Η φενάκη του Ελληνικού κορμού
Πριν αρχίσετε την ανάγνωση των σημερινών σκέψεων οφείλω να σας προειδοποιήσω: Σήμερα σε αυτή τη στήλη θα γίνουμε δυσάρεστοι.
Θα δούμε την αλήθεια κατάματα και θα επισημάνουμε γεγονότα και καταστάσεις που δεν αρέσουν σε κανέναν, πολλώ δε μάλλον σε εμάς τους ίδιους.
Αντικείμενο λοιπόν της συγκεκριμένης ανάλυσης θα είναι μια αυτοματοποιημένη, σκουριασμένη και εκ του αποτελέσματος ολέθρια συνταγή επιτυχίας: Ο περίφημος «Ελληνικός κορμός».
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Για να γίνουμε περισσότερο σαφείς, οφείλουμε να συνοψίσουμε εξατομικευμένα την φετινή προσφορά των Eλλήνων παικτών του ρόστερ, εξαιρώντας φυσικά το δίδυμο των αρχηγών Σπανούλη-Πρίντεζη εφόσον το συγκεκριμένο δίδυμο έχει κερδίσει το δικαίωμα της απόλυτης ασυλίας, μετά την ανυπέρβλητη, μακροχρόνια και αδιαπραγμάτευτη προσφορά του στην ομάδα.
Ξεκινώντας από τους Έλληνες με τους περισσότερο πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Κώστας Παπανικολάου διήνυσε μια σεζόν με αρκετά σκαμπανεβάσματα, συμπαρασυρόμενος στο μεγαλύτερο διάστημα από τη γενική μετριότητα του συνόλου. Όμως αυτός ήταν πάντα ο αγωνιστικός χαρακτήρας του Παπανικολάου. Ένας παίκτης ομάδας, άρρηκτα συνδεδεμένος με τη συνολική αγωνιστική συμπεριφορά των συμπαικτών του. Στο τέλος της ημέρας όμως, ο απολογισμός των 6,7 πόντων μ.ο στη Εuroleague και του 36,9% στα τρίποντα, δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό που ζητάει ο Ολυμπιακός από το βασικό του τριάρι, και ακόμη περισσότερο από τον αρχηγό της επόμενης ημέρας!
Συνεχίζοντας με τις «παλιοσειρές», περνάμε στην απόλυτη απογοήτευση της φετινής σεζόν, τον Βαγγέλη Μάντζαρη. Τα στατιστικά στην περίπτωση του Μάντζαρη είναι αμείλικτα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: 1,3 πόντοι μ.ο στην Euroleague και 23,5% ποσοστό στα σουτ 3 πόντων. Σε ό,τι αφορά την κατακόρυφη αγωνιστική πτώση, από το να αναλωθούμε σε καφενειακές εικασίες για «εθισμούς» και «μαχαιρώματα με τον προπονητή», προτιμότερο είναι να επισημάνουμε τα εξής:
Ο συγκεκριμένος παίκτης δεν αποτέλεσε ποτέ πρωταγωνιστή της ομάδας. Διατηρούσε όμως σε πολύ καλό βαθμό στο παιχνίδι του ορισμένα στοιχεία που τον έκαναν απαραίτητο συστατικό του οικοδομήματος: Καλή ατομική άμυνα, ηρεμία στο κατέβασμα της μπάλας και αξιοπρεπέστατο στατικό σουτ 3 πόντων. Το γιατί αυτά τα στοιχεία έχουν εξαφανιστεί και ο παίκτης τα τελευταία δύο χρόνια είναι σκιά του εαυτού του, οφείλουν να το ανακαλύψουν ο προπονητής, εφόσον συνεχίσει, και οι άνθρωποι που κυριολεκτικά τον χρυσοπληρώνουν!
Περνώντας στον “rookie” του Ελληνικού κορμού, Σάσα Βεζένκωφ, τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα. Η απόφαση για την απόκτηση του ανήκε 100% στη διοίκηση, αλλά ο Μπλατ έδειχνε εξαρχής να τον υπολογίζει ως διάδοχο του Πρίντεζη, γεγονός που εξηγεί και την προβληματική καθιέρωση του Ζακ Λεντέι στη θέση του σέντερ, παρ’ότι η σωματοδομή και η αμυντική του συμπεριφορά αρμόζουν ξεκάθαρα σε power forward. Ο Βεζένκοφ παρόλα αυτά δεν μπόρεσε όχι μόνο να ξεχωρίσει, αλλά και να σταθεί αξιοπρεπώς μέσα στη σεζόν. Με εξαίρεση λίγα παιχνίδια που σημείωσε διψήφιο αριθμό πόντων, χάθηκε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, περιοριζόμενος σε 10 λεπτά συμμετοχής και 3,7 πόντους μ.ο. Η ευθύνη για τον συγκεκριμένο φιάσκο βαραίνει εις ολόκληρον και τον Ντέιβιντ Μπλατ, ο οποίος κατάφερε να τον «κάψει» μπασκετικά, παρόλο που ο νεαρός δεν έδωσε ποτέ δικαιώματα με τη συμπεριφορά του, εν αντιθέσει με άλλους Έλληνες. Κοντολογίς, παρά τη φετινή του μετριότητα, το project Βεζένκοφ πρέπει να στηριχθεί από τη διοίκηση, και αν μη τι άλλο θα κριθεί με ασφάλεια μεταγενέστερα.
Σε ό,τι αφορά τον Γιώργο Μπόγρη, η λογική της απόκτησης του το περσινό καλοκαίρι, έμοιαζε τεκμηριωμένη. Η διοίκηση είχε καεί από την πανάκριβη περίπτωση του Πάτρικ Γιάνγκ, και ζητούσε για τον ρόλο του τρίτου σέντερ έναν παίκτη που γνώριζε καταστάσεις και ήταν διατεθειμένος να αγωνίζεται κυρίως στο Ελληνικό πρωτάθλημα. Όσοι περίμεναν αγωνιστική μεταμόρφωση του Μπόγρη στα 28 του χρόνια, μπορούν να χαρακτηριστούν στην καλύτερη περίπτωση αφελείς. Ο Γιώργος λοιπόν, προσέφερε αυτά για τα οποία αποκτήθηκε. Αν μπροστά του υπήρχαν αθλητικοί σέντερ επιπέδου Μπιρτς ή Χάντερ και όχι Μακλίν ή ΛεΝτέι, όχι μόνο δεν θα εξετίθετο, αλλά όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι και με το παραπάνω. Μόνη πραγματικά επιλήψιμη συμπεριφορά του, η διαρκής ενασχόληση με αντιπάλους παίκτες ή οπαδούς, που τον φέρνουν διαρκώς στο επίκεντρο της κριτικής και δημιουργούν αχρείαστες αναταραχές.
Τέλος, η φετινή σεζόν του Δημήτρη Αγραβάνη δεν χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης. Τραυματισμοί, περιφρόνηση από τον Ντέιβιντ Μπλατ, βόλτες μεταξύ πάγκου και εξέδρας και μπόλικη γκρίνια. Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις στο ΣΕΦ, αντιλαμβάνονται ακριβώς για ποιο πράγμα γίνεται λόγος. Αν και εφόσον ο προπονητής δεν τον υπολογίζει καλό θα είναι η διοίκηση να τον απομακρύνει οριστικά ή ως δανεικό. Διότι αν η εμπειρία των αποδυτηρίων έχει κάτι να μας διδάξει, αυτό είναι πως η ύπαρξη δυσαρεστημένων και (κατά φαντασίαν) αδικημένων παικτών, δεν κάνει καλό σε κανέναν. Αυτά προς το παρόν…
Κοντολογίς, στη δυσκολότερη σεζόν της σύγχρονης ιστορίας του Ολυμπιακού, στην περίοδο που οι γηγενείς παίκτες έπρεπε να βγουν μπροστά και να αποτελέσουν αγωνιστική ασπίδα κόντρα στους αγωνιστικούς αντιπάλους και στους εξωαγωνιστικούς εχθρούς της ομάδας, ο πολυδιαφημισμένος «ελληνικός κορμός» αποτέλεσε όχι την αιχμή του δόρατος, αλλά την αχίλλειο πτέρνα του ερυθρόλευκου οργανισμού! Οι Έλληνες δεν φταίνε για τα πάντα, προς θεού, αλλά καλώς ή κακώς από εκείνους υπάρχουν αυξημένες απαιτήσεις.
Οι αδερφοί Αγγελόπουλοι, επέλεξαν να ακολουθήσουν τυφλά μια πεπατημένη, παρωχημένη συνταγή θέτοντας ως πρώτο κριτήριο ενός υποψήφιου μεταγραφικού στόχου όχι την αγωνιστική συνεισφορά, αλλά την Ελληνική υπηκοότητα.
Υπήρχαν κακές σχέσεις των συγκεκριμένων αθλητών με τον προπονητή; Πιθανότατα. Ένιωσαν αδικημένοι; Προφανώς. Αλλά σε ποια αποδυτήρια και σε ποιον οργανισμό παγκοσμίως δεν υπάρχουν εσωτερικές προστριβές;
Το υποτιθέμενο «πάθος» των Ελλήνων παικτών είναι ένα βολικό άλλοθι για την επιλογή της αλόγιστης Ελληνοποίησης αλλά, κακά τα ψέματα, το πάθος εξαρτάται από τον χαρακτήρα και όχι από την εθνικότητα. Και όποιος έχει ενστάσεις επ’αυτού ας ξαναδεί τους λυγμούς του Μπριάντε Γουέμπερ μετά το μάτς με την Ζαλγκίρις. Του Γουέμπερ, που βρίσκεται στην ομάδα περίπου 40 μέρες.
Τα δάκρυα του Αμερικανού, ίσως να ήταν περισσότερα από τον ιδρώτα που έχυσαν ορισμένοι από τους Έλληνες παίκτες στο κρισιμότερο ματς της σεζόν…