Βαμβακάρης και Μπαγιαντέρας έκαναν το μπουζούκι τους ζητιανόξυλο!
Σκληρή η ζωή των πρωτεργατών του ρεμπέτικου. Πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να ζητιανέψουν με την πενιά τους και έκαναν «σφουγγάρα»!
Βαμβακάρης, Μπαγιαντέρας, Μουφλουζέλης, Μητσάκης, Γενίτσαρης, Κηρομύτης, Χατζηχρήστος και άλλοι δοκίμασαν την βαριά μοίρα της επαιτείας ξεχασμένοι συχνά από την μουσική βιομηχανία που θησαύρισε στην πλάτη τους.
Φαίνεται πως η γύρα με το πιατάκι η περίφημη «σφουγγάρα», όπως είναι πιο γνωστή στη γλώσσα της πιάτσας, ήταν για τους μουσικούς ένας τρόπος να συστηθούν στο κοινό, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου αναφέρει: «Επαγγελματίες μπουζουξήδες δεν υπήρχαν το ’27-28. Υπήρχαν μόνο κάτι γυρολόγοι μπουζουξήδες, γέροι …»
Στα χρόνια του ‘40 έβγαιναν στη γύρα ένα σωρό μουσικοί, ο Γιώργος Μητσάκης, με τον Ηλία Ποτοσίδη, ο Χατζηχρήστος, ο Κηρομύτης, ο Γενίτσαρης, και έβγαζαν πιατάκι στις ταβέρνες. Αλλά οι περισσότεροι ήταν νέοι και ο κόσμος δοκιμαζόταν από ένα φοβερό πόλεμο.
Στη δεκαετία του ’50 ωστόσο πέφτει στην ανέχεια ο σπουδαίος συνθέτης Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας που εν τω μεταξύ είχε χάσει την όρασή του. Συνοδευόμενος από τις ανήλικες κόρες του γύριζε από ταβέρνα σε ταβέρνα και τραγουδούσε το «Χατζηκυριάκειο» και το «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου» βγάζοντας μεροκάματο από την φιλευσπλαχνία του απλού κόσμου για αρκετά χρόνια μέχρι να πεθάνει.
Την ίδια πάνω κάτω εποχή, κι ενώ μεσουρανούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο πατριάρχης του Ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης, λησμονημένος και άρρωστος ζητιανεύει με το μπουζούκι του στις ταβέρνες σέρνοντας μαζί του το μεγάλο του γιο, Στέλιο. Ο ίδιος ο Στέλιος Βαμβακάρης αναφέρει: «…Το 1957 ο Μάρκος αναγκάστηκε να βγει στη γύρα… Εγώ ήμουν 8-9 χρονών και με έπαιρνε μαζί του στα διάφορα ταβερνάκια που είχαν βγάλει τζουκ-μποξ κι ο κόσμος διασκέδαζε τότε μ’ αυτά. Πηγαίναμε τότε και κάναμε «σφουγγάρα» δηλαδή ο πατέρας μου έπαιζε κι εγώ έβγαζα πιατάκι. Οι καταστηματάρχες τον λυπόντουσαν, επειδή είχε παιδιά, σταματάγανε το τζουκ-μποξ και παίζαμε. Κάθε πρωί που φεύγαμε για το σπίτι, έκλαιγε; Σου λέει, εγώ ο Μάρκος πώς έγινα έτσι!...»
Τέλος ο Γιώργος Μουφλουζέλης εξομολογείται: «Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ’ αφήνανε, αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία! Τ’ακούς; Με πιάσανε επί αλητεία! Ρε πού καταντήσαμε…»