Τη φωνή αυτού του τραγουδιστή τη ζήλευε κι ο ίδιος ο Καζαντζίδης
Ογκόλιθος του τραγούδιού στη δεκαετία του '50 με στρατιές θαυμαστών ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μέγας Καζαντζίδης
Λέγεται πως κάποτε ρώτησαν τον Καζαντζίδη αν θαυμάζει κάποιον άλλο συνάδελφό του κι εκείνος απάντησε με νόημα: «Αν δεν με έλεγαν Στέλιο, θα ήθελα να με έλεγαν Νίκο».
Είναι γνωστή η λατρεία και ο σεβασμός του Καζαντζίδη στο πρόσωπο του Νίκου Γούναρη, αυτού του ογκόλιθου του ελαφρού τραγουδιού, που όσο άκμαζε δεν άφηνε τα μπουζούκια να σηκώσουν κεφάλι.
Είναι γνωστό επίσης ότι τόσο ο Καζαντζίδης όσο και ο Γαβαλάς είχαν μελετήσει επισταμένα την τεχνική και το ύφος του Γούναρη και την είχαν ενσωματώσει στο τραγούδι τους.
Ο Γούναρης πέρασε τη διαχωριστική γραμμή ελαφρού και λαϊκού τραγουδιού, τουλάχιστον στις ζωντανές εμφανίσεις του καθώς εργάστηκε σε όλη την γκάμα των μαγαζιών της εποχής εκείνης από κοσμικά κέντρα τύπου Chez Lapin μέχρι τα λαϊκά στέκια α λα «Τζίμη του Χοντρού». Έτσι αναδείχθηκε σε πραγματικό λαϊκό τραγουδιστή. Το 1947 αποθεώνεται από τον απόδημο Ελληνισμό της Αμερικής. Η δόξα τον περιμένει σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. από την Αυστραλία έως και την Αφρική. Η μακρόχρονη απουσία του στο εξωτερικό, έφερε αλλαγές στα μουσικά δρώμενα, κι επέτρεψε στα μπουζούκια να καταλάβουν την ελληνική επικράτεια αλλά ο Γούναρης μέχρι και το φινάλε του παρέμεινε εξαιρετικά λαοφιλής.
Ο Νίκος Γούναρης πρωτοεμφανίστηκε το 1936 ενώ πρωτοστάτησε στον Αντιστασιακό αγώνα κατά των Γερμανών. Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα της απελευθέρωσης και για τις πράξεις του τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης.
Ο Γούναρης ως κύριος εκφραστής του ελαφρού τραγουδιού ανάγκασε κάποτε τον Τσιτσάνη να πει:«Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι». Μεγάλες επιτυχίες του υπήρξαν τα τραγούδια: «Αυτός ο άλλος», «Ένα βράδυ που ’βρεχε», «Σκαλί σκαλί θα κατεβώ» και «Άρχισαν τα όργανα». Είναι επίσης γνωστός από τη συμμετοχή του στο Τρίο Μπελκάντο.
Ο Νίκος Γούναρης πέθανε από καρκίνο στις 5 Μαΐου 1965.