Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου «παίζει μπάλα» με Μπεστ, Δεληκάρη και Καραπιάλη
Στο φινάλε ενός μουντιαλικού, μεταγραφικού και εξόχως συναυλιακού καλοκαιριού - ήδη με δυο sold out στην Πλατεία Νερού κι ένα πολυαναμενόμενο φθινοπωρινό διπλό repeat στην Τεχνόπολη - ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δίνει στο fosonline την πρώτη του ποδοσφαιρική συνέντευξη.
Εκεί μέσα χώρεσαν, μεταξύ άλλων, ο Μπεστ, ο Δεληκάρης, ο Μέσι, ο Καραπιάλης, δυο σκυλιά, ένα άλογο, ένας βιολιστής και κάτι εξωγήινοι απ’ την Ανδρομέδα…
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν είναι αυτός που νομίζετε. Ή - τουλάχιστον – δεν είναι μόνο αυτός. Είναι, κατά βάθος, ο Σουηδός μεσοεπιθετικός LARSNOSS - από το Λαρ(ι)σινός και όπως λέμε… LARSSON - με το νούμερο 8 στην πλάτη, όπως (απο)τυπώθηκε στο μπλουζάκι-σουβενίρ από τα μέλη της μπάντας τη χρυσή εποχή των Λαϊκεδέλικα. Είναι εκείνος που, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, παίζοντας 5Χ5 προσπαθούσε να κοπιάρει μια ντρίμπλα του Πελέ από το Μουντιάλ του ’70. Είναι αυτός που βάφτισε τον σκύλο του Ρίβα, με έμπνευση τον θρυλικό Τζίτζι Ρίβα, σπουδαίο φορ της Κάλιαρι και της Εθνικής Ιταλίας στα 60ς και 70ς. Είναι το παιδί που μεγάλωσε με ένα τρανζιστοράκι κολλημένο στ’ αυτί τα κυριακάτικα μεσημέρια, που πιτσιρικάς έγινε Ολυμπιακός για χάρη ενός αγαπημένου του προσώπου, αλλά μεγαλώνοντας τον συνεπήρε η μεγάλη ΑΕΛ της δεκαετίας του ’80 και την έκανε τραγούδι. Είναι, τέλος, αυτός που είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξή του ο επί χρόνια συνεργάτης του, βιολιστής, Φώτης Σιώτας. Προσπαθούσαν, βλέπετε, να αποκωδικοποιήσουν την ιδιαίτερη περίπτωση του ακριβοθώρητου Λαρισαίου δημιουργού, που γράφει «ψαγμένους» στίχους και φτιάχνει «ιδιαίτερες» μουσικές. Περίμεναν, ίσως, να ακούσουν κάτι εξεζητημένο και βαρύγδουπο, όμως, ο Φώτης τους προσγείωσε ανώμαλα: «Ο Θανάσης είναι απλώς ένα λαϊκό παιδί, που παίζει μπάλα».
Η κουβέντα αυτή δεν είναι υπερβολή, ούτε σχήμα λόγου, ούτε τρολιά. Είναι μια ατάκα που προσδιορίζει 100% τον μουσικό δημιουργό Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ένας τύπος που έγραψε τραγούδια για τα μολύβια των μαραγκών, για τα κομμωτριάκια, για μια μοσχαροκεφαλή και για τη δυσκοιλιότητα και δεν κώλωσε να τα βάλει δίπλα σε κομμάτια που μιλούν για τη νοσταλγία, το θάνατο και το ανεκπλήρωτο δεν μπορεί να είναι θολοκουλτουριάρης και δήθεν. Ο Θανάσης σκάβει στα πιο βαθιά έγκατα της ανθρώπινης ύπαρξης χρησιμοποιώντας τα πιο απλά εργαλεία. Μια μικρή, για πολλούς αδιάφορη παρατήρηση ή στιγμή της πεζής καθημερινότητας, γίνεται αφορμή για την πιο συγκλονιστική (αυτό)καταβύθιση. Κάπως έτσι η ραδιοφωνική αναμετάδοση των αγώνων της Κυριακής, για παράδειγμα, έγινε ρέκβιεμ για το αβάσταχτο συναίσθημα της αναγκαστικής επιστροφής στη ρουτίνα της σκληρής επιβίωσης κάθε πρωινό της Δευτέρας.
Αυτή ήταν και η βασική αφορμή για την κουβέντα με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στην πλατεία του Μεταξοχωρίου της Αγιάς, κάτω από τα πλατάνια. Γιατί κατά τα άλλα, το ποδόσφαιρο – φανερά ή υπογείως – διατρέχει, έτσι κι αλλιώς, ένα σημαντικό κομμάτι του μουσικού του έργου.
«Το να ασχολείσαι με την τέχνη και το τραγούδι, ειδικότερα, μοιάζει – εκ πρώτης όψεως – αντίθετο με την ενασχόληση με τα σπορ και, ειδικά τα λαϊκά σπορ, όπως το ποδόσφαιρο. Προφανώς γι’ αυτό το είπε ο Φώτης. Γιατί ξέρει ότι είχα ανέκαθεν ιδιαίτερη σχέση με τη μπάλα. Έπαιζα πολύ πιτσιρικάς, αλλά και μεγάλος, μέχρι που σακάτεψα και τα δυο μου πόδια. Ύστερα, ένας φίλος έπαθε έμφραγμα μετά από ένα ματς κι έτσι όλοι αρχίσαμε να τρέχουμε στους γιατρούς για να ψαχτούμε».
Έτσι, λοιπόν, το 5Χ5 κομμένο εδώ και μερικά χρόνια. «Ξεσκουριάζει» μόνο λίγο όταν… προπονεί τον σκύλο του. «Ο Καρντού παίζει μπάλα και μάλιστα καλή. Προσπαθώ να τον ντριμπλάρω και δεν μπορώ. Μερικές φορές παίζουμε με δυο μπάλες. Τη μία τη σφίγγει στα δόντια και την άλλη την καπακώνει. Ξεκίνησα να τον εκπαιδεύω από πολύ μικρό. Είναι μεγάλο ταλέντο», λέει γελώντας.
Το μόνο καταγεγραμμένο ντοκουμέντο του… ποδοσφαιριστή Θανάση Παπακωνσταντίνου βρίσκεται στο ντοκιμαντέρ «Στα κέρατα του Ταύρου». Αν και ο ίδιος διατείνεται ότι δεν είναι, σε καμία περίπτωση, αντιπροσωπευτικό των πραγματικών του… δυνατοτήτων. «Φορούσα ειδικά γυαλιά, σαν του Τζαμπάρ ένα πράγμα, αλλά τη μέρα που ήρθαν για το γύρισμα ήμουν πολύ χάλια. Αφού στο τέλος οι συμπαίκτες μου με φώναζαν: «Γεια σου κύριε Ανυπαρκτόπουλε» (Γέλια) Το μόνο που αξίζει από εκείνα τα στιγμιότυπα είναι μια ντρίμπλα που κάνω σε έναν αντίπαλο και του περνάω τη μπάλα κάτω απ’ τα πόδια».
Στη μουσική του Θανάση, το ποδόσφαιρο δεν υπάρχει μόνο μέσα από άμεσες (Πάστα με κερασάκι, Ζεϊμπέκικο της Κυριακής) και έμμεσες αναφορές (Η ουρά του αλόγου), αλλά υπάρχει και στο ίδιο του το παίξιμο. Με άλλα λόγια, ο Θ.Π. ισχυρίζεται ότι παίζει μουσική με τον ίδιο τρόπο που έπαιζε μπάλα. Δώστε βάση στην εξήγηση: «Έπαιζα πάντα επιθετικός, γιατί είχα το προσόν την ταχύτητας. Το μεγάλο μου, μειονέκτημα, βέβαια ήταν το εξής. Όπως τώρα στο μπουζούκι πρέπει να κοιτάω τα τάστα για να παίζω, έτσι και στο ποδόσφαιρο έπρεπε να κοιτάω συνεχώς τη μπάλα. Γι’ αυτό και με φώναζαν «όργωμα». Κοιτούσα πάντα κάτω και τα έπαιρνα όλα σβάρνα. Ήμουν, όμως, πολύ ευρηματικός. Μια φορά, για παράδειγμα, είχα κάνει την ντρίμπλα που είχε κάνει ο Πελέ στο Μουντιάλ του ’70 όταν έκανε προσποίηση στον αντίπαλο και πέρασε εκείνος από τη μία πλευρά κι η μπάλα από την άλλη. Τέτοια πράγματα μου άρεσαν».
Περί παιξίματος, λοιπόν. Μνήμες και σχολικά βιώματα που τον ακολουθούν μέχρι σήμερα και έχουν διαμορφώσει, όχι τόσο αναπάντεχα τελικά, τη σχέση του με τη μουσική. «Στο ποδόσφαιρο είμαι δεξιοπόδαρος, μπουζούκι παίζω με το αριστερό, αλλά γράφω με το δεξί. Έφαγα ξύλο στο σχολείο γιατί την εποχή εκείνη θεωρούνταν αφύσικο να γράφει κανείς με το αριστερό κι έτσι αναγκαστικά άλλαξα. Αυτή μου η ιδιαιτερότητα, ωστόσο, βγαίνει στη μουσική. Το κατάλαβε ένας ηχολήπτης γιατί καθυστερούσα να μπω στις μουσικές φράσεις. Έχει να κάνει με το ποιο από τα ημισφαίρια του εγκεφάλου επικρατεί».
Τον Θανάση η μπάλα τον έχει σημαδέψει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με όμορφο τρόπο – προσφέροντας έμπνευση, αποφόρτιση και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λύτρωση - αλλά και με άγριο και αρκετά οδυνηρό. «Μέσα σε όλα, το ποδόσφαιρο μου έχει αφήσει και σακατιλίκι, που θα το κουβαλάω για την υπόλοιπη ζωή μου. Έχω πολύ δυνατούς πονοκεφάλους, που μου εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της προσπάθειας. Όταν βήχω, όταν σηκώνω βάρος και λοιπά. Το έψαξα, γιατί φοβήθηκα για χειρότερα, αλλά τελικά μια γιατρός εξειδικευμένη στην κεφαλαλγία μου εξήγησε ότι αιτία είναι μια στένωση που έπαθα στον αυχένα μετά από μια σύγκρουση με έναν αντίπαλο στη διάρκεια ενός αγώνα».
Η ΑΕΛ το κερασάκι
Οι πρώτες του ποδοσφαιρικές εικόνες ήταν «ερυθρόλευκες», αν και δεν μπήκε ποτέ στο «τριπάκι» του οπαδισμού. Όταν του υπενθύμισα για ποια ιστοσελίδα γίνεται η συνέντευξη, του ήρθε «φλασιά» κι ακαριαία επέστρεψε με το νου στα τέλη της δεκαετίας του ’60. «Στον Τύρναβο εκείνα τα χρόνια, που λες, δεν ξέραμε από διακοπές και τέτοια. Πώς να βγει, λοιπόν, το καλοκαίρι. Έπαιρνα το ΦΩΣ για να διαβάζω τις μεταγραφές. Ήταν μεγάλη διέξοδος για μένα», θυμάται. Μεγαλώνοντας, γρήγορα απομυθοποίησε τα πράγματα, αποστασιοποιήθηκε από τα χρώματα και κράτησε μόνο την αγάπη για τη μπάλα. Πάντα εστίαζε στους ποδοσφαιριστές, στις ξεχωριστές προσωπικότητες και τις φοβερές τους ιστορίες. Από τις ομάδες μόνο η μεγάλη ΑΕΛ των 80ς τον συνεπήρε…
«Ένα αγαπημένο μου πρόσωπο ήταν Ολυμπιακός κι έτσι, σαν πιτσιρικάς, έγινα κι εγώ Ολυμπιακός. Έρχονταν συγγενείς που ήταν Παναθηναϊκοί και μου έλεγαν να γράψω στο τετράδιο ότι είμαι Παναθηναϊκός με αντάλλαγμα σοκολάτες και καραμέλες. Όμως, εγώ δεν υπέκυπτα. Στο γήπεδο πήγαινα από πιτσιρικάς, μέχρι και πριν από 6-7 χρόνια. Και στην ΑΕΛ, αλλά κυρίως στα τοπικά, στον Τύρναβο, όπου μεγάλωσα. Αφήνοντας πίσω μου την παιδική ηλικία συνειδητοποίησα ότι μου άρεσε να παίζω, παρά να βλέπω. Σιγά σιγά απομακρύνθηκα, γιατί μεγαλώνοντας άρχισα να βλέπω όλο και περισσότερα αρνητικά και όλο και σπανιότερα αληθινά όμορφο ποδόσφαιρο. Η τελευταία πραγματικά σπουδαία ομάδα που είδα στην Ελλάδα ήταν η ΑΕΛ της δεκαετίας του ’80. Μου άρεσε πάρα πολύ εκείνη η ΑΕΛ. Ειδικά την περίοδο που πήρε το Κύπελλο με το 4-1 στον τελικό με τον ΠΑΟΚ είχε φαρμακερή ομάδα. Συμφωνώ με όσους λένε ότι έπαιζε καλύτερο ποδόσφαιρο κι από τη χρονιά του πρωταθλήματος. Όλοι στη Λάρισα έχουμε αναρωτηθεί πόσο ψηλότερα θα είχε φτάσει και τι περισσότερο θα είχε καταφέρει αυτή η ομάδα αν δεν χάνονταν έτσι άδικα ο Κουκουλίτσιος με τον Μουσιάρη. Ειδικά ο Μουσιάρης θα γινόταν ανώτερος και του Καραπιάλη και του Δομάζου. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Ήταν εκπληκτικό ταλέντο. Είχα προλάβει να τους δω και τους δυο, ευτυχώς».
Εκείνες οι ευλογημένες ποδοσφαιρικές ημέρες που καθόρισαν το ελληνικό ποδόσφαιρο κι άλλαξαν τη ζωή μιας ολόκληρης πόλης συμπυκνώθηκαν σ’ ένα τραγούδι. Είναι καταπληκτικό πώς σε ένα μόνο στίχο, ο Θανάσης αποτύπωσε αυτό που ήταν τότε η ΑΕΛ για τον κάθε Λαρισαίο. Στον δίσκο «Αγία Νοσταλγία» του ’93: «Μια πάστα η ζωή κι η ΑΕΛ το κερασάκι». Τα είπε όλα. Τέλος. Δεν είναι από τα πιο γνωστά του, πλέον το παίζει σπάνια και μόνο αν καμιά φορά το ζητήσει επίμονα η… εξέδρα, αλλά είναι ένα τραγούδι που έχει σπουδαία αξία για τη Λάρισα γιατί περικλείει μια ολόκληρη εποχή. «Στη δεκαετία του ’80, όταν γράφτηκε το «Πάστα με κερασάκι» η ΑΕΛ ήταν μια από τις μικροχαρές της ζωής. Το γεγονός ότι αυτή η ομάδα κατάφερε να μπει ανάμεσα στους «μεγάλους» και να σπάσει το κατεστημένο, ήταν πολύ σημαντική υπόθεση για την πόλη και τους Λαρισαίους. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, «η εκδίκηση της γυφτιάς. Από τότε, παρακολούθησα λίγο την περίοδο του τελευταίου Κυπέλλου και της ευρωπαϊκής πορείας. Τελευταία φορά την είδα από κοντά πριν από τρία χρόνια. Δεν είναι πια αντάξια της ΑΕΛ που είχα γνωρίσει».
Η απόσταση με το σήμερα του ποδοσφαίρου, βέβαια, είναι χαώδης. Σε όλα τα επίπεδα. «Καλά στο κομμάτι παραγόντων υπάρχει πολύ σαπίλα. Ομάδες και οπαδοί χρησιμοποιούνται για ξέπλυμα κι άλλες σκοπιμότητες. Είχε φτάσει κάποτε να έχει ομάδα στη Β’ Εθνική ο Ποσειδώνας Νέων Πόρων. Το διανοείσαι;», λέει και γελάει ανακαλώντας ένα σουρεαλιστικό μουσικο-ποδοσφαιρικό περιστατικό. «Εκείνη την εποχή κάναμε μια συναυλία στο Δίον και με κάποιο τρόπο οι διοργανωτές είχαν βάλει μεταξύ των χορηγών και τον ιδιοκτήτη της ομάδας. Του είχαν βγάλει, μάλιστα, και τραπέζι κοντά στη σκηνή για να παρακολουθήσει το λάιβ. Εγώ δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Μετά κατάλαβα. Βλέπετε, τη συναυλία την έχασε γιατί εκείνη τη μέρα, μόλις λίγες ώρες νωρίτερα, τον είχε συλλάβει η Αστυνομία».
Κι απ’ τους παράγοντες η κουβέντα πάει στον κόσμο. «Υπάρχει κι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που δεν πληρείται στο σύγχρονο ποδόσφαιρο από την πλευρά των φιλάθλων. Θα ξεκινήσω το συλλογισμό μου λίγο διαφορετικά. Πριν από μερικά χρόνια, όταν ο ΠΑΟΚ είχε αδικηθεί από τον Ολυμπιακό κάποια στιγμή, είχαν βγει οι οπαδοί του στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν. Προσπάθησε τότε ο Βούγιας, ο οποίος νομίζω έγινε και βουλευτής αργότερα, να δώσει πολιτική και κοινωνική χροιά σε αυτό το γεγονός. Είπε, δηλαδή, ότι εξεγείρονται οι αδύναμοι και οι αδικημένοι ενάντια στο σύστημα. Αυτό για μένα είναι λάθος. Η εξέγερση έχει νόημα κι αξία, όταν ξεσηκώνεσαι για το άδικο που έχει υποστεί ο άλλος κι όχι εσύ. Τότε βγάζω το καπέλο μου. Να αντιδράς στην αδικία που υφίστασαι, ναι το δέχομαι. Αλλά κοινωνική διάσταση αποκτά μόνο όταν εξεγείρεσαι για να υποστηρίξεις το δίκιο του άλλου. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο η συντριπτική πλειοψηφία ξεσηκώνεται όταν αδικείται η ίδια, αλλά όταν ευνοείται σε βάρος του πιο αδύναμου κάνει την πάπια. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες εξαιρέσεις. Στη Γερμανία η Ζανκτ Πάουλι, στην Ελλάδα – σε πιο χαμηλό επίπεδο – ο Αστέρας Εξαρχείων».
Όμως, ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Θ.Π. βλέπει, πλέον, τη μπάλα διαφορετικά είναι κάτι που ξεφεύγει από τα στενά γηπεδικά όρια. Έχει να κάνει με στάση ζωής, όσο extreme κι αν σας φανεί αυτό που θα διαβάσετε αμέσως παρακάτω: «Το βασικότερο απ’ όλα, ωστόσο, που με κάνει να έχω μια απόσταση από το ποδόσφαιρο είναι κάτι που είπε ένας φιλόσοφος – δεν θυμάμαι ποιος – και είναι βαθιά ανθρωπιστικό: Να νικάς δεν είναι και τόσο σπουδαίο, γιατί αυτό προϋποθέτει ότι κάποιος θα χάσει. Θα πεις κανείς: Στη φύση δεν υπάρχει η νίκη και η ήττα; Υπάρχει, για παράδειγμα, στα ζώα. Κάποιο επιβάλλει τη δύναμή του και επιβιώνει έναντι ενός άλλου. Όμως, τα ζώα, σε αντίθεση με τον άνθρωπο, δεν έχουν συνείδηση. Αυτή είναι η διαφορά».
Ο Μπεστ και το ζεϊμπέκικο της Κυριακής
Θα μπορούσε κάποιος να του προσάψει παρελθοντολαγνεία, αλλά θα ήταν άδικο. Στην κουβέντα για τη μπάλα, ο Θανάσης δεν είναι κολλημένος, ούτε εξιδανικεύει. Απλά, λόγω βιωμάτων, γούστου και αισθητικής έχει συγκεκριμένα κριτήρια. Δεν τα καθορίζουν οι εποχές, αλλά οι νοοτροπίες. Με τον ίδιο τρόπο που αποθεώνει τον Μπεστ, υποκλίνεται και στον Μέσι… «Παρακολουθώ ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, κυρίως διεθνές, αλλά ξέρεις τι γίνεται; Επειδή έχω δει φοβερούς αγώνες και σπουδαίους ποδοσφαιριστές ξενερώνω, για παράδειγμα, με τα καραγκιοζιλίκια κάποιων που τους φυσάς και πέφτουν. Που σφαδάζουν λες και δεν ξέρω τι τους έχουν κάνει. Ξενερώνω πολύ άσχημα από τέτοιες συμπεριφορές. Οι αληθινά σπουδαίοι ποδοσφαιριστές που είναι σίγουροι για τους εαυτούς τους, δεν το κάνουν ποτέ αυτό. Φαντάζεσαι ο Τζορτζ Μπεστ να έκανε κάτι τέτοιο; Ποτέ. Θα ήταν αδιανόητο. Ή στη σύγχρονη εποχή ο Μέσι; Δεν το έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Ξέρει ποιος είναι και τι μπορεί να κάνει. Φαίνεται αυτό. Να, τις προάλλες έβλεπα τον Νεϊμάρ. Φαίνεται αυτό το παιδί ότι ακόμα δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Κι όσο πιο πίσω πάμε αυτά τα φαινόμενα ήταν όλο και σπανιότερα. Βέβαια, υπήρξε και το ’86 ο Μαραντόνα με το «χέρι του Θεού». Προσωπικά, δεν το χάρηκα, παρότι η Αργεντινή κατέληξε να κατακτήσει το Μουντιάλ».
Μιλάμε για τους παλιούς και τους πιο πρόσφατους. Για τον Μαραντόνα, τον Πελέ, τον Κρόιφ, τον Δεληκάρη, τον Καραπιάλη, αλλά και τον Μέσι, τον Ζιντάν. Όταν, όμως, πέφτει στο τραπέζι η κουβέντα για τον κορυφαίο όλων των εποχών ο Θανάσης προτάσσει όχι μόνο το επίπεδο της ποδοσφαιρικής τέχνης, αλλά και το εκτόπισμα της προσωπικότητας. Έτσι κι αλλιώς, ως τραγουδοποιός, ανέκαθεν τον ενέπνεαν οι διαφορετικοί: «Στην Ελλάδα, για μένα, κορυφαία περίπτωση ήταν ο Χατζηπαναγής. Σε παγκόσμιο επίπεδο είναι δύσκολο να πεις, αλλά προσωπικά είχα ανέκαθεν αδυναμία στον Τζορτζ Μπεστ. Εκτός των άλλων τον γούσταρα και σαν τύπο. Ήταν πυρπολημένο άτομο. Ήταν αντισυμβατικός, με ψυχή σε όλα και στο ποδόσφαιρο και στην προσωπική του ζωή. Οι περισσότεροι σημερινοί – όχι όλοι, για να μην αδικήσω κάποιους πραγματικά άξιους – μου φαίνονται φλώροι μπροστά του».
Δεκαπέντε χρόνια μετά την «Πάστα με κερασάκι», ήρθε «Το Ζεϊμπέκικο της Κυριακής» («Ο Σαμάνος», 2008). Με φινάλε το ηχητικό μιας ραδιοφωνικής περιγραφής ενός γκολ που «σβήνει» καθώς τελειώνει το τραγούδι. Επειδή θα ήταν βαρύ να γραφτεί ότι πρόκειται για την «Συννεφιασμένη Κυριακή» του 21ου αιώνα, ας πούμε απλώς ότι το «Ζεϊμπέκικο» είναι εκεί όπου ο Τσιτσάνης συναντά τη μπάλα. «Όλες τις Κυριακές των παιδικών μου χρόνων τις πέρασα ακούγοντας στο ραδιόφωνο αναμετάδοση των αγώνων. Γι’ αυτό όταν έκλεισε η ΕΡΤ ένιωσα σα να μου κλέβουν την παιδική ηλικία. Ήταν εποχές που η τηλεόραση δεν ήταν διαδεδομένη, ειδικά στην επαρχία όπου μεγάλωσα. Δεν μπορούσαμε να δούμε. Μόνο ακούγαμε και πλάθαμε εμείς τις εικόνες. Κάπως έτσι προέκυψε και το «Ζεϊμπέκικο της Κυριακής». Δεν αναφέρεται, βέβαια, μόνο στις μνήμες από τις ποδοσφαιρικές Κυριακές, αλλά η μπάλα είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι. Η φράση «ήττα την Κυριακή», που αναφέρεται σε έναν στίχο, μιλάει και για το συναίσθημα που βιώνει ένας οπαδός που έχει χάσει η ομάδα του, αλλά και γενικότερα για την ήττα που νιώθει ο καθένας καθώς συνειδητοποιεί ότι έρχεται η Δευτέρα και θα πρέπει να επιστρέψει στη ρουτίνα με σκυμμένο το κεφάλι».
Ποδοσφαιρική πάσα για συναυλιακή συζήτηση. Βλέπετε, Θανάσης Παπακωνσταντίνου και Σωκράτης Μάλαμας μαζί επί σκηνής είναι σχεδόν ονείρωξη. Σα να παίζει μαζί στην ίδια ομάδα ο Μπεστ με τον Κρόιφ ή ο Μέσι με τον Ρονάλντο. «Με το Σωκράτη είπαμε πριν πεθάνουμε, να κάνουμε κάτι μαζί για να σφραγίσουμε τη φιλία και τη συνεργασία (Γέλια) Το θέλαμε πολύ και οι δυο. Λειτουργούμε πολύ καλά ως δίδυμο, γιατί σε μεγάλο βαθμό έχουμε κοινή αισθητική άποψη για τη μουσική», λέει κι εξηγεί την σχεδόν διετή συναυλιακή «αγρανάπαυση» πριν από τη φετινή μουσική καταιγίδα: «Ο βασικός λόγος που δεν έκανα συναυλίες τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ότι παίζοντας συνέχεια, κάποια τραγούδια μέσα μου «κάηκαν». Έπρεπε να αποκτήσουν ξανά φρεσκάδα. Θα μπορούσα να συνεχίσω να παίζω, γιατί οικονομικές ανάγκες υπήρχαν. Θα ένιωθα, όμως, μέσα μου ένας μικρός απατεώνας. Πρέπει να βγάλεις μια φλόγα από μέσα σου για να «καεί» κι ο άλλος που ήρθε να σε ακούσει. Αν δεν μπορείς, καλύτερα κάτσε σπίτι σου. Θέμα με φυσικές αντοχές δεν είχα. Εξάλλου όταν κάνεις αυτό σου αρέσει, αναζωογονείσαι. Βλέπεις ανθρώπους πριν ανέβουν στη σκηνή να είναι έτοιμοι να πεθάνουν, κι όταν ανέβουν κι αρχίσουν να παίζουν, ξαναγεννιούνται».
Το άλογο, το βιολί και οι… εξωγήινοι
H playlist των φετινών λάιβ δεν έχει ούτε «Πάστα με κερασάκι», ούτε «Ζεϊμπέκικο της Κυριακής». Τι να πρωτοχωρέσεις σε πρόγραμμα 3,5 ωρών με Θανάση και Σωκράτη; Έχει, όμως, κάποιες φορές την «Ουρά του αλόγου». Το τραγουδάει ο Αλέξανδρος Κτιστάκης, μόνιμος συνεργάτης του Θανάση πάνω και πίσω από τη σκηνή τα τελευταία χρόνια. Ο Αλέξανδρος που είναι και παιδί της βυσσινί εξέδρας. Τη δική του ερμηνεία άκουσε πριν από 4-5 χρόνια ο τότε προπονητής της ΑΕΛ, Κωνσταντίνος Παναγόπουλος, συγκινήθηκε, εμπνεύστηκε κι αποφάσισε να παίξει το κομμάτι στ’ αποδυτήρια του Αλκαζάρ. Ένα ντοκουμέντο που καταγράφηκε, μάλιστα, και σε ένα βίντεο-αφιέρωμα της UEFA. Βέβαια, ο Θανάσης, όταν το έγραφε, δεν είχε στο νου του την ΑΕΛ. Όμως, ένας μουσικός κι ένας προπονητής είδαν τον μισό αιώνα ζωής της ΑΕΛ μέσα από την ιστορία ενός αλόγου που πεθαίνει από δάγκωμα φιδιού, αλλά «ξαναγεννιέται» όταν η τρίχα της ουράς του γίνεται δοξάρι που «χλιμιντρίζει» πάνω στο βιολί. Μήπως, τελικά, όλο αυτό είναι υπερβολικό; Μήπως η ερμηνεία που δίνεται στους στίχους είναι λίγο αυθαίρετη και ξεφεύγει από τα όρια; Ο Θανάσης είναι κατηγορηματικός: «Τίποτα δεν ξεφεύγει από τα όρια. Ίσα ίσα είναι βασικό στοιχείο της τέχνης, η συμμετοχή. Η πραγματική τέχνη σε θέλει να βάλεις τον εαυτό σου με τους δικούς σου όρους, με αυτό που κουβαλάς μέσα σου. Για μένα, όσο πιο πολλά περιθώρια σου αφήνει η τέχνη τόσο πιο λυτρωτικό είναι. Γι’ αυτό και τις πιο πολλές φορές ο υπερρεαλιστικός στίχος - που αφήνει πιο πολλές εκδοχές ανοιχτές -είναι πιο σημαντικός από το καθορισμένο. Γιατί με το καθορισμένο σου λέει ο δημιουργός «θα βαδίσεις στο μονοπάτι που σου λέω εγώ». Μπορεί να οδηγήσει σε ωραίο αποτέλεσμα, δεν το αποκλείω. Όμως, αν σου αφήσει περιθώρια να κινηθείς και στην κατεύθυνση που θες εσύ, η συγκίνηση θα είναι μεγαλύτερη».
Εξηγεί, λοιπόν… «Υπάρχουν περιπτώσεις που ξέρω ακριβώς τι γράφω, που είναι βιώματα, μπορεί κάπως ελλειπτικά γραμμένα, αλλά ξέρω τι γράφω ακριβώς. Υπάρχουν φορές, όμως, που γράφω πράγματα τα οποία εκείνη τη στιγμή μου έρχονται σχεδόν παραληρηματικά και προσπαθώ κι εγώ εκ των υστέρων να καταλάβω τι έγραψα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Ανδρομέδα. Κάθε στροφή μοιάζει να μην συνδέεται με τις άλλες. Μου είχε έρθει στο μυαλό η εικόνα ότι στον πυρήνα της γης είναι δυο πουλιά και πέφτει λάβα απ’ τα φιλιά τους κι αυτό πυροδότησε και τα υπόλοιπα. Προσπαθούσα εκ των υστέρων να καταλάβω αν τα συνδέει κάτι και σαν τρίτος διαπίστωσα το εξής: Ότι όλα αυτά, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο περιγράφουν το πάθος».
Περί τέχνης, στίχων και ερμηνειών η κουβέντα. Και δυο «ανέκδοτες» ιστορίες από τον Θ.Π. για δυο του τραγούδια. Η πρώτη, για το κομμάτι «Στις χαραυγές ξεχνιέμαι»: «Κράτησε τον στίχο «μάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο» και «βάρα καλή, βάρα γερή μια τουφεκιά ζαχαρωτή». Λοιπόν, πολλές φορές συμβαίνει αυτό. Ο καθένας, δηλαδή, για να στηρίξει αυτό που έχει μέσα του, μπορεί να λειτουργήσει αποσπασματικά. Είναι τόσο ανοιχτό όλο αυτό το θέμα. Ήρθε, λοιπόν, ένα παιδί πριν από χρόνια στο σπίτι μου και μου λέει: «Θανάση αυτό το τραγούδι με συγκινεί πολύ και το έγραψες για τον τάδε», δεν θυμάμαι όνομα. Τι είχε συμβεί… Κάποιες απόκριες στη Λάρισα, είχαν σκοτώσει τον ιδιοκτήτη μιας καφετέριας στην πλατεία Ταχυδρομείου. Μάλιστα ο δολοφόνος ήταν ντυμένος καρναβάλι και φορούσε μάσκα γριάς. Αυτό το παιδί λοιπόν, πήρε τη μάσκα, το καρναβάλι, την τουφεκιά – χωρίς τη λέξη ζαχαρωτή, αυτή δεν τον ενδιέφερε, την άφησε απέξω – κι έφτιαξε το σενάριο στο μυαλό του ότι έγραψα το τραγούδι με αφορμή τη συγκεκριμένη ιστορία. Εντάξει, αυτό ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα και του εξήγησα. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να το νομίζει. Τον είδα ότι απογοητεύτηκε, αλλά είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση για το πώς ο καθένας φτιάχνει μέσα του – και δικαίως – αυτό που πιστεύει ότι ισχύει».
Υπάρχουν, βέβαια, φορές που η φαντασία ξεπερνά ακόμη και το αδιόρατο όριο της τέχνης. Τότε μπορεί να δεις τους στίχους σου να συνδέονται με νοήματα… αδιανόητα. «Έχει συμβεί αυτό με την Ανδρομέδα, με τον δίσκο «Στην Ανδρομέδα και στη Γη» και με το συγκεκριμένο κομμάτι. Για ένα διάστημα έρχονταν στις συναυλίες κάποιοι που δεν φαινόταν να τους ενδιαφέρει η μουσική που παίζαμε. Με έπιαναν στο τέλος και μου έλεγαν κάτι πράγματα που δεν τα καταλάβαινα και ακριβώς, ότι Θανάση ξέρουμε τα νοήματα που κρύβεις και τέτοια. Μετά από χρόνια στη Λάρισα, ένας γείτονας που λέει «έλα να δεις σε γράφουν σε ένα βιβλίο». Τι βιβλίο; Λέω. Ήταν ένα βιβλίο που έγραφε για την καταγωγή των Ελλήνων, ότι υποτίθεται πως είναι εξωγήινοι και έχουν έρθει από την Ανδρομέδα. Εκεί ήταν το κουμπί. Κι από κάτω είχε παραπομπές: Γι’ αυτό το θέμα διάβασε αυτό το βιβλίο ή άκου αυτό ο τραγούδι την Ανδρομέδα του Θανάση Παπακωνσταντίνου και λοιπά».
Επιστροφή και επίλογος με μπάλα. Μια κουβέντα-υπόκλιση στη στρογγυλή θεά, ένας λόγος για το αληθινό μεγαλείο του ποδοσφαίρου και την καθοριστική του σημασία στις ζωές μας, ένα μήνυμα προς όλους εκείνους που βλέπουν μόνο 22 άντρες που κλωτσάνε ένα πετσί. Το ποδόσφαιρο είναι κάτι βαθύτερο, σπουδαιότερο και οπωσδήποτε πολυσήμαντο. Λέει ο Θανάσης: «Το ποδόσφαιρο, ειδικά όταν είσαι μεγάλος, εξυπηρετεί και μια μεγάλη ανάγκη: Την επιστροφή στην παιδική ηλικία. Την έβλεπα αυτή τη λαχτάρα στα μάτια πολλών φίλων που παίζαμε μαζί 5Χ5. Η νοσταλγία είναι αβάσταχτη. Το να παίζεις ποδόσφαιρο είναι ο ομφάλιος λώρος που σε συνδέει με την παιδική ηλικία. Βέβαια, όταν παθαίνεις εμφράγματα προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα. Η μεγάλη οδύνη που υφιστάμεθα όσο περνάν τα χρόνια, είναι ότι ενώ εσωτερικά αισθανόμαστε νέοι, το σώμα γερνάει. Κι έτσι μεγαλώνει η ψαλίδα, ανάμεσα σε αυτό που έχουμε μέσα μας και θέλουμε και σε αυτό που μπορούμε».
Φωτογραφίες: Κώστας Τσομάκος, Τάσος Καρακούλιας