Τα Media της πανδημίας
Σε μία περίοδο όπου ο Covid-19 κυριολεκτικά σαρώνει τα πάντα, η φυσική απομόνωση προσφέρει περισσότερο ελεύθερο χρόνο που κάτω από άλλες συνθήκες αφιερώνεται σε εμπορικά κέντρα, σε συναυλίες, σε αθλητικά γεγονότα ή και υπερωριακή εργασία.
Οι συνέπειες της απομόνωσης
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τρόμου και αβεβαιότητας από την επέλαση της πανδημίας, δεν αποτελεί παράδοξο η στροφή προς τα ΜΜΕ και άλλα πολλά διαδικτυακά μέσα ή ψηφιακές εφαρμογές.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Όμως ανάλογα με την ηλικία οι προτιμήσεις διαφέρουν, και μία μεγάλη έρευνα με δείγμα 40.000 αγγλόφωνων ερωτηθέντων ανά τον κόσμο επιτρέπει να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα. Ενδιαφέρον στοιχείο, πέραν του επιπλέον χρόνου που αφιερώνεται σε κάθε τύπου μέσον, είναι η ένταση της πληροφόρησης σε συνάρτηση με την κλιμάκωση της πανδημίας και παράλληλα οι διαφορετικές προτιμήσεις ως προς το μέσον και το μέγεθος του χρόνου λόγω ηλικίας.
Αποκαλύπτεται πως το 80% των ερωτηθέντων, κυρίως στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, ομολογούν ότι δαπανούν περισσότερο χρόνο ειδικά στα τηλεοπτικά μέσα και στο διαδίκτυο, πολυτέλεια που δεν είχαν προ της πανδημίας. Όπως είναι αναμενόμενο, το 68% των ερωτηθέντων ενδιαφέρεται για τις ενημερώσεις σχετικά με την εξέλιξη της εξάπλωσης του Covid-19, αν και οι μικρές ηλικίες μεταξύ 8 και 23 ετών προγραμματίζουν διαφορετικά τον χρόνο τους, προτιμώντας περισσότερο τη μουσική από την πάσης φύσης ειδησεογραφία.
Οι νεότερες ηλικίες αρέσκονται επίσης στα ψηφιακά παιγνίδια, είτε με τον υπολογιστή τους είτε με το κινητό τους τηλέφωνο. Επίσης στις ηλικίες από 25 έως 39 ετών παρατηρείται αύξηση του ενδιαφέροντος για την υγιεινή διατροφή, όπως και για τις συνταγές μαγειρικής, ίσως λόγω του ότι αυξάνεται η ανάγκη για μαγειρική στο σπίτι, για λόγους ασφαλείας.
Η σημασία της αξιοπιστίας
Όλοι οι ερωτηθέντες επισημαίνουν τη σημασία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization - WHO) με την έννοια της πλέον αξιόπιστης πηγής πληροφόρησης για οτιδήποτε αφορά την πανδημία. Όμως το φαινόμενο δεν είναι γενικό από τη στιγμή που στη Βρετανία εμπιστεύονται περισσότερο την κυβέρνηση, ενώ στις ΗΠΑ τον οργανισμό.
Η αξιοπιστία πάντως μειώνεται κατακόρυφα όταν πρόκειται για πληροφορίες που προέρχονται από το οικογενειακό και το φιλικό περιβάλλον, οι οποίες κατατάσσονται απαξιωτικά στο επίπεδο των φημών και των ψιθύρων, όπως και για όσες προέρχονται από ξένες κυβερνητικές πηγές. Αντίθετα, μεγεθύνεται η αξιοπιστία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με το ραδιόφωνο και τους ειδησεογραφικούς ψηφιακούς ιστότοπους.
Η αδήριτη ανάγκη της θετικής αντιμετώπισης
Αν και αναμφισβήτητα η συνεχής ενημέρωση για την πανδημία παραμένει σημαντική, δεν αμφιβάλλει κανείς για την ανάγκη να διατηρείται ψυχολογικά θετικό κλίμα και να αποσπάται η προσοχή από τα δεινά του Covid-19, ώστε να βελτιώνεται η καθημερινή ζωή.
Ένα παράπλευρο γεγονός αυτών των τάσεων αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι περισσότεροι άνθρωποι σκέπτονται να προχωρήσουν στην αναζήτηση παροχής ψηφιακών συνδρομητικών υπηρεσιών, δεδομένο πρακτικά ανύπαρκτο προ της πανδημίας. Η τάση λογικά προδιαγράφει πως οι άνθρωποι ενδιαφέρονται να δαπανήσουν περισσότερα σε νέες συνδρομές, επηρεασμένοι ίσως από τις συνθήκες απομόνωσης, με το 30% και πλέον των ατόμων ηλικίας από 8 έως 23 ετών να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το «Netflix» και σε δεύτερο βαθμό για την «Disney+».
Αν και είναι διάχυτη η ανησυχία για τον χρόνο που αφιερώνουν οι άνθρωποι στις οθόνες τους, οι σχετικές έρευνες πιστοποιούν πως ο χρόνος δεν έχει τη βαρύτητα του περιεχομένου, το οποίο επηρεάζει πολύ πιο δραστικά την ψυχική υγεία. Ένα φαινομενικά επουσιώδες στοιχείο, προέρχεται από τα δεδομένα του «Netflix», που αποκαλύπτει πως με την κλιμάκωση της πανδημίας τηλεοπτικές σειρές, ταινίες και ειδικά αφιερώματα σχετικά με το θέμα έχουν αυξημένη θεαματικότητα. Αυτό συνεπάγεται πως οι θεατές επιχειρούν μέσω της φαντασίας να αντεπεξέλθουν στον τρόμο του χάους που τους περιβάλλει, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να διατηρήσουν τις ψυχολογικές ισορροπίες.
Πάντως, ανεξάρτητα από τη μορφή και το είδος του περιεχομένου που προτιμάται παραμένει το γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως οι ηλικίες βασίζονται στις συσκευές και στις ψηφιακές εφαρμογές τους όχι μόνο για να αντλούν πληροφορίες για την πανδημία, αλλά και για να αποσπούν την προσοχή τους από υποκείμενα και πολύ σοβαρότερα προβλήματα. Η συγκεκριμένη εξέλιξη όμως δημιουργεί τεράστιες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με τον τομέα των μέσων, από τη στιγμή που ο τεράστιος αριθμός θεατών-πελατών δυνητικά αποτελεί ένα απότομα διευρυμένο πεδίο προσπορισμού εσόδων.
Η δυναμική των Νέων Μέσων
Από την εποχή των αμερικανικών εκλογών του 2016, ο διάσημος πλέον δρ Μάικλ Κοζίνσκι (Dr. Michael Kosinski), που έχει μετακινηθεί από το Ψυχομετρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ στο γνωστό Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στις ΗΠΑ, συνεχίζει τις έρευνές του με εντονότερο ρυθμό, στη δυναμική των ψηφιακών μέσων. Τα αποτελέσματα των εκλογών οδηγούν σε ανησυχητικές διαπιστώσεις από τη χρήση κυρίως ψηφιακών ψυχομετρικών εφαρμογών.
Οι επιστημονικές αναλύσεις του, σε συνδυασμό με τις πειραματικές διαδικασίες πιστοποιούν πως η στόχευση σε προσωπικό ψυχογραφικό επίπεδο των χρηστών του διαδικτύου προσελκύει κατά 63% περισσότερα χτυπήματα (clicks), αυξάνοντας κατά 1.400 φορές την άγρα υποψήφιων πελατών σε συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες, σε σύγκριση με τις συνηθισμένες προωθητικές ενέργειες και διαφημιστικές εκστρατείες.
Σε αυτά τα πρώτα ευρήματα φαίνονται καθαρά οι τεράστιες δυνατότητες επεκτασιμότητας της προσωπικής πλέον στόχευσης σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Φέισμπουκ, από τη στιγμή που μεγάλος αριθμός καταναλωτών στρέφονται σε κάποιο προϊόν ή υπηρεσία, μόνο και μόνο λόγω της στόχευσής τους από μία απλή ψηφιακή σελίδα προώθησης που ανταποκρίνεται στο ψυχογράφημά τους.
Το πλεονέκτημα του κόστους
Η κορυφή του παγόβουνου εστιάζεται στο πλεονέκτημα του δραστικά χαμηλού κόστους που προσφέρουν οι εταιρείες ψηφιακών ψυχομετρικών εφαρμογών. Στη Βρετανία, λόγου χάρη, στη συνολική προεκλογική δαπάνη των δύο παρατάξεων που αντιπαρατίθενται στο δημοψήφισμα και ανέρχεται σε 33,4 εκατομμύρια λίρες (26,6 εκατ. λίρες για τους οπαδούς της παραμονής στην Ε.Ε. και 6,8 εκατ. λίρες για τους οπαδούς της εξόδου), οι συγκεκριμένες εταιρείες αποσπούν 2,7 εκατομμύρια, δηλαδή το 8% του συνόλου, με δυσανάλογα όμως σημαντικότερη δραστική αποτελεσματικότητα. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ. όπου δαπανώνται συνολικά 1.166 εκατομμύρια δολ. (768 εκατ. δολ. από την παράταξη των Δημοκρατικών και 398 εκατ. δολ. από την παράταξη των Ρεπουμπλικανών), η διαβόητη Cambridge Analytica αμείβεται, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλό της, με 15 εκατομμύρια δολ., δηλαδή μόλις με το 1% των συνολικών δαπανών!
Αθέατη σύγκρουση
Με δεδομένο ότι η παγκόσμια διαφημιστική αγορά παρουσιάζει συνολικό όγκο της τάξης των 558,7 δισεκατομμυρίων δολ. το 2019, με τα 283,5 δισ. να κατευθύνονται στα ψηφιακά μέσα (δηλαδή το 51%), καθίσταται προφανές ότι οι νέες εφαρμογές πρόκειται αναπόφευκτα να διευρύνουν αυτό το μερίδιο. Τα επί μέρους ποσά πάντως που κατανέμονται σε ραδιοτηλεοπτικά και ειδησεογραφικά δίκτυα, ψηφιακά μέσα, εφημερίδες και άλλες επιχειρήσεις προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών, απειλούνται από την είσοδο των εταιρειών ψηφιακών ψυχομετρικών εφαρμογών, που αποτελούν τον χειρότερο ορατό κίνδυνο για το μέλλον.
Το καινοτόμο ψηφιακό λογισμικό που αναπτύσσουν παρέχει καταθλιπτικά ανταγωνιστικό κόστος και ενισχύεται από το γεγονός ότι τα ψηφιακά μέσα καρπούνται κατά το 2017 227,8 δισεκατομμύρια δολ., δηλαδή το 41% των συνολικών διαφημιστικών δαπανών, έναντι 242,2 δισ. δολ. των ραδιοτηλεοπτικών μέσων (εκ των οποίων 27,4 δισ. στο ραδιόφωνο), 56 δισ. των εφημερίδων, 18,5 δισ. των περιοδικών και 8,2 δισ. δολ. των ψηφιακών καταναλωτικών περιοδικών.
Ο όμιλος Alphabet (ιδιοκτήτης των Google και YouΤube) και ο όμιλος Facebook απορροφούν το 2017 106,3 δισεκατομμύρια δολ. σε διαφημιστική δαπάνη (Alphabet 79,4 δισ. δολ. – Google 26,9 δισ. δολ.), διπλασιάζοντας μέσα σε μία πενταετία τα έσοδά τους από την παγκόσμια διαφημιστική αγορά. Επιπλέον το Facebook με 2 δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες σε ημερήσια βάση αναμφίβολα αποτελεί στόχο των εταιρειών ψηφιακών ψυχομετρικών εφαρμογών, αφού όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν προς το γεγονός ότι έχει τις δυνατότητες να αυξήσει θεαματικά το μερίδιό του στη συγκεκριμμένη αγορά.
Ταυτόχρονα, με δεδομένο ότι από πλευράς διαφημιστικής δαπάνης τα ψηφιακά μέσα δεν είναι κορεσμένα, εκτιμάται με μετριοπαθείς στατιστικούς υπολογισμούς ότι το 2021 θα απορροφήσουν 332,2 δισεκατομμύρια δολ., εμφανίζοντας μία αύξηση μεγαλύτερη του 45% σε σχέση με το 2017.
Οι ρυθμοί ανόδου, που αναμφίβολα συνεπικουρούνται και από τις εταιρείες ψηφιακών ψυχομετρικών εφαρμογών, περιθωριοποιούν τα παραδοσιακά ΜΜΕ, με συνέπεια η σύγκρουση των οικονομικών συμφερόντων να καθίσταται πλέον αναπόφευκτη και αδυσώπητη. Η πανδημία αποτελεί απλώς τον καταλύτη που επιταχύνει δραματικά τις εξελίξεις, με συνέπεια φαινόμενα της προσεχούς τριετίας ή πενταετίας να ενσκήψουν με τρομερή δριμύτητα και ένταση στο τρέχον δωδεκάμηνο.