Μίκης Θεοδωράκης: «Γιατί επέλεξα τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και όχι τον Καζαντζίδη».
Ο Θεοδωράκης είχε εξαρχής αποφασίσει για την λαϊκή φωνή που θα κυριαρχούσε στο έργο του...
Τέλη του '50. Μια Ελλάδα που παλεύει να σταθεί στα πόδια της μέσα στους ερειπιώνες του πολέμου και του εμφυλίου σπαραγμού. Το λαϊκό τραγούδι γίνεται η ψυχή ενός λαού που ακολουθεί μια ηρωική διαδρομή προς ένα καλύτερο αύριο.
Είναι η μετα-ρεμπέτικη εποχή, στην οποία οι συνθέτες του ύστερου ρεμπέτικου κρατούν ακόμα τα ηνία: Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας. Είναι όμως και η εποχή με την ινδο-αραβική υστερία και τους ανατολίτικους ήχους. Μέσα σε αυτό τον αχταρμά κυριαρχεί η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη που με το μεγαλείο της ομογενοποιεί τα πάντα διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα του λαϊκού τραγουδιού. Δίπλα του μεγαλουργούν και άλλες φωνές όπως του Γαβαλά, της Πόλυς Πάνου, της Καίτης Γκρέι, του Αγγελόπουλου.
Είναι η εποχή της Columbia και στα γραφεία της εταιρίας φτάνει μια μέρα ένας νεαρός μουσικοσυνθέτης με όραμα και φιλοδοξίες. Λέγεται Μίκης Θεοδωράκης και φέρνει μαζί του μια ιδιοφυή ιδέα: Θέλει να μπολιάσει το λαϊκό τραγούδι και το μπουζούκι με τη μεγάλη ελληνική ποίηση του αιώνα. Θέλει όμως να το κάνει με το δικό του τρόπο. Μελοποιεί τον Επιτάφιο του Ρίτσου αλλά τον κορμό των συνθέσεων του τον αφήνει στα ικανά χέρια ενός μεγάλου λαϊκού μαέστρου και σολίστα του Μανώλη Χιώτη.
Ο Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής της Columbia, προτείνει για τραγουδιστή κατά σειρά τους Καζαντζίδη, Γαβαλά, Πόλυ Πάνου. Ο Θεοδωράκης απορρίπτει ευγενικά όλες τις προτάσεις. Έχει στο μυαλό του την δωρική, ξύλινη φωνή ενός ανθρώπου με τον οποίο έχει μοιραστεί νεανικές μνήμες στη Μακρόνησο. Αναζητά τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και επιμένει σ' αυτόν. Ο Λαμπρόπουλος του λέει πως ο Μπιθικώτσης είναι με το ένα πόδι στην ξενιτιά. Αναχωρεί για τον Καναδά. Λόγω της επιμονής του Θεοδωράκη κάνει τα αδύνατα δυνατά να τον κρατήσει εδώ. Ο Επιτάφιος ηχογραφείται καθώς ανατέλλει η δεκαετία του '60. Το αποτέλεσμα θα αποζημιώσει τους πάντες.
Γιατί όμως ο Θεοδωράκης επέλεξε τον Μπιθικώτση;
«Δεν θεώρησα ποτέ ότι ο Μπιθικώτσης ήταν καλύτερος από τον Καζαντζίδη και τους άλλους αστέρες της εποχής. Δεχόμουν απλώς μια ανηλεή επίθεση από την πνευματιική ελίτ εκείνο τον καιρό. Κάποιοι με κατηγορούσαν ότι είχα συμμαχήσει με το μπουζούκι και τον κόσμο των καταγωγίων, ότι επιδείκνυα ασέβεια προς τους μεγάλους ποιητές. Όμως ακόμα και η μεγάλη ποίηση έχει τη ρίζα της στο λαό, το είχα ακούσει να το λέει αυτό ο "αριστοκράτης" Σεφέρης. Γιατί να μην μπορεί λοιπόν ο βαρκάρης, ο σοφέρ και ο εμποράκος να βάλει στα χείλη του τους στίχους των ποιητών; Η φωνή του Γρηγόρη ήταν για μένα η συνισταμένη των απλών ανθρώπων. Ξύλινη, δωρική, φαινομενικά άτεχνη αλλά με τη μαστοριά του αιώνα και της παράδοσης. Η φωνή του Μπιθικώτση ήταν η φωνή της Ρωμιοσύνης».