Γιώργος Νταλάρας: Το εγκαταλελειμμένο πολυβολείο, πρώτο του σπίτι
Τα παιδικά χρόνια του Γιώργου Νταλάρα συνδέθηκαν με ένα εγκαταλελειμμένο πολυβολείο απέναντι από το ΚΕΒΟΠ.
Στα τέλη της δεκαετίας του '40 ο πατέρας του Γιώργου Νταλάρα, Λουκάς Νταράλας εκτελούσε χρέη μαγείρου σε Κέντρο εκπαίδευσης στο Χαϊδάρι. Η παράκληση του να ενισχυθεί οικονομικά προκειμένου να ζήσει την οικογένεια και τα παιδιά του, έπιασε τόπο. Του διατέθηκε ένα εγκαταλελειμμένο πολυβολείο απέναντι από το ΚΕΒΟΠ, μέσα στον τσιμεντένιο θόλο του οποίου ο μικρός Γιώργος έζησε τον πρώτο χειμώνα της ζωής του με κουρελούδες που έκλειναν τις πολεμίστρες για να αναχαιτίζεται το κρύο. Το πολυβολείο αυτό ο Νταλάρας το περιγράφει με νοσταλγική διάθεση στην εκπομπή του Κώστα Μπαλαχούτη "Κατάθεση ψυχής", όπως και την παραφθορά του επωνύμου του από Νταράλα σε Νταλάρα, έργο του Μάκη Μάτσα.
Γιώργος και Χρήστος Νταλάρας (photo: dalaras.gr)
Από το πολυβολείο αυτό η οικογένεια θα συνεχίσει την διαδρομή της στη φτώχεια σε μια παράγκα στην Κοκκινιά ενώ ο Νταλάρας θα βρεθεί σε ηλικία 16 ετών να παίζει κιθάρα και να τραγουδά "Στου Στελλάκη" το μαγαζί του Στέλιου Περπινιάδη κοντά σ' εκείνο το πολυβολείο.
Εκεί γνωρίζεται με τον Βαγγέλη Περπινιάδη, εκεί κάνει τα πρώτα του βήματα στο πάλκο. Αν σκεφτεί κανείς την πορεία του και την κατάληξή του, μοιάζει κάπως σαν παραμύθι η ιστορία με το πολυβολείο και τα δύσκολα παιδικά χρόνια.
Όταν το 1982 τραγούδησε το "Εφτά νομά σ' ένα δωμά" του Άκη Πάνου θα είχε σίγουρα βάλει κάτι από αυτές τις γλυκόπικρες αναμνήσεις του στην ερμηνεία. Τις αναμνήσεις στις οποίες όταν επιστρέφει τα μάτια του φωτίζονται από την αθωότητα εκείνου του παιδιού.
Εφτά νομά σ’ ένα δωμά
που να ξαπλώ να κλείσεις μά
Ο ένας πάει σινεμά
ο άλλος πέφτει και κοιμά
ύπνος με βάρδια δηλαδή
στην πόρτα σύρμα για κλειδί.
Εφτά νομά δυστυχισμέ
σ’ ένα δωμά φυλακισμέ
δικαίως αγανακτισμέ
και με τα πάντα αηδιασμέ .
Πως τα ’χεις έτσι μοιρασμέ
ντουνιά ψευτοπολιτισμέ ;
Οι δυο δουλε απ’ τους εφτά
από τα χρέ τι να προφτά ;
Σαν τα τσουβά , σαν τα σκουπί
εφτά νομά χωρίς ελπί
σ’ ένα δωμά μισογιαπί.
Ποιος να φωνά και τι να πει;