Ο έλληνας σωματοφύλακας του Φρανκ Σινάτρα
Γεννήθηκε στον Βόλο το 1933 κι έμεινε ορφανός πριν καλά-καλά ανοίξει τα μάτια του. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο της Αθήνας και τα έβγαλε πέρα με τον πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Στο λυκαυγές της δεκαετίας του ’50 έχει ήδη μεταμορφωθεί στον γίγαντα που όλοι φοβούνται και θαυμάζουν.
Σαν να ξυπνά στον κόσμο της ειρήνης ύστερα από ένα εφιάλτη. Τώρα όλα δείχνουν να είναι ρόδινα. Ο Τζίμης Αρμάος, ο «νέος Ηρακλής» με το χάρισμα της εξωπραγματικής του ρώμης ξεκινά την σταδιοδρομία του στην ελεύθερη πάλη και στο κατς. Σπάει τα σύνορα της μικρής του χώρας κι ανοίγει τα φτερά του για την Γερμανία και την Αμερική.
Με 183 νίκες, τη μία μετά την άλλη, οικοδομεί τον προσωπικό του μύθο. Ο απόηχος των επιτυχιών του φτάνει στ’ αυτιά διάσημων ανθρώπων. Μέσα σε μια νύχτα γίνεται προσωπικός σωματοφύλακας του Φρανκ Σινάτρα, αφού προηγουμένως ο διάσημος τραγουδιστής τον υποβάλλει σε μια μικρή δοκιμασία δύναμης στην οποία ο Τζίμης αντεπεξέρχεται επιτυχώς.
Η σωματοδομή του γοητεύει την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ. Γνωρίζεται με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου χτίζοντας μαζί του μια φιλία ζωής. Η τύχη χαμογελά στον Τζίμη κι εκείνος της γυρίζει την πλάτη με την ατυχή του απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Έτσι από περίβλεπτος πρωταθλητής των διεθνών ρινγκ υποβιβάζεται σε μασίστα και θαυματοποιό της πλατείας Μοναστηρακίου στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Μετά την επίδειξη δύναμης βγάζει πιατάκι στο κοινό ζητώντας το φιλοδώρημά του.
Πίσω από τις ζητωκραυγές και τις επευφημίες του πλήθους έχουν αρχίσει να ιριδίζουν τα χρόνια της παρακμής. Ένα ατύχημα, το 1981, θα τον αποκόψει οριστικά από αυτό τον κύκλο επίδειξης δύναμης και θα τον οδηγήσει στην ακραία ένδεια από την οποία ξεκίνησε τη ζωή του. Στις δύσκολες ώρες τον θυμούνται λιγοστοί φίλοι, του Παπαθανασίου συμπεριλαμβανομένου. Τότε είναι που ανταλλάσσει τη δόξα του παρελθόντος, κύπελλα και μετάλλια, για ένα πιάτο φαΐ. Στο τέλος πια κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να επιβιώσει.
Μαστορεύει… επισκευάζει ραδιόφωνα για να ζήσει. Οι ιδιοκτήτες ενός καφενείου στην πλατεία Κουμουνδούρου του παραχωρούν ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Διπύλου. Εκεί αναθυμάται νοσταλγικά τις παλιές καλές μέρες κι αναδιηγείται στιγμές δόξας στους λιγοστούς επισκέπτες του. Ο τελευταίος από αυτούς φτάνει απροσκάλεστος και τον παίρνει για το μεγάλο ταξίδι. Μια Κυριακή του Αυγούστου του 1999 ο Τζίμης δεν εμφανίζεται στο καφενείο όπως συνήθιζε. Η ψυχή του έχει κιόλας πετάξει…