Mαρκάνο, ο... Ζαρντίμ των αμυντικών!
Η πορεία του Ισπανού οπισθοφύλακα, αφότου αποχώρησε από τον Ολυμπιακό, αποτελεί, μια ακόμη, απόδειξη ότι στα μέρη μας χωλαίνουμε στην εκτίμηση της ποδοσφαιρικής αξίας
Μια από τις πλέον επιτυχημένες καμπάνιες του Ε.Ο.Τ ήταν εκείνη με σύνθημα «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα». Το σλόγκαν, που έπιασε, πέραν πάσης προσδοκίας, στις τάξεις των τουριστών ανά την υφήλιο, ταιριάζει, επίσης, (...γάντι όμως) με το πως αντιλαμβανόμαστε το ποδόσφαιρο οι ημεδαποί!
Στην ποδοσφαιρική «Ψωροκώσταινα», των 11.000.000 (και βάλε....) προπονητών, όπου το θέσφατο «Έχω παίξει μπάλα και ξέρω εγώ» (κι ας είναι στο «5Χ5» γηπεδάκι της γειτονιάς....) παραμένει αμάχητο τεκμήριο ποδοσφαιρικών γνώσεων, συνεχίζουμε να ζούμε σ΄ έναν ποδοσφαιρικό μικρόκοσμο αρνούμενοι να δούμε τις εξελίξεις στο εξωτερικό, παρότι οι δυνατότητες μας για να τις παρακολουθήσουμε είναι απείρως περισσότερες απ’ ότι των προγενέστερων.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Έτσι εξακολουθούμε να ζούμε με μύθους που καλλιεργήσαμε, στο μυαλό μας, τους οποίους η πραγματικότητα διαλύει, προϊόντος του χρόνου, δίχως ενδοιασμούς...
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από του Λεονάρντο Ζαρντίμ δεν υπάρχει.
Ο Πορτογάλος τεχνικός κατέφθασε στα μέρη μας καλοκαίρι του 2012, διαδεχόμενος τον αποχωρήσαντα Ερνέστο Βαλβέρδε. Αλλά αποτέλεσε παρελθόν μόλις έξι μήνες αργότερα, Γενάρη του 2013, παρότι είχε τον Ολυμπιακό όχι μόνο πρωτοπόρο (στο +10) και στην Ευρώπη (στους «32» του Europa League, αφού έμεινε, στον πόντο και με 9 βαθμούς συγκομιδής, 3ος στον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ), αλλά να οδεύει για το παρθενικό αήττητο πρωτάθλημα της ιστορίας του!
Η αποπομπή του ελάχιστους στεναχώρησε, αφού η πλειοψηφία των φίλων της ομάδας του είχε κολλήσει την «ρετσινιά» του «αμυντικογενή».
Όμως τα μετέπειτα πεπραγμένα του απέδειξαν ότι ως καλός μάνατζερ είχε την χαμαιλεοντική ικανότητα να προσαρμόζει το ποδοσφαιρικό του στυλ στο υλικό που διαθέτει.
Έτσι, αντίθετα απ’ ότι προέβλεπαν οι ημεδαποί ποδοσφαιρικοί «φωστήρες» δεν χάθηκε.
Την επόμενη σεζόν στον πάγκο της Σπόρτινγκ Λισσαβώνας, με ένα γκρουπ νεαρών παικτών, τερμάτισε δεύτερος (Τσάμπιονς Λιγκ) με 25 πόντους και 18 γκολ περισσότερα από την προηγούμενη χρονιά! Μ’ αυτά τα διαπιστευτήρια πήγε στην Μονακό (2014) και μετά από 2 τρίτες θέσεις, πέρσι όχι μόνο ξανάκανε την ομάδα του Πριγκηπάτου πρωταθλήτρια (έπειτα από 17 χρόνια) αλλά την έφερε στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ μετά από 2004!
Όχι με... κλεφτοπόλεμο, ή «ταμπούρι», όπως θα περίμεναν κάποιοι, αλλά διδάσκοντας επίθεση! Την Ντόρτμουντ του Τούχελ και κυρίως την Σίτι του... Γκουαρντιόλα! Αμφότερες δέχθηκαν από 6 γκολ, σε δύο ματς, των προημιτελικών και των «16», αντίστοιχα.
Κι αν αποκλείστηκε από την Γιουβέντους, στα ημιτελικά, η υπεραξία των ποδοσφαιριστών που ανέδειξε (Εμπαπέ, Μεντί, Μπερνάρντο Σίλβα, Μπακαγιόκο, Φαμπίνιο) έχει τιγκάρει τα ταμεία των Μονεγάσκων, που τον ανανέωσαν ως το 2020. Κι ούτε σκέφτονται να τον αφήσουν αφού, παρά τις αποχωρήσεις (κι όσες ακολουθήσουν) είχε την ομάδα 2η αι ανταγωνίστρια της Παρί σ’ όλες τις διοργανώσεις...
«Πολυεργαλείο», χαμένος στην... σύγκριση κι εκλεκτός του Μόντσι!
Η ιστορία του Ζαρντίμ μοιάζει μ’ εκείνη ενός παρολίγον παίκτη του στον Ολυμπιακό. Του Ιβάν Μαρκάνο. Ο οποίος, μετά την διπλή του θητεία (2011-12, πρώτο 6μηνο του 2014) έφυγε αίροντας όλες τις αμυντικές «αμαρτίες» των «ερυθρολεύκων».
Ο Ισπανός στόπερ, που ήρθε κατόπιν εισήγησης Βαλβέρδε, ήταν βασικός της ομάδας που έφτασε μερικά λεπτά πριν τα προημιτελικά του Εuropa League (2012) -αλλά αποκλείστηκε ελέω Μέταλιστ- αποδεικνύοντας ότι είναι «πολυεργαλείο», αγωνιζόμενος, αξιοπρεπώς, αριστερά, για να καλύπτει τα ανεβάσματα του Χολέμπας και τις αμυντικές του αδυναμίες.
Ο, παρεξηγημένος –κυρίως λόγω σύγκρισης, με τον εγκεφαλικό κι ηγετικό Μέλμπεργκ και τον ταχυδυναμικό Αβράαμ Παπαδόπουλο- πρώην οπισθοφύλακας της Χετάφε δεν ήταν, ούτε έγινε… Μπεκενμπάουερ, αλλά αγωνιζόμενος σε πιο γνώριμα “λημέρια” (σέντερ μπακ) μεταπήδησε στην Ρούμπιν Καζάν, από την Βιγιαρεάλ, όπου ανήκε, αλλά επέστρεψε στον Πειραιά, επί Μίτσελ, χωρίς η οψιόν μονιμοποιήσης, να ενεργοποιηθεί ξανά.
Η καταξίωση, τελικά, ήρθε σ’ ένα άλλο λιμάνι: στο Πόρτο.
Tην τριετία που ακολούθησε (157 συμμ. 14 γκολ) όχι μόνο κάλυψε το κενό του Μανγκαλά, που πήγε στην Σίτι, όχι μόνο φόρεσε το περιβραχιόνιο, αλλά έπειτα από το, φετινό πρωτάθλημα (πρώτο των «δράκων» μετά από 5 χρόνια) έκανε μεταγραφή, στα 31 του πια, στην Ρόμα!
Μέλος και μέρος του πρότζεκτ, που τρέχει ο «γκούρου» των αθλητικών διευθυντών, ο συμπατριώτης του Μόντσι. Το κορυφαίο «μάτι» της ποδοσφαιρικής πιάτσας.
Που, μάλλον, κάτι παραπάνω ξέρει απ’ όλους μας και του προσέφερε 3ετές συμβόλαιο (με οψιόν για ένα ακόμη!) με 2 εκ. ευρώ ετήσιες απολαβές δίνοντας του τη δυνατότητα να ξανασυναντήσει τον, για 6 μήνες συμπαίκτη του στον Πειραιά, Κώστα Μανωλά…