των Ανδριανοπουλαίων και ο θρυλικός Βάζος. Το μικρόβιο του Ολυμπιακού μπήκε αμέσως στην ψυχή και δεν έφυγε ούτε στιγμή από εκεί στην πολύχρονη ζωή του.

Τη δεκαετία του 1960, όντας υποψήφιος βουλευτής με την ΕΔΑ στη Β' περιφέρεια του Πειραιά, συνάντησε σε κάποια προεκλογική περιοδεία σε ένα καφενείο τον χαρισματικό «ερυθρόλευκο» σκόρερ της δεκαετίας του '30 Γιάννη Βάζο. Η χαρά του απερίγραπτη, σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει. Δεν ήταν μόνο το μπουζούκι και η λαϊκή φωνή του Μπιθικώτση που τον συνέδεε με τον λαό της πατρίδας του. Ήταν και τα θαυματουργά πόδια των παικτών του Ολυμπιακού και η αγάπη του για την ομάδα του Πειραιά που τον προσγείωνε στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων.

Ο δημοσιογράφος Γιάννης Γεωργάκης, στο βιβλίο του «Κόμμα αλλάζουμε, ομάδα ποτέ», σκιαγράφησε επαρκώς το ποδοσφαιρικό πάθος του Μίκη και την αγάπη του για τον Ολυμπιακό. Για το βιβλίο του αυτό είχε δώσει προ καιρού συνέντευξη στον συντάκτη μας Κώστα Χαλέμο. Μεταξύ των άλλων είχε δηλώσει: «Δεν γνωρίζω αν υπηρέτησε και πώς τον Ολυμπιακό. Σίγουρα βοήθησε να έρθει ο Μάρτον Μπούκοβι το 1965 στον Πειραιά. Με την ιδιότητα του βουλευτή της ΕΔΑ μεσολάβησε στην ουγγρική πρεσβεία προκειμένου να δοθεί άδεια στον Μπούκοβι να έρθει στην Ελλάδα και να εργαστεί στον Ολυμπιακό. Το είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε συνέντευξη την οποία παραχώρησε προ πολλών ετών στο [ΦΩΣ]. Ο Μπούκοβι ήταν τότε εκ των κορυφαίων προπονητών της Ευρώπης και μάλιστα με θεωρητικό έργο το οποίο διδασκόταν στις προπονητικές σχολές της Αγγλίας και άλλων χωρών. Οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν επέτρεπαν στον Μίκη να πηγαίνει τακτικά στο γήπεδο. Ο φωτογραφικός φακός τον έχει απαθανατίσει σε έναν αγώνα ΑΕΚ – Ολυμπιακός, τη δεκαετία του 1960, τη στιγμή που πηδάει τα κάγκελα για να [μετακομίσει]από τις θέσεις των ορθίων στις θέσεις των καθημένων, με παρότρυνση των απλών οπαδών των δύο ομάδων, καθώς τότε οι οπαδοί κάθονταν ακόμη δίπλα δίπλα. Από την τηλεόραση δεν έχανε παιχνίδι. Από τους νεότερους παίκτες λάτρευε τον Τζόρτζεβιτς, τον Καρεμπέ, με τους οποίους είχε την ευκαιρία να γνωριστεί σπίτι του, όπως και τον Γιαννακόπουλο. Επιπλέον, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ένας εκ των εγγονών του Μίκη έπαιξε μπάλα στα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού».

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ

Η «Συναυλία στο Κεντρικόν» δεν ήταν μία αλλά δύο στις 20 και 22 Μαρτίου. Δυο παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του Εξήντα μόλις στην αρχή της καθώς συνέβησαν σημεία και τέρατα. Ο Μίκης Θεοδωράκης πήρε από το χέρι τη λαϊκή μουσική και αφού την μπόλιασε με την παρουσία της συμφωνικής μουσικής του ΕΙΡ, την παρουσίασε στο φιλότεχνο κοινό της πρωτεύουσας. Οι δικές του δημιουργίες άλλωστε πατούσαν πάνω στη μεγάλη παράδοση του Μάρκου και του Τσιτσάνη και για αυτές χρησιμοποίησε την αφρόκρεμα των λαϊκών καλλιτεχνών της εποχής. Στις δύο βραδιές στο Κεντρικόν ένωσαν τη δύναμη της φωνής τους δυο γίγαντες: Ο Καζαντζίδης και ο Μπιθικώτσης, ενώ ως σολίστ εμφανίστηκε ο απαράμιλλος Μανώλης Χιώτης.

Η κατάρρευση του «σερ Μπιθί» μπροστά στο κοινό από τρακ της σκηνής και η δυσφορία των μουσικών της συμφωνικής ορχήστρας να συμπράξουν με το καταφρονητέο μπουζούκι του Χιώτη αποτέλεσαν δύο αξέχαστα παρατράγουδα. Ο Θεοδωράκης, ξέροντας πως κάποιοι από τους μουσικούς συνεργάζονταν με τον σολίστα στα νυχτερινά λαϊκά μαγαζιά, εξέφρασε την εύλογη απορία του, για να εισπράξει την κραυγαλέα απάντηση: «Άλλο τα μαγαζιά, εδώ κάνουμε τέχνη!» Αυτή η υποκριτική στάση χαρακτήριζε ανέκαθεν τα γούστα των ανθρώπων της κλασικής μουσικής που έβλεπαν με μισό μάτι τον λαϊκό πολιτισμό και τα επιτεύγματά του. Ο γνωστός μας Μποστ με αφορμή την κατάρρευση του Μπιθικώτση επί σκηνής σχολίασε με ένα εύγλωττο σκίτσο την αμηχανία του Γρηγόρη και τα όσα ακολούθησαν.

«Του Βοτανικού ο μάγκας» από το… Περιστέρι

Ο Μπιθικώτσης δεν ήταν στην πραγματικότητα «του Βοτανικού ο Μάγκας». Γεννήθηκε στο Περιστέρι το 1922 και άρχισε την καριέρα του ως μουσικός στα χρόνια της Κατοχής σε μια ταβέρνα όπου σύχναζαν Ιταλοί καραμπινιέρι, όμορφες κοπέλες και μαυραγορίτες. Ο ίδιος έπαιζε εκείνο το όργανο που όπως του είχε πει κάποτε η μητέρα του «το παίζουν κακοί άνθρωποι», δηλαδή το μπουζούκι. Με το ξενύχτι και τη δουλειά έσωσε την οικογένειά του από την πείνα και την ανέχεια μέχρι να «κάνει ξαστεριά». Στα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας στη Μακρόνησο, όπου υπηρετούσε ως μουσικός, γνώρισε τον κρατούμενο Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν ο νεαρός με το βιβλίο στο χέρι που παρενέβη σε μια μουσική διχογνωμία και αποφάνθηκε πως το ακομπανιαμέντο «Φα πάει καλύτερα». Όταν τον ρώτησε τι δουλειά κάνει, του απάντησε: «Σπουδάζω μουσική». Τότε βέβαια κανείς δεν φανταζόταν την εξέλιξη αυτού του ανθρώπου.

H ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗ»

«To 1937 κατέβηκα στη Σύρο να παίξω σ’ ένα μαγαζί στην παραλία. Μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα.

Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ τη σκεφτόμουν, τη σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, Λες και μου ‘χεις κάνει μάγια Φραγκοσυριανή γλυκιά... Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Μάρκος Βαμβακάρης, ο «πατριάρχης»