Ο πρώτος Έλληνας στη Ζάμπια σκότωνε κροκόδειλους και δημιούργησε ελληνικό κρατίδιο στη ζούγκλα
Στη Ζάμπια στο νότο της Αφρικής υπάρχει σήμερα μία μικρή, αλλά ακμάζουσα κοινότητα της ελληνικής διασποράς. Η ιστορία της ξεκινά τη δεκαετία του 1880 με τις περιπέτειες ενός μοναχικού Κρητικού, του Νικολάου Βλαχάκη, μέσα στις ζούγκλες στην καρδιά της Αφρικής!
Ο Βλαχάκης ήταν από τα Μάλια της Κρήτης όταν η μεγαλόνησος ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή. Στις αρχές του 1880, ο Βλαχάκης πήγε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια περιπλανήθηκε στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Μετά από μήνες κατέληξε στο λιμάνι της Μπέιρα, στη Μοζαμβίκη. Λέγεται ότι έφυγε από την οθωμανική αυτοκρατορία γιατί είχε μπει στο στόχαστρο των Τούρκων εξαιτίας επαναστατικής δράσης στην Κρήτη.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Στη Βόρεια Ροδεσία
Στη Μοζαμβίκη, που τότε ήταν πορτογαλική αποικία, εργάστηκε στην κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής. Στη συνέχεια, αφού διένυσε περισσότερο από 2000 χιλιόμετρα μέσα στη ζούγκλα, έφθασε εκεί που σήμερα είναι η νοτιοανατολική Ζάμπια κοντά στα σύνορα με τη Ζιμπάμπουε.
Τότε η περιοχή ανήκε στη Βόρεια Ροδεσία και ήταν βρετανική αποικία χάρη στον διαβόητο αποικιοκράτη Σέσιλ Ρόουντς που την είχε πάρει από τους ντόπιους. Αυτός ίδρυσε το κράτος της Ροδεσίας, που πήρε το όνομά του.
Το χειρότερο σημείο στη διαδρομή έχει την ονομασία «Πέρασμα του διαβόλου» εξαιτίας της υψηλής θνησιμότητας όσων προσπαθούσαν να το διαβούν.
Τελικά, ο Βλαχάκης έφθασε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή Κιρούντου στις όχθες του ποταμού Ζαμβέζη, Εκεί εργάστηκε σε ορυχεία βρετανών αποίκων αλλά και ως κυνηγός αγρίων θηρίων.
Η δεύτερη απασχόλησή του εκτός από πολλά χρήματα του επέφερε την ευγνωμοσύνη των ντόπιων. Ο Βλαχάκης ήταν εξαίρετος σκοπευτής, προσόν που μάλλον είχε αναπτύξει λόγω της επαναστατικής δράσης στην Κρήτη.
Έτσι σκότωσε πολλά άγρια ζώα που λυμαίνονταν την περιοχή και κατασπάραζαν τους ντόπιους. Σύμφωνα με τον σημερινό μητροπολίτη Ζάμπιας και Μοζαμβίκης κ. Ιωάννη, ήταν τέτοια η σωματική του ρώμη που σκότωνε τους κροκόδειλους χτυπώντας τους μ’ ένα ρόπαλο!
«Φίλος» των ντόπιων
Τα χρήματα που κέρδισε τα επένδυσε στην κτηνοτροφία και το εμπόριο. Ίσως να είχε ξεκινήσει να καλλιεργεί και τη γη που ήταν αρκετά εύφορη στην περιοχή του αφού ποτιζόταν από τον Ζαμβέζη ποταμό.
Την εποχή εκείνη, ο Σέσιλ Ρόουντς παραχωρούσε εκτάσεις γης στη σημερινή Ζάμπια και Ζιμπάμπουε σε λευκούς αποίκους, κυρίως συμπατριώτες του. Όμως, αν και ο Βλαχάκης δεν ήταν Βρετανός, δεν αποκλείεται ο Ρόουντς που τον γνώριζε να του παραχώρησε κάποια έκταση γης για να την καλλιεργήσει.
Όμως, ο Βλαχάκης δεν τα είχε καλά μόνο με τον αποικιοκράτη, αλλά και με τους ντόπιους. Δεν τους αντιμετώπιζε ως «άγριους ιθαγενείς που έπρεπε να εκπολιτιστούν», όπως έκαναν πολλοί άλλοι λευκοί άποικοι στην ίδια περιοχή.
Τους συμπεριφερόταν ως φίλος και συμβίωνε μαζί τους και κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Οι φήμες για τα κατορθώματά του και τη φιλία του με τους ντόπιους τον κατέστησαν ξακουστό στις φυλές της περιοχής, οι οποίες τον ανέδειξαν σε άτυπο ηγέτη τους!
Ο Βλαχάκης παντρεύτηκε μία Αφρικανή με την οποία απέκτησε και μία κόρη.
Δημήτρης Βλαχάκης
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1889, ο Βλαχάκης επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου ζούσε ο μικρότερος αδελφός του Δημήτρης. Όμως, δεν είχε σκοπό να μείνει για πάντα στην Πόλη, ή να επιστρέψει στην πατρίδα του στην Κρήτη, αφού είχε δημιουργήσει περιουσία και οικογένεια στη Ζάμπια.
Στόχος του ήταν να πείσει τον Δημήτρη Βλαχάκη να μεταναστεύσει στην Αφρική ώστε να έχει ένα έμπιστο πρόσωπο να τον βοηθά στις εργασίες του. Αυτός πείστηκε, και έτσι το 1890 ήταν πια δύο οι Βλαχάκηδες στη Ζάμπια, ο Νίκος και ο Δημήτρης, ή Τζίμι όπως έγινε γνωστός.
Γρήγορα ο Δημήτρης – Τζίμι Βλαχάκης προσαρμόστηκε στις συνθήκες στην Αφρική. Έτσι στο πρόσωπο του ο Νικόλαος βρήκε ένα άξιο συνεργάτη. Με την εργασία τους και τη βοήθεια των ντόπιων, οι αδελφοί Βλαχάκηδες αύξησαν τις δραστηριότητές τους και την περιουσία.
Φάρμα «Δήμητρα»
Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Σέσιλ Ρόουντς. Αν και δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν είχε όντως παραχωρήσει νωρίτερα καλλιεργήσιμη γη στον Νίκο Βλαχάκη, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι λίγο πριν από το θάνατό του το 1902, ο Ρόουντς παραχώρησε στους αδελφούς Βλαχάκη μία τεράστια έκταση γης, περίπου 5100 στρέμματα, για να την καλλιεργήσουν.
Εκεί, τα δύο αδέλφια δημιούργησαν μία φάρμα με την επωνυμία «Δήμητρα» και ασχολήθηκαν κυρίως με την καλλιέργεια του καπνού. Ταυτόχρονα, συνέχισαν να ασχολούνται με μεγάλη επιτυχία με το κυνήγι άγριων ζώων.
Η περιοχή που διαχειρίζονταν συμπεριλάμβανε και ένα μικρό νησάκι ονόματι Κανίμα, στην κοίτη του ποταμού Ζαμβέζη. Υπάρχει μία ιστορία που λέγεται ότι προερχόταν από τους ίδιους, ότι είχαν ιδρύσει «ανεξάρτητο ελληνικό κράτος» στην Αφρική, υψώνοντας καταμεσής του νησιού την ελληνική σημαία.
«Ελληνο-ζαμπιανοί»
Δυστυχώς, τον Απρίλιο του 1913, στη διάρκεια ενός κυνηγιού ο Νικόλαος Βλαχάκης τραυματίστηκε σοβαρά από ένα λιοντάρι. Πέθανε τρεις μέρες αργότερα. Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος τις φυλές των ντόπιων που τον γνώριζαν.
Ενταφιάστηκε με τιμές αρχηγού, τοπικού βασιλιά δηλαδή, στην κορυφή ενός λόφου, απέναντι από το «ανεξάρτητο ελληνικό κράτος».
Έτσι ο Δημήτρης Βλαχάκης έμεινε μόνος του στη Ζάμπια να συνεχίσει τις εργασίες της οικογένειας. Επιπλέον, στο μεσοπόλεμο οι βρετανικές αρχές του παραχώρησαν άδεια να μεταφέρει κόσμο με πλοιάρια μεταξύ των οχθών του Ζαμβέζη ποταμού.
Αν και ο Νίκος είχε αποκτήσει μόνο μία κόρη, ο Δημήτρης είχε σύμφωνα με κάποιες πηγές 32 ή 24 παιδιά, όλα με Αφρικανές γυναίκες. Δεν είναι γνωστό αν είχε παντρευτεί κάποια απ’ αυτές, ή τον αριθμό των γυναικών με τις οποίες είχε κάνει παιδιά.
Ο Δημήτρης φρόντιζε για όλα τα παιδιά του, στα οποία έδινε ελληνικά ονόματα, όπως Νικόλαος, Στέφανος, Αθηνά, Ξενοφών, Θέκλα, Κλεοπάτρα, Καλλιόπη, Κωνσταντίνος, Άννα κ.ά. και τα μεγάλωνε ως Έλληνες και ορθόδοξους.
Οι Βλαχάκηδες σήμερα στη Ζάμπια
Ο Δημήτρης Βλαχάκης πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου 1939. Πρόλαβε να δει και εγγόνια, τα οποία και αυτά είχαν ελληνικά ονόματα και ανατροφή. Σήμερα ζουν δισέγγονα και τρισέγγονα των Βλαχάκηδων στη Ζάμπια, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Υπολογίζονται σε περίπου 3.500 άτομα. Πολλοί απ’ αυτούς διατηρούν τα ελληνικά τους ονόματα και είναι ορθόδοξοι.
Μάλιστα, ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ζάμπιας και θεωρούμενος ως ο πατέρας όλων των κινημάτων ανεξαρτησίας στην αφρικανική ήπειρο, Κένεθ Καούντα, σε δημόσια ομιλία απένειμε στους Βλαχάκηδες τον τιμητικό τίτλο της “64ης φυλής της Ζάμπιας”!
Σήμερα διάσημοι Ζαμπιανοί έχουν το επώνυμο “Βλαχάκης” και συνήθως και το μικρό τους όνομα είναι ελληνικό. Μία έρευνα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποκάλυψε ότι υπάρχουν πολλοί επιστήμονες, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων, επιχειρηματίες, μία δημοσιογράφος, ακόμη και μία νικήτρια σε καλλιστεία ομορφιάς της Ζάμπιας!
Ορισμένοι έχουν μικρά ονόματα που έχουν σχέση με την Κρήτη, όπως Σήφης, Νικήτας και Πιπίνα. Η τελευταία είναι καθηγήτρια βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κόμπερμπελτ της Ζάμπιας.
Σε αναρτήσεις τους στο φέισμπουκ πολλοί από τους σύγχρονους Βλαχάκηδες κάνουν αναφορές στην ελληνική τους καταγωγή, ενώ παράλληλα δηλώνουν με υπερηφάνεια ότι είναι Ζαμπιανοί και εργάζονται για την ανάπτυξη της χώρας τους.
Ιεραποστολή «στο χωριό των Βλαχάκηδων»
Ο Μητροπολίτης Ζάμπιας και Μοζαμβίκης, κ. Ιωάννης, που εδρεύει στην Λουσάκα, την πρωτεύουσα της Ζάμπιας, έχει ξεκινήσει την ανέγερση μιας Ορθόδοξης ιεραποστολής στο Κιρούντου στην περιοχή όπου είχαν εγκατασταθεί οι αδελφοί Βλαχάκηδες. Ακόμη και σήμερα κατοικούν εκεί πολλοί απόγονοί τους.
Η ιεραποστολή θα διαθέτει ναό, πνευματικό κέντρο, κλινική και σχολεία.
Η ίδρυση της ιεραποστολής θα βοηθήσει να διατηρήσουν τα μέλη της φυλής των Βλαχάκηδων τα χαρακτηριστικά της ελληνικότητας και της ορθοδοξίας που έχουν κληρονομήσει από τους προγόνους τους.
Ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ. Θεόδωρος Β΄ έθεσε τον θεμέλιο λίθο του έργου. Τώρα ο μητροπολίτης κ. Ιωάννης έχει ξεκινήσει αγώνα για την εξεύρεση χρηματοδοτών για να ολοκληρωθεί το σημαντικό αυτό έργο στη μνήμη του Νικολάου και Δημητρίου Βλαχάκη, των πρώτων Ελλήνων στη Ζάμπια.
Οι Έλληνες της Ζάμπιας
Εκτός από τους απογόνους των Βλαχάκηδων, στη Ζάμπια ζουν σήμερα γύρω στους 800 Έλληνες, αρκετοί από τους οποίους είναι τέταρτης και πέμπτης γενιάς. Ασχολούνται με τους αλευρόμυλους, την καλλιέργεια καλαμποκιού, την εκτροφή ζώων και σε μικρότερους αριθμούς με τις μεταφορές.
Πολλοί έχουν καταγωγή από το Πλωμάρι της Λέσβου και την Κύπρο.
Μετά τους Βλαχάκηδες, από τις αρχές του 1900 είχαν αρχίσει να έρχονται και άλλοι Έλληνες στη σημερινή Ζάμπια, όταν άρχισε να επεκτείνεται ο σιδηρόδρομος από τη Νότια Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια). Ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο.
Από τη δεκαετία του 1930 μετά την ανακάλυψη χαλκού στο Κόπερμπελτ, στα βόρεια, κάποιοι μετανάστευσαν εκεί για να εργαστούν στα μεταλλεία.
Ιδιοκτήτες φορτηγών
Κάποιοι Έλληνες αγόρασαν μεταλλεία χαλκού από τους Βρετανούς, αλλά οι περισσότεροι ήταν εργάτες σε αυτά ή οδηγοί φορτηγών που εφοδίαζαν τη χώρα με τρόφιμα και καύσιμα. Οι Έλληνες έγιναν σημαντικοί παράγοντες στις μεταφορές στη Ζάμπια μέσω των φορτηγών.
Σε αυτό βοήθησε το γεγονός ότι στα μεταπολεμικά χρόνια και ιδιαίτερα μετά το 1964, όταν η Ζάμπια έγινε ανεξάρτητη, αυξήθηκε η μετανάστευση Ελλήνων στην χώρα κυρίως από γειτονικές αφρικανικές χώρες και λιγότερο από την ίδια την Ελλάδα.
Πολλοί από τους νέους Έλληνες μετανάστες εύρισκαν δουλειά στα φορτηγά των συμπατριωτών τους.
Με τα φορτηγά αυτά τροφοδότησαν τη Ζάμπια με καύσιμα και τρόφιμα, όταν ο εφοδιασμός έγινε δυσχερής εξαιτίας του εμπάργκου που είχε επιβληθεί από τη Νότια Ροδεσία. O αποκλεισμός εντάθηκε τη δεκαετία του 1980 λόγω της επιλογής της πολιτικής της Ζάμπιας να δώσει καταφύγιο σε ανθρώπους που μάχονταν για την ανεξαρτησία της Ζιμπάμπουε.
Το πετρέλαιο έπαψε να έρχεται μέσω σιδηροδρόμου, ο οποίος συνέδεε την Μπέιρα με το Σόλσμπερι της Νότιας Ροδεσίας. Οι Έλληνες μετέφεραν με τα φορτηγά τους τα καύσιμα στη Ζάμπια μέσω Τανζανίας, διασχίζοντας την πιο επικίνδυνη διαδρομή της χώρας το “Πέρασμα του Διαβόλου”.
Τη δεκαετία του 1970 και αρχές του 1980, υπολογίζεται ότι το 80% των φορτηγών που ανεφοδίαζαν τη Ζάμπια ήταν ελληνικών συμφερόντων, με πιο γνωστούς ιδιοκτήτες τους Φιλιππάτου, Λιακόπουλου, Κονιδάρη, Βαγγελάτου, Αβραάμ, Σπύρου και του Γιαννακάκη.
Αλευρόμυλοι και φούρνοι
Εκτός από τα φορτηγά, οι Έλληνες ασχολήθηκαν και με άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Δημιούργησαν επίσης τους πρώτους αλευρόμυλους στη Ζάμπια, στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Οι πρώτοι που δημιουργήθηκαν ήταν ο «Ολύμπικ» του Σαμαρά και η «Αντιλόπη» του Καλδή. Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, οι ελληνικοί αλευρόμυλοι είχαν δημιουργηθεί σε πόλεις κυρίως της νότιας Ζάμπιας και την πρωτεύουσα Λουσάκα. Οι σημαντικότεροι Έλληνες ιδιοκτήτες αλευρομύλων στη χώρα είναι οι οικογένειες Κονιδάρη και Μαρκάτου.
Μία άλλη δραστηριότητα που συνδέεται με τους Έλληνες είναι η παραγωγή ψωμιού σε φούρνους. Σε πολλές πόλεις και οικισμούς της Ζάμπιας ο επισκέπτης θα βρει ένα ή περισσότερους ελληνικούς φούρνους.
Σήμερα οι Έλληνες στη Ζάμπια διαπρέπουν και σε πολλές άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, πέρα από τα φορτηγά και την παραγωγή αλεύρων και ψωμιού. Αρκετοί είναι επιστήμονες και ακαδημαϊκοί. Οι Έλληνες δεν απουσιάζουν ούτε από την πολιτική ζωή της χώρας.
Ανδρέας Σαρδάνης
Η πιο γνωστή περίπτωση Έλληνα πολιτικού στη Ζάμπια είναι του Κύπριου Ανδρέα Σαρδάνη που μετανάστευσε εκεί το 1950. Γνώρισε τον πρώτο πρόεδρο της χώρας, Κένεθ Καούντα, και έγινε από τους βασικούς συμβούλους του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Κατείχε το σημαντικό αξίωμα του γενικού γραμματέα του υπουργείου Βιομηχανίας.
Με αυτή του την ιδιότητα συνέβαλε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου της Ζάμπιας, αλλά και την αγορά από το κράτος των πολύτιμων μεταλλείων χαλκού που κατείχαν Βρετανοί επιχειρηματίες.
Μετά την αποχώρησή του από την κυβέρνηση, ο Σαρδάνης έγινε και ο ίδιος επιχειρηματίας και ίδρυσε ιδιωτική τράπεζα με πολλά υποκαταστήματα σε χώρες της Αφρικής.
Άλλος γνωστός Έλληνας πολιτικός της Ζάμπιας είναι Πάνος Μπένος. Στήριξε οικονομικά το Κένεθ Κάουντα και ήταν δήμαρχος της πόλης Μπεν όπου είχε εγκατασταθεί.
Βασική πηγή πληροφοριών για τον ελληνισμό της Ζάμπιας είναι το βιβλίο του Αντώνη Χαλδαίου, «The Greek Community in Zambia- Η Ελληνική Κοινότητα της Ζάμπια», Αθήνα, 2020. Όλες οι πωλήσεις του συγκεκριμένου βιβλίου διατίθενται σε δράσεις της τοπικής ελληνικής κοινότητας.
Πληροφορίες αντλήθηκαν επίσης από το άρθρο του Σταύρου Τζίμα: “Βλαχάκηδες, η ελληνική ¨φυλή” της Αφρικής” στην “Καθημερινή”