Τhe French Dispatch: Ένα αισθησιακό κομψοτέχνημα

«Η γαλλική αποστολή» του Wes Anderson είναι μία ταινία φόρος τιμής στη δημοσιογραφία - Ένα αισθησιακό κομψοτέχνημα με λαμπερό cast.

Τhe French Dispatch: Ένα αισθησιακό κομψοτέχνημα

Μάλλον προβλέψιμα, το The French Dispatch μοιάζει με ένα ακόμα φυσικό βήμα στην καριέρα του Wes Anderson. Ο Αμερικανός δημιουργός, εξαιρουμένου θα έλεγα μόνο του Bottle Rocket που είναι και η πρώτη του ταινία, φαντάζει σε μια πολύ συγκεκριμένη πορεία αισθητικής έκφρασης και κάθε νέα του ταινία παρά μια ακόμα πιο ραφιναρισμένη εκδοχή της. Το French Dispatch είναι οπότε, φυσιολογικά, η πιο “Wes Anderson” ταινία του Wes Anderson. Μέχρι την επόμενη.

Η “χάρτινη” υφή του, με την απουσία του βάθους στο κάδρο, οι εκπληκτικές συνθέσεις παστέλ χρωμάτων, η συμμετρία, η επιτηδευμένη, χειροποίητη θεατρικότητα του κόσμου του, οι παιχνιδιάρικες νότες του Desplat. Όλα είναι εδώ και συντονίζονται από έναν μαέστρο που φαίνεται να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Προσωπικά, το στυλ του μου αρέσει. Και όχι μόνο για την οπτική του ταυτότητα. Θα έλεγα πως για μένα, η “καρδιά” του χτυπά στους χαρακτήρες. Η συναισθηματική και επικοινωνιακή τους ευθύτητα που έρχεται σε αντίθεση με τις μετρημένες, φειδωλές εκφράσεις τους, τούς μετατρέπει σε ένα είδος ιδιαίτερου παραμυθένιου ήρωα, υπογραμμίζοντας σχεδόν ό,τι κάνουν με μια αμήχανη κωμική ενέργεια.

Οι ήρωες στο σύμπαν του Anderson δεν είναι “άγιοι” αλλά είναι πάντα ειλικρινείς και αγνοί, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Αυτό, με κάποιον τρόπο, τους εξευγενίζει. Νομίζω επειδή μοιάζουν με παιδιά, είναι πολύπλοκοι και απλοί ταυτόχρονα. Παιγμένοι συχνά σαν “ξύλινες” καρικατούρες, αλλά με αληθινό ανθρώπινο βάθος που πηγαίνει πολύ παραπέρα από αυτήν την επιφανειακή τους εκκεντρικότητα. Στο The French Dispatch, ευτυχώς, δεν έχουμε μόνο την αναμενόμενη αψεγάδιαστη αισθητική, αλλά και πιθανότατα την πιο πλούσια και πολύπλοκη ταινία του σε επίπεδο χαρακτήρων και θεμάτων. Όπως στους πιο ολοκληρωμένους ήρωες του Anderson, πολλές φορές είναι αδύνατον να τους ψυχολογήσεις, να τους βάλεις “ταμπέλα” και αδυνατείς, όχι γιατί δεν υπάρχει τίποτα από πίσω αλλά γιατί, παρότι εκφρασμένοι φειδωλά, έχουν μια εσωτερική ζωντάνια που εκδηλώνεται στις αντιφάσεις και τις δραματικές αποφάσεις τους.

Η ταινία είναι ένα κολλάζ τεσσάρων μικρών αφηγήσεων που προέρχονται από την τελευταία έκδοση ενός περιοδικού. Κάθε άρθρο του εντύπου έχει μετατραπεί σε μια μικρή ιστορία με αφηγητή τον ίδιο τον αρθρογράφο, θίγοντας εν τέλει, μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Αυτό που έχει επιτύχει είναι ότι, ακριβώς σαν ένα καλό άρθρο, αυτές οι ιστορίες μοιάζουν μ’ ένα μικρό εύστοχο “παράθυρο” σε ένα πολύ μεγαλύτερο και πολυπλοκότερο σύμπαν, που φωτίζουν μεν καταστάσεις και πρόσωπα, αλλά δεν εξαντλούν το μυστήριό τους. Η δεύτερη από αυτές, αφιερωμένη σε έναν -το λιγότερο- ανισόροπο φυλακισμένο καλλιτέχνη (Benicio Del Toro) που ανακαλύπτεται από έναν συγκρατούμενό του, εκτιμητή τέχνης και γίνεται τεράστιο όνομα στους κύκλους της τέχνης είναι νομίζω μια από τις πιο ενδιαφέρουσες θεματικά ολόκληρης της φιλμογραφίας του Anderson. Η ματιά του στον καλλιτέχνη, την μούσα, τον “έμπορό” του και τον κριτικό, έχει εκτός από κωμική ευστροφία και πολυπλοκότητα και δυναμική που δεν μας έχει συνηθίσει.

Το ίδιο και η τελευταία ιστορία, όπου ο Jeffrey Wright υποδύεται έναν δημοσιογράφο καθαρά εμπνευσμένο από τον James Baldwin, η οποία νομίζω είναι μια από τις πιο διακριτικά συγκινητικές στιγμές του. Σε αυτήν μας αφηγείται την ιστορία ενός ειδικού σεφ της αστυνομίας που όταν ο γιος του κομισάριου πέφτει θύμα απαγωγής, θυσιάζεται για να τον σώσει. Ο Anderson, αυτήν την αλλόκοτη ιστορία, την μετατρέπει με μαεστρία σε ένα βαθύτατα ανθρώπινο και ηρωικό πορτραίτο ενός “ξένου”. Οι υπόλοιπες δύο ιστορίες δεν με συγκίνησαν τόσο αλλά σίγουρα δεν είναι αδιάφορες.

Στη μία, αυτή μάλιστα που βρίσκεται στην αρχή, ο Owen Wilson μας ξεναγεί στην φανταστική γαλλική πόλη του Ennui μέσα από τα χρόνια, εστιάζοντας στα κακόφημα σοκάκια και τα καταγώγια της, φανερώνοντας εν τέλει μια επιφανειακή αλλαγή με το πέρασμα του καιρού. Ενώ στην άλλη, ακολουθούμε την ιστορία μιας δημοσιογράφου (Frances Mcdormand) που μπλέκεται σε μια φοιτητική εξέγερση που έχει ξεσπάσει στην πόλη και ηγείται ο νεαρός Zeffirelli (Timothée Chalamet). Είναι μια εξίσου πλούσια σε αναγνώσεις ιστορία με επίκεντρο την ιδέα της δημοσιογραφικής ουδετερότητας, και ταυτόχρονα μια μελαγχολική σάτιρα των νεανικών επαναστάσεων.

Το ίδιο και η τελευταία ιστορία, όπου ο Jeffrey Wright υποδύεται έναν δημοσιογράφο καθαρά εμπνευσμένο από τον James Baldwin, η οποία νομίζω είναι μια από τις πιο διακριτικά συγκινητικές στιγμές του. Σε αυτήν μας αφηγείται την ιστορία ενός ειδικού σεφ της αστυνομίας που όταν ο γιος του κομισάριου πέφτει θύμα απαγωγής, θυσιάζεται για να τον σώσει. Ο Anderson, αυτήν την αλλόκοτη ιστορία, την μετατρέπει με μαεστρία σε ένα βαθύτατα ανθρώπινο και ηρωικό πορτραίτο ενός “ξένου”. Οι υπόλοιπες δύο ιστορίες δεν με συγκίνησαν τόσο αλλά σίγουρα δεν είναι αδιάφορες.

Στη μία, αυτή μάλιστα που βρίσκεται στην αρχή, ο Owen Wilson μας ξεναγεί στην φανταστική γαλλική πόλη του Ennui μέσα από τα χρόνια, εστιάζοντας στα κακόφημα σοκάκια και τα καταγώγια της, φανερώνοντας εν τέλει μια επιφανειακή αλλαγή με το πέρασμα του καιρού. Ενώ στην άλλη, ακολουθούμε την ιστορία μιας δημοσιογράφου (Frances Mcdormand) που μπλέκεται σε μια φοιτητική εξέγερση που έχει ξεσπάσει στην πόλη και ηγείται ο νεαρός Zeffirelli (Timothée Chalamet). Είναι μια εξίσου πλούσια σε αναγνώσεις ιστορία με επίκεντρο την ιδέα της δημοσιογραφικής ουδετερότητας, και ταυτόχρονα μια μελαγχολική σάτιρα των νεανικών επαναστάσεων.

Πηγή: unboxholics