Τα επόμενα χρόνια θα πούμε το χιόνι… χιονάκι
Μπορεί στην Αττική το χιόνι να έπεσε πυκνό την περασμένη Δευτέρα και να έκανε πολλές μέρες να λιώσει, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ενισχύονται οι ανησυχίες των επιστημόνων πως τα ετήσια επίπεδα χιονόπτωσης παρουσιάζουν μείωση και στην Ελλάδα, όπως σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Γης, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας της κλιματικής αλλαγής.
«Τα τελευταία χρόνια έχουμε λιγότερα χιόνια σε μεσαία και χαμηλά υψόμετρα, δηλαδή κάτω των 1.000 μέτρων, ως μέσο όρο φυσικά. Από το 2010 κι έπειτα καταγράφεται μια στατιστικά σημαντική μείωση στα υψόμετρα αυτά», λέει στην «Κ» ο Σταύρος Ντάφης, φυσικός – μετεωρολόγος, συνεργάτης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών – meteo.gr. «Στο διάστημα αυτό υπάρχει περισσότερος υετός, ο οποίος όμως λόγω των πιο αυξημένων θερμοκρασιών δεν μεταφράζεται σε χιόνι, αλλά σε βροχή. Στα ύψη άνω των 2.000 μέτρων καταγράφεται μια σταθερότητα στον αριθμό ημερών χιονόστρωσης στο διάστημα αυτό ή ακόμα και αυξητικές τάσεις, αν και αυτό δεν έχει καταγραφεί με στατιστικά σημαντικό τρόπο και δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από επίγειες παρατηρήσεις», συμπληρώνει ο κ. Ντάφης.
Δυστυχώς υπάρχει ένα έλλειμμα συστηματικής μελέτης των χιονοπτώσεων στην Ελλάδα, με χρήση και ειδικών σταθμών μέτρησης του ύψους του χιονιού. Για να καταγραφούν οι τάσεις αξιοποιούνται οι δορυφορικές εικόνες της χιονοκάλυψης, σε συνδυασμό με μοντέλα τρισδιάστατης εκτίμησης του όγκου του χιονιού. «Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μετατόπιση του χρόνου έναρξης των χιονοπτώσεων. Δηλαδή, ενώ παλαιότερα ξεκινούσαν μέσα στον Νοέμβριο, τώρα τα πρώτα χιόνια πέφτουν Δεκέμβριο. Επίσης, έρχεται πιο νωρίς και η λήξη της περιόδου του φρέσκου χιονιού. Παλαιότερα έπεφτε μέχρι και τον Απρίλιο, τώρα τελειώνει στα τέλη Μαρτίου», σημειώνει ο κ. Ντάφης.
Τον Σεπτέμβριο του 2021 παρουσιάστηκε μια ανάλυση των χρονοσειρών καταγραφής στοιχείων σχετικών με τη χιονόπτωση στο πανεπιστημιακό δάσος στο Περτούλι Τρικάλων στην κεντρική Πίνδο, σε υψόμετρο 1.180. Την επεξεργασία πραγματοποίησαν οι Στέφανος Στεφανίδης και Δημήτριος Στάθης από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Σταύρος Ντάφης από το Αστεροσκοπείο Αθηνών. Από τους ερευνητές αναλύθηκαν χρονοσειρές για το ύψος του χιονιού της περιόδου 1961-2016. Τα αποτελέσματα έδειξαν φθίνουσες τάσεις στην ετήσια και εποχική συσσώρευση χιονιού, στατιστικά σημαντική όμως μόνο το φθινόπωρο. Η διαταραχή της σταθερότητας του ύψους του χιονιού αρχίζει να εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1980 για το φθινόπωρο. Στη μελέτη καταγράφεται μια μέση μείωση του ύψους χιονιού στο έδαφος ανά δεκαετία κατά -6,3% στο σύνολο του έτους, -5,6% τον χειμώνα, -11,3% το φθινόπωρο και -5,7% τους ανοιξιάτικους μήνες. Τα δορυφορικά δεδομένα χιονοκάλυψης στην ίδια περιοχή, γύρω από τον μετεωρολογικό σταθμό του Περτουλίου, δεν δείχνουν στατιστικά σημαντική μείωση του αριθμού ημερών με χιόνι στο έδαφος, γιατί η χιονοκάλυψη σε μεγάλο υψόμετρο ευνοείται από την αύξηση του διαθέσιμου υετού. «Παρόμοια αποτελέσματα παρουσιάζουν και άλλες ανεξάρτητες επιστημονικές εργασίες στην Ευρώπη, για τις Αλπεις και τα Πυρηναία. Πέρα από τους φυσιολογικούς κύκλους του κλίματος που εξηγούν εν μέρει τις αυξομειώσεις του πάχους χιονιού στα ορεινά της Ευρώπης, τα κλιματικά μοντέλα που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα προβλέπουν μια περαιτέρω μείωση του αριθμού ημερών με χιόνι στα ημιορεινά και πεδινά τμήματα τα επόμενα 20 χρόνια. Στη χώρα μας αυτή η μείωση μπορεί να είναι τοπικά μεγαλύτερη από -20%, σύμφωνα με το μετριοπαθές σενάριο της παγκόσμιας εξέλιξης συγκεντρώσεων αερίων του θερμοκηπίου (RCP4.5). Αυτά τα δεδομένα δεν αποκλείουν την αυξημένη συχνότητα εκδήλωσης ακραίων χιονοπτώσεων (με μεγάλο πάχος χιονιού) σε χαμηλά υψόμετρα, μια και ένα θερμότερο κλίμα σημαίνει και πιο ασταθείς καιρικές συνθήκες», σημειώνει ο κ. Ντάφης.
Η μελέτη των Φινλανδών
«Μελέτη ερευνητών του φινλανδικού Μετεωρολογικού Ινστιτούτου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature, κατέγραψε σαφή πτώση στις μακροπρόθεσμες τάσεις χιονοπτώσεων». Βασικό συμπέρασμα της μεγάλης έρευνας είναι πως μειώνεται σημαντικά η χιονοκάλυψη, ιδίως κατά τα τέλη της άνοιξης. Τα χιόνια τείνουν να λιώνουν νωρίτερα.
Τι συνέπειες θα έχουν αυτές οι τάσεις; «Δισεκατομμύρια άνθρωποι βασίζονται στο χιόνι για πόσιμο νερό. Ο ρόλος του χιονιού ως υδάτινος πόρος είναι ενδεχομένως η σπουδαιότερη πτυχή του», σημείωνε σε άρθρο στο Euronews ο δρ Ντέιβιντ Ρόμπινσον, κλιματολόγος στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς. «Δίχως το χιόνι η επιφάνεια της Γης απορροφάει περισσότερη ενέργεια. Αν τα χιόνια λιώσουν νωρίτερα μέσα στην άνοιξη, η άνοδος της θερμοκρασίας επιταχύνεται. Το καλοκαίρι θα είναι πιθανώς πιο ζεστό και το έδαφος πιο άνυδρο», συμπλήρωσε ο δρ Ρόμπινσον.
Στην Ελλάδα, την περίοδο 2004-2021, ο μέσος όρος του ποσοστού της χιονοκάλυψης κυμαίνεται από 10% έως 20% του συνολικού εδάφους την περίοδο από 20 Δεκεμβρίου έως 20 Φεβρουαρίου, με μεγάλες αυξομειώσεις βέβαια ανάλογα με τις ημερήσιες καιρικές συνθήκες. Από το 2005 και μετά τα έξι πιο σημαντικά γεγονότα με χιονόστρωση πάνω από τη μισή έκταση της χώρας, είναι: 5 Φεβρουαρίου 2005 – χιονοκάλυψη 62%, 17 Δεκεμβρίου 2010 – 60%, 31 Δεκεμβρίου 2014 – 70%, 11 Ιανουαρίου 2017 («Αριάδνη») – 79%, 7 Ιανουαρίου 2019 («Σοφία» και «Τηλέμαχος») – 63%, 14 Φεβρουαρίου 2021 («Μήδεια») – 76%. Η κακοκαιρία «Ελπίς» επέδρασε κυρίως στον νότο και σκέπασε με χιόνι το 26% της χώρας, βεβαίως και την πυκνοκατοικημένη Αττική. Οσον αφορά το ύψος χιονιού, το meteo.gr υπολόγισε πως στην Αθήνα έπεσαν περίπου 20 εκατοστά. Στον σταθμό μέτρησης ύψους χιονιού που διατηρεί το Αστεροσκοπείο πάνω από τα Ανώγεια, κοντά στο οροπέδιο Νίδας σε υψόμετρο 1.480 μέτρων, έπεσαν περίπου 50 εκατοστά χιονιού, από τις 20 έως τις 25 Ιανουαρίου, φτάνοντας τα 93 εκατοστά σύνολο.