Ο Μάρκος Βαμβακάρης και το ρεμπέτικο έθνος του Ομήρου
Τι Μάρκος τι Όμηρος.
Οι Έλληνες είμαστε ένα έθνος αφηγητών και μας αρέσει τις αφηγήσεις μας να τις μπλέκουμε με λίγη μουσική. Αυτό ήμασταν ανέκαθεν, από την εποχή του Ομήρου. Έτσι έκανε την αρχή και ο Μάρκος με το ρεμπέτικο. Τα τραγούδια του αφηγούνται πάντοτε κάτι από τον έρωτα, την κοινωνία, τον άνθρωπο.
Στο μεσοπόλεμο δεν υπήρχαν μυκηναϊκά βασίλεια, δεν υπήρχε Τροία, θεοί και ημίθεοι. Όλα ήταν απλά, ταπεινά, στα ανθρώπινα μέτρα. Από τα λιμάνια δεν αναχωρούσαν καράβια για μεγάλους πολέμους. Το φάντασμα της ωραίας Ελένης δεν συγκινούσε πια κανένα. Ο Πειραιάς, το όραμα του Θεμιστοκλή, μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα χωνευτήρι της καθημερινότητας, με ό,τι είχε φέρει μαζί της η Μεγάλη Ιστορία.
Η μαγκιά και η αλητεία πήγαιναν αντάμα με τη βιοπάλη, το χαμαλίκι, τους βαρκάρηδες και τους ψαράδες και το μεγάλο λιμάνι ήταν η καρδιά του υποπρολεταριάτου. Μέσα σε αυτό τον παράξενο, τον πολυφωνικό κόσμο γεννήθηκε η αφηγηματική του Μάρκου Βαμβακάρη. Το ρεμπέτικο είναι το μυθιστόρημα ενός αόρατου καλαμαρά. Κι είναι ένα πλούσιο μυθιστόρημα γεμάτο αδέσποτες ιστορίες, πρόσωπα και πράγματα που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να συγκεντρώσει στις σελίδες ενός βιβλίου. Βινιέτες ενός κόσμου που αντηχούν στη βαρυσήμαντη πενιά του Μάρκου, στις σοφά τοποθετημένες νότες των τραγουδιών του, στην τραχιά αλλά ακριβοδίκαιη φωνή του. Τίποτε δεν υποκαθιστά αυτή την κοσμογονία. Ο Βαμβακάρης είναι ο δικός μας Όμηρος χωρίς βασιλιάδες, χωρίς Τροία, χωρίς θεούς και δαίμονες.