Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου καταργούσε τη μοιχεία
«Ο εραστής είναι πάντα ο καλλιτέχνης στον έρωτα. Ο σύζυγος είναι ο γραφειοκράτης» έλεγε ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ζορζ Φεντώ την εποχή που η συζυγική απιστία είχε τα χαρακτηριστικά της μοιχείας, ενταγμένης στην ποινική νομολογία .
Η προέλευση του όρου «μοιχεία», τοποθετείται στη ρίζα «μιχ-» από την οποία προέρχεται και το ρήμα «μιχέω» = ουρώ (κατά Δ. Βογιατζή) ή «ομείχω» με την ίδια ερμηνεία (κατά Δ. Δημητράκο και Γ. Μπαμπινιώτη). Η σημασιολογική μεταβολή, λοιπόν, του «ουρώ» σε «μοιχός» - «μοιχεύω» ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα του στιγματισμού των εξωσυζυγικών σχέσεων με μειωτικές εκφράσεις!
Στην Δύση, τις πρώτες δεκαετίες του μεσαίωνα, η καταστολή της μοιχείας είναι υπόθεση του κράτους, το οποίο επεμβαίνει νομικά προκειμένου να μη διαταράσσεται η κοινωνική συνοχή. Από τον 11ο αι. -στο πλαίσιο της ενίσχυσης της εκκλησιαστικής εξουσίας και της γρηγοριανής μεταρρύθμισης- ισχυρό λόγο στο θέμα αποκτά και η Εκκλησία. Σκοπός της είναι ή προστασία του μυστηρίου του γάμου. Καθώς η μοιχεία μπορεί να μετατρέψει σε βασανιστήριο τον γάμο για κάποιον από τους συζύγους και το διαζύγιο θα αποτελούσε λύση, ο κλήρος εμφανίζεται περισσότερο ως σύμβουλος παρά ως δικαστής.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Ο ιρανικός κώδικας με την πρόβλεψη περί λιθοβολισμού έχει αναθεωρηθεί, αλλά το νέο άρθρο, το 225, αφήνει ακόμα περιθώρια για βαρβαρότητες. Ο δικαστής μπορεί να αλλάξει τον τρόπο της εκτέλεσης ενός καταδικασμένου για μοιχεία «αν δεν υπάρχει η δυνατότητα λιθοβολισμού» με μία απόφαση, η οποία όμως θα πρέπει να εγκριθεί από τον επικεφαλής της δικαστικής αρχής. Επίσημος αριθμός λιθοβολισμών στο Ιράν δεν υπάρχει. Ωστόσο, η αρμόδια επιτροπή της Διεθνούς Αμνηστίας καταγράφει περί τις 150 περιπτώσεις στο χρονικό διάστημα 1980-2009. Ως τελευταία δημοσιοποιημένη περίπτωση αναφέρεται αυτή ενός μοιχού, τον Μάρτιο του 2009, ο οποίος λιθοβολήθηκε στην πόλη Ραστ στα βόρεια της χώρας.
Στην Ελλάδα, η μοιχεία εντάχθηκε με τη βαρύτητα πλημμελήματος στον Ποινικό Κώδικα, αρχικά σύμφωνα με άρθρο της ποινικής νομολογίας των Βαυαρών που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1950 και κατόπιν, ως τμήμα του άρθρου 357 του νέου Ποινικού Κώδικα που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1951. Η προβλεπόμενη ποινή για τους μοιχούς ήταν φυλάκιση ενός έτους και η δίωξη ασκείτο μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντα. Η μοιχεία κρινόταν ατιμώρητη, όταν οι σύζυγοι βρίσκονταν σε διάσταση.
Το 1982 όμως και η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ανέτρεψε τα ισχύοντα και στις 24 η ελληνική Βουλή ψήφιζε νομοσχέδιο, με το οποίο καταργούσε την ποινική δίωξη της μοιχείας.
«Το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα για τη μοιχεία καταργείται. Δικογραφίες που εκκρεμούν για παραβάσεις του άρθρου 357 του Ποινικού Κώδικα τοποθετούνται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα και τα διωκτικά έγγραφα που έχουν εκδοθεί επιστρέφονται ανεκτέλεστα. Οι καταδικαστικές αποφάσεις για μοιχεία που έχουν εκδοθεί μέχρι την ισχύ αυτού του νόμου και οι ποινές που επιβλήθηκαν με αυτές σύμφωνα με το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα διαγράφονται από το ποινικό μητρώο και διατάσσεται η καταστροφή των σχετικών δελτίων» ανέφερε το σημείωμα του άρθρου 6 του ν. 1271/1982.