Όταν «έσβησε» η ηλεκτρική φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου
Σαν σήμερα, 27 Αυγούστου του 1997 η Σωτηρία Μπέλλου αφήνει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Μεταξά και η Ελλάδα χάνει μια από τις πιο σπάνιες και χαρακτηριστικές φωνές που γνώρισε ποτέ το ρεμπέτικο τραγούδι.
Είναι δύσκολο στο επάγγελμα που κάνουμε να γράφουμε για ανθρώπους με την καρδιά και την επιρροή της Σωτηρίας Μπέλλου. Για ανθρώπους με μοναδικά αποθέματα ψυχής, με δύναμη που θα ζήλευαν και οι Θεοί του Ολύμπου.
Τέτοια ήταν και η Μπέλλου. Μια «Θεά» που κρατούσε το μικρόφωνο και έβγαζε από μέσα του τραγουδώντας όλο τον πόνο που κουβαλούσε στη ζωή της. Ο γάμος της σε μικρή ηλικία με έναν άντρα που μεθούσε και τη χτυπούσε συχνά κατέληξε σε απόλυτο φιάσκο, το οποίο πλήρωσε με φυλάκιση τριών ετών.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Η Σωτηρία δεν άντεχε άλλο τα χτυπήματα του άντρα της και όταν τον έλουσε με βιτριόλι γνώρισε την αδικία από πρώτο χέρι, αφού καταδικάστηκε σε τρία χρόνια. Έπειτα από έξι μήνες ωστόσο αποφυλακίστηκε και στη συνέχεια ακολούθησε το ΕΑΜ στα χρόνια της κατοχής.
Αυτό φυσικά την έφερε ξανά σε δεινή θέση. Η Ελλάδα την στέλνει ξανά στη φυλακή μόνο που αυτή τη φορά πρέπει να υποστεί και τα βασανιστήρια των δεξιών.
Η γνωριμία της ωστόσο με τον Βασίλη Τσιτσάνη είναι και αυτή που έμελλε να της αλλάξει τη ζωή. Η φωνή της μαγεύει αμέσως τον μεγάλο μας συνθέτη και η συνεργασία τους ξεκινάει το 1947 σε ένα Αθηναϊκό κέντρο διασκέδασης.
Ένα χρόνο αργότερα οι εφιάλτες ξυπνούν για τα καλά... Μια ομάδα ακροδεξιών μπαίνει στο κέντρο που τραγουδούσε και την ξυλοφορτώνει, χωρίς κανείς από όσους βρίσκονταν εκεί να κάνει το παραμικρό για να την προστατέψει. Η ίδια λέει ότι αυτό την πόνεσε περισσότερο κι από το ξύλο που έφαγε εκείνο το βράδυ.
Όμως η ψυχική της δύναμη είναι τέτοια που το περιστατικό την πεισμώνει ακόμα περισσότερο. Έπειτα από μια περίοδο κάμψης τη δεκαετία του '60 και στις αρχές του '70, η Σωτηρία ακούγεται ξανά και μάλιστα με τρόπο εκκωφαντικό. Το τραγούδι του Σαββόπουλου «Ζεϊμπέκικο» γίνεται τεράστια επιτυχία η οποία μέχρι και σήμερα κάνει τον κόσμο να ανατριχιάζει: Οι στίχοι κομμένοι και ραμμένοι και στα μέτρα της, αλλά και στη φωνή της:
«Μ' αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς,
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς.
Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές.
Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό)
ήρθε απ' τη Σμύρνη το '22 (θα χαθώ απ' τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ' ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ' ένα κατώι μυστικό).
Σ' αυτό τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε)
τρώνε βρώμικο ψωμί (του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τους ακολουθούνε (κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή
Χτες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνά
πάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά
Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)
βάλε στα όργανα φωτιά (βάλε στα όργανα φωτιά)
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα (να κλείσει η λαβωματιά να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα)
η τρομερή μας η λαλιά (η τρομερή μας η λαλιά)».
Έκτοτε η Μπέλου καθιερώνεται στις καρδιές των Ελλήνων ως μια φωνή σπάνια και μοναδική. Οι επιτυχίες διαδέχονται η μια την άλλη και η ίδια αποτελεί τρανό παράδειγμα ψυχής και αγώνα.
Στις 27 Αυγούστου του 1991 η Σωτηρία ξεκινάει για το πιο μακρινό της ταξίδι. Πίσω της αφήνει μια Ελλάδα που δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Μια Ελλάδα που ακούει στο Repeat τα τραγούδια της και δεν μπορεί να πει κουβέντα...