Μαθήματα για τη ρώσικη λογοτεχνία - Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ή η τέχνη να κάνεις το μαύρο άσπρο

Σημαντική η πρωτοβουλία των εκδόσεων Πατάκη να δημοσιεύσει στα ελληνικά τα μαθήματα του Ναμπόκοφ για τη ρώσικη λογοτεχνία σε μετάφραση Ανδρέα Παππά. Πολυθρύλητο το πόνημα του ρώσου εμιγκρέ, κυρίως για τις κακίες που έχει εκστομίσει μέσα σε αυτό για τα ιερά τέρατα της λογοτεχνίας. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ διέθετε εκείνο το φλομπεριανό θράσος με το οποίο επιχειρούσε κατεδαφίσεις των λογοτεχνικών μύθων. Είχε, όπως και ο Φλομπέρ, αναγορεύσει τον εαυτό του σε τιμητή των πάντων, θεωρώντας πως χάρις στον ίδιο και στο έργο του η λογοτεχνία έκανε μια επανεκκίνηση προς το ορθότερο.
Διαβάζοντας κανείς τα Μαθήματα για τη Ρώσικη λογοτεχνία, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι ο τίτλος δεν θα μπορούσε να είναι πιο κυριολεκτικός. Πρόκειται πραγματικά για μαθήματα φροντιστηριακού χαρακτήρα γραμμένα χωρίς τη γνωστή χάρη που διαθέτουν τα κείμενα του Ναμπόκοφ. Ίσως η πικρόχολη διάθεσή του κι ένα είδος λογοτεχνικής μνησικακίας να του το υπαγόρευσαν. Έχοντας συνηθίσει να διαβάζουμε κείμενα θεωρητικά που διαθέτουν τη χάρη ενός Μπένγιαμιν, ενός Στάινερ, ενός Κούντερα ή ενός Μπαχτίν, δοκιμάζουμε μια δυσάρεστη έκπληξη από το ύφος του πάπα του μεταμοντέρνου. Ίσως η χρήση αυτών των παραδόσεων να ήταν απαγορευτική για μια λογοτεχνική έκδοση.
Ολυμπιακός: Η... αφύπνιση του Εβάν Φουρνιέ!
Καταρχάς ο Ναμπόκοφ καταπιάνεται με μεμονωμένα έργα τα οποία αναλύει με δασκαλίστικη διάθεση. Παραθέτει συχνά κάποια περίληψη, αναφέρει από πόσα μέρη αποτελείται το καθένα, τι μας λέει το κάθε μέρος κ.ο.κ. Συνθέτει δηλαδή ένα «λυσάρι» για τη ρώσικη λογοτεχνία και για τους μεγάλους εκπροσώπους της και γίνεται ο «δασκαλάκος» της Ρώσικης πεζογραφίας. Στη συνέχεια φέρνει τον κόσμο ανάποδα. Συρρικνώνει τον Ντοστογιέφσκι (Ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι μεγάλος αλλά μέτριος συγγραφέας), προσεγγίζοντας τα έργα του μέσα από μια επιπόλαιη και μνησίκακη ανάγνωση που επικεντρώνεται μόνο στις γνωστές αδυναμίες του συμπατριώτη του. Η ανάλυση που επιχειρεί στο Έγκλημα και Τιμωρία, είναι τουλάχιστον αστεία και δείχνει ότι διάβασε μάλλον διαγώνια το μυθιστόρημα. Αυτός που υποτίθεται ότι είναι ο ανανεωτής της λογοτεχνίας, δεν είδε τους εντυπωσιακούς νεωτερισμούς που εισάγει ο Ντοστογιέφσκι στη μεγάλη αφήγηση.
Αντιθέτως εκθειάζει τον Τουργκένιεφ ίσως γιατί θαυμάζει σε αυτόν όχι το αποτέλεσμα της δουλειάς του αλλά τον τρόπο που έζησε, τους ανθρώπους που γνώρισε, το λούστρο της προσωπικότητάς του. Ο Τουργκένιεφ σε όλη του τη ζωή προσπάθησε να υποτάξει τη λογοτεχνία στις ιδέες του, αντί να κάνει το ακριβώς αντίθετο και έτσι απέτυχε εκεί που πέτυχε ένας πανσλαβιστής, θρησκόληπτος και πολιτικά αναλφάβητος Ντοστογιέφσκι. Τα χρόνια του Τουργκένιεφ στο Βερολίνο και οι σχέσεις του με τον Μπακούνιν και τους άλλους εξτρέμ θεωρητικούς αποδείχτηκαν κακός σύμβουλος για το λογοτεχνικό του ταλέντο. Όταν ήρθε η ώρα να εμπνευστεί τον μεγάλο του ήρωα, τον Μπαζάροφ, τον είχε ήδη φορτώσει με τόσες ιδέες, τόσες προσδοκίες, τόσα οράματα και τόσο μηδενισμό, που σε όλο το μυθιστόρημα να κινείται βαριά και δυσκίνητα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.Η λογοτεχνία τιμωρεί όσους την χρησιμοποιούν για να διακηρύξουν ιδέες, γνώσεις, θεωρίες και δεν ανέχεται τις προθέσεις ενός συγγραφέα όσο αγαθές κι αν είναι. Αυτό ο Τουργκένιεφ έπρεπε να το γνωρίζει εξαρχής. Θα έπρεπε επίσης να το έχει καταλάβει και ο Ναμπόκοφ, για να τοποθετήσει τον Τουργκένιεφ στη σωστή του θέση.
Από τα φαρμακερά βέλη του Ναμπόκοφ φαίνεται ότι γλιτώνει ο Τολστόι αλλά και πάλι όχι εντελώς. Ο μετρ του μεταμοντέρνου βρίσκει πολύ συμβατική την Άννα Καρένινα, απλοϊκή τη σκιαγράφηση των δευτερευόντων χαρακτήρων και απότομη τη μετάβαση από το ένα κεφάλαιο στο άλλο. Αναφερόμαστε βέβαια στο πιο ισορροπημένο μυθιστόρημα στην Ιστορία της λογοτεχνίας και δεν καταλαβαίνουμε γιατί η Άννα Καρένινα είναι πιο συμβατική από τη Μαντάμ Μποβαρύ, όπως ισχυρίζεται ο Ναμπόκοφ, ούτε τι σημαίνει ότι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες διαγράφονται με απλό και παραδοσιακό τρόπο, ούτε βέβαια τι σημαίνει απότομη αλλαγή σκηνικού. Όλα αυτά δίνουν για μια ακόμα φορά την εντύπωση ότι οι παλιοί είχαν μεν κάποιο ταλέντο αλλά επί της ουσίας δεν ήξεραν να γράφουν σωστά ή ήταν ανυπόφορα παραδοσιακοί, κοινώς παρωχημένοι κι ότι μόνο εμείς ξέρουμε πώς γράφεται το μυθιστόρημα με τρόπο ορθό, μοντέρνο και λειτουργικό. Προς επίρρωση των λεγομένων του παραθέτει και την άποψη του Τζόζεφ Κόνραντ ο οποίος μας λέει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η 'Αννα Καρένινα είναι ένα μέτριο μυθιστόρημα. Κι όλα αυτά ενώ ο Ναμπόκοφ ισχυρίζεται πως ο δυτικός κόσμος δεν γνωρίζει επαρκώς το ρώσικο λογοτεχνικό θαύμα του 19ου αιώνα και πως ο ίδιος είναι επιφορτισμένος με το ιερό καθήκον να το μεταλαμπαδεύσει στα πανεπιστήμια και στις λογοτεχνικές λέσχες της Δύσης. Υποκρισία, μικροπρέπεια, μνησικακία ή κάτι άλλο; Η μετάφραση του Αντρέα Παππά επαρκέστατη και ακριβής μας βοηθά να απομονώσουμε τις εντυπωσιακές αστοχίες του γράφοντος.