Μίλαν Τόμιτς στο ΦΩΣ: «Πεπρωμένο μου ο Ολυμπιακός, έτσι το σηκώσαμε στην Πόλη»

Διαβάστε το πρώτο μέρος της μεγάλης συνέντευξης του Μίλαν Τόμιτς στο «ΦΩΣ». Ο ερχομός του στον Ολυμπιακό, οι τίτλοι, ο ρόλος του ως βοηθού προπονητή, αλλά και ο λόγος που αποχώρησε το 2018. Τι είπε για Κόκκαλη, Τελ Αβίβ, Ιωαννίδη, την ιαχή στην Πόλη για τον Σλούκα

Μίλαν Τόμιτς στο ΦΩΣ: «Πεπρωμένο μου ο Ολυμπιακός, έτσι το σηκώσαμε στην Πόλη»

Ο Μίλαν Τόμιτς είναι μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στην ιστορία του Ολυμπιακού. Όχι μόνο στο μπάσκετ, αλλά σε όλα τα αθλήματα του συλλόγου. Αγωνίστηκε ως παίκτης 13 χρόνια, ενώ για 10 σερί σεζόν ήταν μέλος του προπονητικού τιμ. Ο μόνος που έχει δώσει το «παρών» στα 3 πρωταθλήματα Ευρώπης των «ερυθρολεύκων» τόσο ως παίκτης όσο και ως κόουτς. Ήταν εκεί και στα 10 φάιναλ φορ των Πειραιωτών. Ένας εκ των θρύλων του Θρύλου, ο οποίος υπηρέτησε με πίστη, πάθος, αφοσίωση και αγάπη για 23 χρόνια την ομάδα μπάσκετ του Ολυμπιακού. Ο σπουδαίος Μίλαν Τόμιτς παραχώρησε στο «ΦΩΣ» μεγάλη συνέντευξη και τα λόγια του έχουν ενδιαφέρον.

Διαβάστε το πρώτο μέρος

- Μίλαν, φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από τη στιγμή που ήρθες στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό. Ήσουν μόλις 18 ετών το 1991. Πώς έγινε η μεταγραφή σου;

«To 1991, όταν ήμουν όντως μόλις 18 ετών, μου έγινε μία ξαφνική πρόταση. Κάναμε προετοιμασία με τη Ράντνιτσκι, την τότε ομάδα μου στη Σερβία. Ετοιμαζόμασταν για ένα φιλικό ματς και μία μέρα πριν από το παιχνίδι είχε γίνει ένα τηλεφώνημα από έναν γνωστό μου. Μου λέει "θες να πας στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό; Υπάρχει πρόταση". Άρχισα να τον ρωτάω πληροφορίες, γιατί τότε ο Ολυμπιακός δεν ήταν το ευρωπαϊκό μεγαθήριο που έγινε και είναι. Δεν συμμετείχε καν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ήταν στην έβδομη και όγδοη θέση. Στο εξωτερικό δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός. Μου είπαν πως ήρθε ο κόουτς Ιωαννίδης από τον Άρη στον Ολυμπιακό, ενώ η ομάδα απέκτησε τότε και τον Ζάρκο Πάσπαλι, ο οποίος ήταν ένας σούπερ σταρ, βασικός με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας. Μου τόνισαν πως γίνεται μία νέα προσπάθεια να πρωταγωνιστήσει η ομάδα, με τον Σωκράτη Κόκκαλη να έχει αναλάβει ως πρόεδρος και να έχει υψηλούς στόχους.

Εκείνη τη χρονιά είχαμε παίξει προκριματικά εφήβων, εγώ με την τότε ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Εκεί είχαμε για προπονητή τον Ντέγιαν Σίρζιτς, ο οποίος ήταν βοηθός στον Άρη και του Γιάννη Ιωαννίδη. Τον είχε ρωτήσει λοιπόν ο Ιωαννίδης αν έχει κάποιο ταλέντο στη θέση του πλέι μέικερ και με ξεχώρισε. Είχα παίξει καλά με εκείνη την ομάδα και μου είπε "έλα να σε δούμε". Μίλησα με τη μάνα μου, μου λέει "κάνε ό,τι πιστεύεις, η απόφαση είναι δική σου". Μου είχε μεγάλη εμπιστοσύνη, γιατί από 15 ετών ήμουν στην πρώτη ομάδα. Ήμουν παιδί που από πολύ μικρή ηλικία ήμουν ανεξάρτητος. Μου είχε εμπιστοσύνη. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πίστεψα στην πρόταση του Ολυμπιακού, την επόμενη μέρα μπήκα στο αεροπλάνο και ήρθα στην Ελλάδα. Έφτασα, έκανα προπονήσεις, υπέγραψα το συμβόλαιο παρουσία του Γιώργου Σαλονίκη, γύρισα στη Σερβία για να πάρω τα πράγματά μου. Και μετά έμεινα πάλι στην Ελλάδα, στην οποία τελικά έμεινα για τριάντα χρόνια».

- Έμαθες και αρκετά γρήγορα την ελληνική γλώσσα.

«Μόλις ήρθα στην Ελλάδα, ένιωσα πάρα πολύ οικεία. Ένιωσα άνετα, όμορφα. Είχε μία θετική αύρα. Από την πρώτη μέρα που ήρθα στη χώρα ένιωσα πολύ καλά. Ένιωθα σαν στο σπίτι μου. Ωραίος καιρός, ο κόσμος, η νοοτροπία. Ίσως γιατί ταιριάζουμε και ως λαοί οι Έλληνες με τους Σέρβους. Ξέρεις, είχα έρθει στην Ελλάδα για πρώτη φορά ως έφηβος, λίγο νωρίτερα, με δύο φίλους και είχαμε κάνει διακοπές στην Καβάλα! Εντελώς αυθόρμητα. Ήταν καλοκαίρι, περπατούσαμε στον δρόμο, υπήρχε ένα τουριστικό γραφείο, έλεγε "ταξίδι στην Ελλάδα και στην Καβάλα" και είπαμε «πάμε!». Από τότε μου άρεσε πάρα πολύ η χώρα. Η Ελλάδα και ο Ολυμπιακός ήταν το πεπρωμένο μου. Δεν δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ. Ήθελα να μάθω και τη γλώσσα, είχαμε και Έλληνες στην ομάδα και κάθε φορά τούς ρωτούσα "τι σημαίνει αυτό, πώς το λένε αυτό;", οπότε έμαθα γρήγορα τα ελληνικά. Ο πατέρας μου έλεγε "μάθε μία ξένη γλώσσα και τέλειωσε ένα πανεπιστήμιο". Δεν είχα σκοπό να κάτσω τριάντα χρόνια, αλλά να που παντρεύτηκα και έκανα και οικογένεια στην Ελλάδα. Έγινε η δεύτερη πατρίδα μου».

- Τα βήματα που έκανε ο Ολυμπιακός όταν ήρθες ήταν τεράστια. Από όγδοος το 1991, έφτασε το 1994 στην κατάκτηση του νταμπλ στην Ελλάδα και με παρουσία στον τελικό του φάιναλ φορ στην Ευρώπη. Ποιο ήταν το μυστικό;

«Έγιναν όντως τεράστια βήματα. Η ομάδα εκτοξεύτηκε μέσα σε λίγα χρόνια. Κάθε σεζόν πηγαίναμε όλο και πιο μακριά. Το μυστικό ήταν οι σωστές επιλογές παικτών, ο κατάλληλος προπονητής, η δυνατή διοίκηση. Ως ομάδα είχαμε μία τρομερή χημεία μεταξύ μας. "Δέσαμε" από πολύ νωρίς. Στο ξεκίνημα μας έδωσε μεγάλη ώθηση ο Ζάρκο (Πάσπαλι) με την κλάση του και μετά ακολουθήσαμε και οι υπόλοιποι. Ο Τάρλατς, ο Νάκιτς, εγώ, ο Σιγάλας, ο Φασούλας, ο Μπακατσιάς, ο Τάρπλεϊ, ο Μπέρι, ο Τζόνσον. Είχαμε καλούς παίκτες. Πιστεύω πως το μυστικό ήταν η καλή χημεία και το κλίμα που έφτιαξε ο Ιωαννίδης. Αποκτήσαμε μία νοοτροπία νικητή, είχαμε όλοι "δίψα" και κίνητρο. Ήταν εντυπωσιακό! Από την όγδοη θέση το 1991, το 1994 φτάσαμε μία... ανάσα από το τριπλ κράουν. Νταμπλ στην Ελλάδα, πρωταθλήματα, είχαμε γίνει ευρωπαϊκή υπερδύναμη. Ήμασταν ενωμένοι ως ομάδα. Κάναμε παρέα, παίζαμε ο ένας για τον άλλον, ήμασταν φίλοι μεταξύ μας. Και οι δεκαπέντε παίκτες κάναμε παρέα εντός και εκτός γηπέδου. Υπήρχε φοβερή ατμόσφαιρα. Ξέρεις, σε ένα λάθος, σε μια κακή στιγμή, ο ένας στήριζε τον άλλον, δεν έριχνε ευθύνη. Λεπτομέρεια, αλλά πολύ σημαντική! Χημεία, καλοί χαρακτήρες και φυσικά εξαιρετικοί παίκτες. Αυτό ήταν το μυστικό και ήταν αναμενόμενο να πετύχουμε».


- Πώς χάθηκε το πρώτο τριπλ κράουν το 1994; Εκείνος ο τελικός στο Τελ Αβίβ «πονούσε» για χρόνια τον φίλαθλο κόσμο της ομάδας. Μου είχες πει κάποτε πως το 2012... ξόρκισε εκείνο το ματς.

«Στο Τελ Αβίβ το '94 θα έλεγα πως είχε δημιουργηθεί ένα "χάος" πριν από τον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό. Ήταν λες και επρόκειτο για ματς "ζωής ή θανάτου". Υπήρχε από όλους τεράστια πίεση, ένα μεγάλο "πρέπει", να νικήσουμε τον Παναθηναϊκό. Ήταν λες και πηγαίναμε σε... πόλεμο. Χιλιάδες φίλαθλοι δικοί μας ερχόντουσαν από τον Πειραιά στο Τελ Αβίβ, όλοι ασχολούνταν με αυτό το ματς, οπότε θα έλεγα πως αντιμετωπίσαμε σαν τελικό εκείνο το παιχνίδι. Υπήρχε λίγο μία νοοτροπία "κερδίστε τον Παναθηναϊκό και ας γίνει ό,τι είναι να γίνει στον τελικό". Είχαμε τρομερή ομάδα τότε, ήμασταν και φαβορί να πάρουμε το τρόπαιο. Ήμασταν καλύτεροι από τον Παναθηναϊκό, τους νικήσαμε δίκαια, αλλά κάπου ίσως... αδειάσαμε. Στον τελικό με την Μπανταλόνα ήμασταν καλύτερη ομάδα. Και ως σύνολο και ως ρόστερ. Ήμασταν μπροστά στο σκορ συνέχεια, κερδίζαμε και ξαφνικά στα τελευταία 5-6 λεπτά... κολλήσαμε. Δεν μπορούσαμε να βάλουμε την μπάλα στο καλάθι και χάσαμε το τρόπαιο με οδυνηρό τρόπο. Είναι γεγονός. Μεγάλη πίκρα...

Ξέρεις, από κάθε αποτυχία θα πρέπει να βγάζεις και ένα θετικό. Να σου πω κάτι; Αν είχαμε πάρει το ευρωπαϊκό το '94, ίσως η... κατηφόρα της ομάδας να είχε αρχίσει νωρίτερα. Εκείνο το ματς θα σου έλεγα πως μας πείσμωσε όλους. Μας πλήγωσε, αλλά μας δυνάμωσε κιόλας. Υπήρχε μεγάλη "δίψα", η οποία γιγαντώθηκε στη συνέχεια. Όχι μόνο σε εμάς αγωνιστικά, αλλά και στη διοίκηση που στήριζε συνεχώς το μπάτζετ. Πήραμε πέντε σερί πρωταθλήματα στην Ελλάδα, το '95 ξανά τελικό και το '97 φυσικά πετύχαμε το ιστορικό τριπλ κράουν. Στον τελικό του 2012, με το καλάθι του Πρίντεζη στο τέλος, θα έλεγα πως όντως... ξορκίσαμε εκείνο τον τελικό. Εκεί έφυγαν όλα! Πολύ διαφορετικά συναισθήματα. Το '94 στα αποδυτήρια στην κυριολεξία κλαίγαμε από στενοχώρια και το '12 κλαίγαμε από χαρά».

- Εκείνος ο τελικός το 2012 κόντρα στην ΤΣΣΚΑ έδειχνε χαμένος. Τι άλλαξε στη συνέχεια;

«Κανείς δεν περίμενε πως θα κερδίζαμε την ΤΣΣΚΑ. Ήταν τρομερή ομάδα και εμείς το απόλυτο αουτσάιντερ. Νωρίτερα στη Μόσχα μάς είχε κερδίσει με 30 πόντους διαφορά. Αν και είχαμε κάνει εξαιρετικό ημιτελικό με την Μπαρτσελόνα, στον τελικό δεν μπήκαμε καλά. Στο 28' ήμασταν στο -19 και η κατάσταση ήταν δύσκολη. Δεν τα παρατήσαμε όμως ποτέ. Ποτέ δεν είπαμε "τελειώσαμε". Υπήρχε μία αίσθηση, μία αύρα, πως μπορούμε την ανατροπή. Το έβλεπα στα πρόσωπα των παικτών, στον κόσμο στην κερκίδα. Και αρχίσαμε να γυρνάμε το ματς. Δεχόμασταν καλάθια, αλλά βάζαμε περισσότερα εμείς. Τρίποντα, αιφνιδιασμοί, γκολ-φάουλ. Δεχόμασταν χτυπήματα, αλλά εμείς τους δίναμε πιο δυνατά, σαν μποξέρ. Ήμασταν στα σχοινιά, αλλά όρθιοι, ζωντανοί και έτοιμοι. Όλη τη χρονιά άλλωστε ήμασταν μαθημένοι στις υπερβάσεις, οπότε αυτό είχε μπολιάσει μέσα μας, στη νοοτροπία μας. Είχαμε κάνει και πιο πριν μεγάλες ανατροπές.

Σου το λέω και ανατριχιάζω, δεν θα ξεχάσω ποτέ την ιαχή που ακούστηκε από τον κόσμο μας στο γήπεδο στο τρίποντο του Κέσελι στην τελευταία περίοδο, νωρίτερα και στου Σλούκα, όταν μειώσαμε σε 53-48. Ήταν εκκωφαντική! Τόσα χρόνια στο μπάσκετ, δεν το είχα νιώσει ποτέ ξανά αυτό. Θυμάμαι ότι κοίταξα την κερκίδα μας και ο κόσμος ήταν στο.... πόδι, εκστασιασμένοι. Με μέγα πάθος στα πρόσωπά τους. Φώναζαν, μας εμψύχωναν, μας έδιναν τεράστια ώθηση. Φωνή, τραγούδι και μία θετική αύρα, μία αστείρευτη ενέργεια. Ήταν τόσο μεγάλη η πίστη του κόσμου που είχε περάσει και στους παίκτες ή αν θέλεις και το αντίθετο. Εκεί είπα "θα το γυρίσουμε". Ήμασταν όλοι μαζί, ενωμένοι σαν ένα, ήμασταν Ολυμπιακός. Όταν φτάσαμε στην τελευταία κατοχή, με το σουτ του Πρίντεζη που μας έδωσε το τρόπαιο, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν σαν παραμύθι, αλλά πέρα για πέρα αληθινό! Μοναδικό συναίσθημα χαράς».

- Tι ήταν το ξεχωριστό που είχε η ομάδα του 1997 και φτάσατε στο ιστορικό τριπλ κράουν; Σε μία σεζόν που δεν είχε ξεκινήσει καλά...

«Δεν είχαμε ξεκινήσει καθόλου καλά. Είχαμε νέο προπονητή, από τον Ιωαννίδη στον Ίβκοβιτς και προσπαθούσαμε να προσαρμοστούμε. Πρώτο ματς ήττα στο ΣΕΦ από την Άλμπα, χάσαμε μέχρι και από τον ΒΑΟ στο πρωτάθλημα. Δεν μπορούσαμε να κερδίσουμε, ειδικά εκτός έδρας είχαμε πρόβλημα. Μας βοήθησε το κλίμα που είχαμε. Επειδή ήμασταν ενωμένοι οι παίκτες, κάναμε υπομονή και περιμέναμε τη στιγμή μας. Οι ήττες δεν μας χάλαγαν την ψυχολογία. Το θυμάμαι αυτό. Είχαμε πίστη. Δεν υπήρχαν τριβές μεταξύ μας. Μιλάγαμε σαν οικογένεια και προσπαθούσαμε να βρούμε τη λύση. Παίκτες και προπονητές. Ήταν... τρελή χρονιά. Φτάνουμε στους "16", δίνουμε μία απίθανη σειρά με την Παρτιζάν. Κερδίζουμε στη Σερβία, χάνουμε στο ΣΕΦ. Άντε πάλι πίσω στο Βελιγράδι, να τρέχουμε να βγάλουμε εισιτήρια. Τους νικάμε ξανά εκτός έδρας και παίρνουμε την πρόκριση. Άλλες ομάδες θα λύγιζαν σε αυτή τη σειρά. Εμείς όμως είχαμε τρομερή χημεία.

Στην πορεία αλλάξαμε κάποια πράγματα από θέμα τακτικής. Ο Ντούντα με έβαλε δίπλα στον Ρίβερς, αρχίσαμε να παίζουμε με δύο χειριστές στην πεντάδα και βελτιωθήκαμε. Πότε έπαιζα εγώ στο "1" και ο Ντέιβιντ στο "2", πότε εγώ στο "2" και εκείνος στον "άσο", καταφέραμε και "δέσαμε" μεταξύ μας. Παίξαμε πολύ καλά σαν δίδυμο. Θα έλεγα πως με αυτή την κίνηση και μετά, άλλαξε η εικόνα της ομάδας προς το καλύτερο. Ειδικά από την προημιτελική φάση με τον Παναθηναϊκό και μετά είχαμε βρει ρυθμό και ήμασταν ασταμάτητοι. Είχαμε τρομερή κυκλοφορία της μπάλας. Με αυτόν τον τρόπο ο Ίβκοβιτς αποφόρτισε από την πίεση τον Ντέιβιντ, γιατί όλοι πήγαιναν πάνω του. Έτσι ανέδειξε ακόμη περισσότερο το ταλέντο του.

Στην πορεία εκτοξευτήκαμε ως ομάδα, κάναμε μεγάλες και επιβλητικές νίκες. Άνετο διπλό στο ΟΑΚΑ με 20 πόντους διαφορά, μετά στο ΣΕΦ πανηγυρική πρόκριση. Είχα κάνει, θυμάμαι, πολύ καλό ματς με 17 πόντους, είχα βάλει και ορισμένα μεγάλα μακρινά σουτ και πήγαμε στη Ρώμη. Ο Ντέιβιντ ήταν εκπληκτικός. Τρομερά ταχύς παίκτης. Γρήγορα πόδια, γρήγορη σκέψη. Δεν μπορούσες να τον πιάσεις. Στο φάιναλ φορ είχαμε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση πως θα πάρουμε το τρόπαιο. Περισσότερο ζοριστήκαμε στον ημιτελικό με την Ολίμπια, με τον Ρίβερς εκτός με πέντε φάουλ, με την πίεση να πέφτει πάνω μου, παρά στον τελικό με την Μπαρτσελόνα, στον οποίο κυριαρχήσαμε από την αρχή έως το τέλος».

- Ο Ολυμπιακός ήταν μία... ανάσα από το τρόπαιο, αλλά είχες και ένα άγχος. Θυμάμαι την ιστορία που είχες πει με τον Φασούλα.

«Είναι αλήθεια. Απέμενε περίπου ενάμισι λεπτό για να τελειώσει ο τελικός και πρέπει να ήμασταν μπροστά στο σκορ με 15 πόντους. Η Μπαρτσελόνα είχε παραδοθεί και εμείς ήμασταν ασταμάτητοι. Εκτελούσε κάποιος συμπαίκτης μου βολές και εγώ με τον Παναγιώτη (Φασούλα) έχουμε μείνει πίσω, στο κέντρο. Εκείνη τη στιγμή ο Παναγιώτης, όντας ενθουσιασμένος, μου λέει "Μίλαν, τέλειωσε το ματς. Επιτέλους, το πήραμε. Είμαστε πρωταθλητές Ευρώπης!". Παρά το +15, εγώ δεν ήμουν ήρεμος και του λέω "Πάνο, ήρεμα, μη λες τίποτα. Δεν τέλειωσε το ματς, έχει ακόμη χρόνο. Μη χαλαρώσουμε". Βλέπεις, όταν έχεις ζήσει την ανατροπή στο Τελ Αβίβ το '94, περιμένεις να χαρείς μόλις λήξει το ματς. Νιώθαμε πάντως σαν να παίζαμε στο ΣΕΦ. Είχαμε 8.000 κόσμο μαζί μας. Είχαμε το αίσθημα της ευθύνης να τους κάνουμε χαρούμενους, περήφανους και τους κάναμε. Ήταν η ώρα μας. Στην υποδοχή στην Αθήνα η ατμόσφαιρα ήταν εκπληκτική!».

- Ο Ολυμπιακός έδειχνε ικανός να κυριαρχήσει για τα επόμενα τουλάχιστον τρία χρόνια. Ξαφνικά έκανε 15 χρόνια να πάρει πρωτάθλημα. Τι έφταιξε;

«Όταν πήραμε το τριπλ κράουν το 1997, διοίκηση, προπονητές και παίκτες, λέγαμε με αυτοπεποίθηση "πάμε να κάνουμε το ίδιο και το 1998". Το θέλαμε και το πιστεύαμε. Οι απαιτήσεις του κόσμου παράλληλα είχαν ανέβει και θέλεις άμεσα κάτι ανάλογο. Δεν είναι όμως εύκολο να κατακτάς το τριπλ κράουν κάθε χρόνο. Νομίζω πως ήταν μεγάλο λάθος να φύγει ο Ρίβερς την επόμενη σεζόν. Τεράστια απώλεια. Δεν λέω πως ήταν απαραιτήτως λάθος του Ολυμπιακού, γιατί υπήρχε οικονομική διαφορά. Έπρεπε όμως να βρεθεί η χρυσή τομή. Παράλληλα, αποχώρησε και ο Σιγάλας, σημαντική απουσία. Αποχώρησαν λοιπόν δύο πολύτιμοι παίκτες του κορμού. Ήρθε βέβαια ο Καρνισόβας, αλλά και ο Χόκινς που δεν ήταν Ρίβερς. Είχαμε και ατυχίες με τραυματισμούς των Tάρλατς, Καρνισόβας στη συνέχεια. Όλα αυτά μας επηρέασαν.

Το 1998-99 παίξαμε αρκετά καλά, πήγαμε στο φάιναλ φορ, αλλά δυστυχώς χάσαμε εύκολα στον ημιτελικό από τη Ζαλγκίρις. Μετά ήρθε ο χαμός του πρωταθλήματος από τον Παναθηναϊκό στο ΣΕΦ, ένα ματς θα έλεγα που άλλαξε τον ρου της ιστορίας. Ήταν το τάιμινγκ που έψαχνε χρόνια ο Παναθηναϊκός για να μας προσπεράσει, γιατί πριν κυρίαρχοι ήμασταν εμείς στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Βέβαια και ο Παναθηναϊκός επένδυε πολλά χρήματα για να μας πάρει τα ηνία. Έφερνε πολύ καλούς παίκτες και ήταν ισχυρός αντίπαλος. Παρά τις αποτυχίες που είχαν πριν στον Παναθηναϊκό, με εμάς να παίρνουμε τους τίτλους, δεν σταματούσαν να βάζουν χρήματα και να προσπαθούν. Εκείνος ο τελικός άλλαξε τα δεδομένα».

- Ο Σωκράτης Κόκκαλης προσέφερε πάρα πολλά στον Ολυμπιακό και αναγέννησε το τμήμα μπάσκετ. Αισθάνθηκες τότε, επειδή είχε και το ποδόσφαιρο, πως ξαφνικά έβαλε την ομάδα σας σε... δεύτερη μοίρα;

«Ο κύριος Κόκκαλης έδωσε πάρα πολλά στον Ολυμπιακό, του έχω μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό και είναι ένας άνθρωπος που έκανε την ομάδα κυρίαρχη σε Ελλάδα και Ευρώπη και αυτό του το αναγνωρίζουν όλοι. Δεν θα συμφωνήσω σε αυτό. Και το '98, και το '99, αλλά και το 2000, σίγουρα έως και το 2002, έβαζε χρήματα και επένδυε. Το 2000 θυμάμαι παίξαμε σούπερ, με Έντουαρντς, με Ρόμπινσον, με Ιωαννίδη που ξαναγύρισε. Θυμάμαι ότι στο πρωτάθλημα είχαμε νικήσει μέσα-έξω την ΑΕΚ και τον Παναθηναϊκό, τελειώσαμε πρώτοι στην κανονική περίοδο, αλλά μετά δεν τα καταφέραμε. Μετά με τον Ζούρο, ήρθε ο Οικονόμου, ο Ράτζα, ξανά πίσω ο Ρίβερς. Μετά ο Ρισασέ, ο Παπαλουκάς, ο Φορντ, έκανε επενδύσεις, αλλά μας έλειπε το πρωτάθλημα. Δεν νομίζω πως ήταν πρόβλημα που ασχολιόταν και με το ποδόσφαιρο».

- Το 2018 αποχώρησες από τον Ολυμπιακό κάπως αθόρυβα. Τι συνέβη;

«Αποχώρησα γιατί δεν μου προτάθηκε κάτι. Δεν υπήρξε ποτέ κάποια πρόταση. Κάποια στιγμή η διοίκηση με ενημέρωσε πως θα αναλάβει ο Ντέιβιντ Μπλατ και ο νέος προπονητής ήθελε να έχει καθαρά το δικό του επιτελείο και συνεργάτες. Μία απόφαση σεβαστή. Δεν υπάρχει όμως πικρία. Όλοι ξέρετε πώς αισθάνομαι για τον Ολυμπιακό και τι σημαίνει αυτή η ομάδα για εμένα. Αγαπώ τον Ολυμπιακό. Στη συνέχεια και εγώ κοίταξα το μέλλον μου. Ήρθε μία καλή πρόταση από τον Ερυθρό Αστέρα για πρώτος προπονητής και τη δέχθηκα. Ξέρω τις δυνατότητές μου ως κόουτς και ήταν μία καλή ευκαιρία για εμένα. Στον Ερυθρό Αστέρα έδειξα τις ικανότητές μου. Από τους τέσσερις τίτλους που διεκδικήσαμε, πήραμε τους τρεις. Σε μία σεζόν μάλιστα για τον Αστέρα όπου υπήρχαν πίεση και απαιτήσεις, διότι η προηγούμενη ήταν αποτυχημένη, χωρίς τίτλους».

- Με τον Ερυθρό Αστέρα ως πρώτος προπονητής όντως διέπρεψες. Τρία τρόπαια. Πώς ήταν η εμπειρία;

«Aν και είχαμε περίπου το 1/3 σε μπάτζετ σε σχέση με την Μπουντούτσνοστ, χτίσαμε στον Ερυθρό Αστέρα μία πολύ καλή ομάδα, με ρόλους, χημεία και κυριαρχήσαμε. Κανονική περίοδος ρεκόρ 21-1! Στα ημιτελικά αποκλείσαμε την Παρτιζάν και στον τελικό κατακτήσαμε την Αδριατική Λίγκα απέναντι στην Μπουντούτσνοστ που είχε εξαιρετική ομάδα. Πήραμε το Σούπερ Καπ, αλλά και το πρωτάθλημα στη Σερβία, νικώντας στους τελικούς ξανά την Παρτιζάν του κόουτς Τρινκιέρι, που είχε παίκτες Ευρωλίγκας. Κατακτήσαμε τρεις τίτλους σε εκείνη τη σεζόν. Νομίζω πως έδειξα τη δουλειά μου αλλά και την ικανότητά μου ως προπονητής. Eίχα μαζί μου και τον Στράτο (Περπέρογλου), ο οποίος μας βοήθησε σημαντικά. Η Αδριατική Λίγκα είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο και ανταγωνιστικό πρωτάθλημα».

- Με το χέρι στην καρδιά, περίμενες πρόταση από τους Αγγελόπουλους να γίνεις πρώτος κόουτς; Ειδικά το 2018. Ένιωθες έτοιμος; Το έχεις παράπονο;

«Κοίτα, εμένα μου δόθηκε η ομάδα για ένα διάστημα το 2014. Όταν έφυγε ο κόουτς Μπαρτζώκας. Και τότε θα μπορούσε να μου δοθεί ολοκληρωτικά η ομάδα μέχρι το τέλος της σεζόν. Εγώ ήμουν έτοιμος και το είχα πει και στους προέδρους αυτό. Ήταν δύσκολη περίοδος. Φασαρία στο πάρκινγκ, αρκετοί τραυματισμοί. Αναλαμβάνω σε πρεμιέρα Ευρωλίγκας εκτός έδρας με τη Βαλένθια. Με τραυματισμούς, έχοντας εκτός τους Πρίντεζη και Ντάρντεν. Παρά τα προβλήματα κάνουμε το διπλό. Με απουσίες πάλι νικάμε τόσο την Μπασκόνια εντός έδρας όσο και τη Νεπτούνας εκτός. Είχα 3/3. Εγώ λοιπόν από τότε ήμουν έτοιμος να γίνω πρώτος προπονητής στον Ολυμπιακό. Όχι μόνο στον Ολυμπιακό αλλά και σε οποιαδήποτε ομάδα.

Δεν ξέρω γιατί δεν με κράτησαν ως πρώτο προπονητή τότε. Δεν νομίζω να ήταν αιτία εκείνη η ήττα από την Κηφισιά στο πρωτάθλημα εκτός έδρας. Βέβαια, υπάρχουν εξηγήσεις για όλα. Καταρχάς επιστρέφουμε από τη Βαλένθια και αντί να ταξιδέψουμε 6 ώρες, το ταξίδι κράτησε 14 (!) ώρες. Ήμασταν κουρασμένοι. Επίσης, θυμάμαι χαρακτηριστικά πως στα αποδυτήρια πριν από το ματς οι παίκτες είχαν μάθει μέσω των μάνατζερ ότι θα αναλάμβανε προπονητής ο Σούλης Μαρκόπουλος! Το γεγονός επηρέασε την ομάδα και δημιούργησε μια ταραχή. Εγώ δεν ήξερα κάτι και το άκουσα 50 λεπτά πριν από το ματς. Δεν υπήρχε συγκέντρωση στο ματς και όλοι ασχολούνταν πώς θα είναι με τον νέο προπονητή που δεν ήρθε τελικά. Ήταν θεωρώ λάθος των μάνατζερ να το διαρρεύσουν. Μετά με ενημέρωσε η διοίκηση ότι συμφώνησαν με τον Σφαιρόπουλο και με ήθελαν δίπλα του, οπότε συνέχισα ως βοηθός του. Να ξεκαθαρίσω πως έχω εξαιρετική σχέση και φιλία με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο. Είχαμε μία πολύ καλή συνεργασία στον Ολυμπιακό».


- Πήγες σε πέντε τελικούς Ευρωλίγκας ως βοηθός, με τέσσερις διαφορετικούς προπονητές, σε δέκα χρόνια. Ξέρω και από τους παίκτες πως η συμμετοχή σου ήταν ενεργή και πολύτιμη, σε αγώνες και αποδυτήρια. Θεωρείς πως ίσως ο ρόλος σου στην ομάδα υποτιμήθηκε;

«Την καλύτερη απάντηση στην ερώτηση αυτή θα σου τη δώσουν οι προπονητές με τους οποίους έχω συνεργαστεί. Όχι μόνο στη βοήθεια που έχω δώσει στον Ολυμπιακό, αλλά και στη βοήθεια που έδωσα και σε εκείνους. Όταν είσαι προπονητής, δεν πρέπει να είσαι δημόσιος υπάλληλος. Εγώ πάντα δούλευα σκληρά και προσπαθούσα στις ώρες των αγώνων να σκέφτομαι γρήγορα, να έχω αντανακλαστικά και να δίνω συμβουλές για να παίρνουμε τις νίκες. Γιατί υπάρχουν στιγμές όπου ο πρώτος κόουτς μπορεί να μην έχει σκεφτεί κάποιες λύσεις. Εκεί έρχεται ο βοηθός, να σταθεί δίπλα σου, να σου προτείνει, να σε βοηθήσει. Και πιστεύω ότι το έκανα καλά αυτό.

Για να το κάνεις, βέβαια, αυτό χρειάζεται να έχεις και κάποιο ταλέντο. Η προπονητική είναι ταλέντο! Δεν μπορεί ο καθένας να γίνει προπονητής. Εγώ με όλους τους κόουτς του Ολυμπιακού που συνεργάστηκα είχα εξαιρετική σχέση. Ευχαριστώ βέβαια τον Παναγιώτη Γιαννάκη, γιατί το 2008 εκείνος με έφερε ως βοηθό στην ομάδα. Μου έδωσε μία είσοδο για να ξεκινήσω την προπονητική καριέρα. Και φυσικά ευχαριστώ θερμά τους κυρίους Αγγελόπουλους που μου έδωσαν τη μεγάλη ευκαιρία να ξαναγυρίσω στην ομάδα. Αυτά τα δέκα χρόνια ως βοηθός στον Ολυμπιακό ξέρω πολύ καλά εγώ τι έχω κάνει. Όπως και η διοίκηση, οι παίκτες, αλλά και οι προπονητές. Το βιογραφικό μου εμένα, όπου δούλεψα, είτε ως παίκτης, είτε ως βοηθός, είτε ως πρώτος κόουτς, γράφει "πρωταθλητής"».

* Eυχαριστούμε θερμά τον δήμο Γλυφάδας, αλλά και τον παλαίμαχο μπασκετμπολίστα του Ολυμπιακού Γιάννη Παραγυιό, για την εξυπηρέτηση με το γήπεδο για τη φωτογράφιση.