Οι θρύλοι των θρύλων: Aπό τον Ανδριανόπουλο στον Μπερναμπέου
Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν μέσα σε μια ομάδα και άλλοι που γεννάνε, μεγαλώνουν και κάνουν αθάνατη μια ομάδα. Λίγοι είναι, ελάχιστοι και τείνουν να γίνουν είδος προς εξαφάνιση στην εποχή μας, όπου όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται… Μιλάμε για ανθρώπους που υπηρέτησαν μια ομάδα από τα εφηβικά έως τα στερνά χρόνια της ζωής τους, προσφέροντάς της υπηρεσίες ως ποδοσφαιριστές, προπονητές, παράγοντες, μέχρι και ως… δημοσιογράφοι! Κι ακόμη περισσότερο, για ανθρώπους που ίδρυσαν, ανέστησαν και ανέβασαν ομάδες στο πάνθεον…
Ας γνωρίσουμε μερικούς από αυτούς, αποδίδοντάς τους την πρέπουσα τιμή για τα όσα μας κληρονόμησαν… Ξεκινάμε από την Ελλάδα…
Γιάννης Ανδριανόπουλος (Ολυμπιακός, Πειραιάς, 1900 - 6 Νοεμβρίου 1952)
Γεννημένος στον Πειραιά στην αυγή του αιώνα, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο το 1918 από τον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους αδερφούς Ανδριανόπουλους, οι οποίοι αποτέλεσαν τα θεμέλια και συνέδεσαν το όνομά τους με τη δόξα του Ολυμπιακού.
Η θητεία του ως ποδοσφαιριστής υπήρξε σχετικά βραχεία. Κρέμασε τα παπούτσια του το 1929 σε ηλικία 29 ετών. Πρόλαβε ωστόσο να «κάνει όνομα» και να αφήσει το χνάρι του, τόσο στον Ολυμπιακό όσο και στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Έχοντας διδαχθεί τα μυστικά του ποδοσφαίρου από τους Άγγλους, κατά τη διάρκεια της φοίτησής του σε αγγλικό κολλέγιο, αποτέλεσε τον πρώτο μεγάλο τεχνίτη και ιδιοφυή παίκτη του ελληνικού ποδοσφαίρου, επί της ουσίας των πρόγονο των σημερινών επιτελικών μέσων. Ήταν αυτός που δίδαξε στους παίκτες του Ολυμπιακού την πάσα με τη μία, το άνοιγμα του παιχνιδιού στις πτέρυγες και το απευθείας σουτ.
Αυτά, σε συνδυασμό με τη μόρφωσή του και τον χαρακτήρα του, του προσέδωσαν το άκρως ταιριαστό παρατσούκλι «ο δάσκαλος». Αγωνιζόταν δεξιά στην επίθεση και ήταν μέλος της εθνικής ομάδας που συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας (1920).
Με τον αδερφό του Γιώργο, δημιούργησαν τον Αθλητικό και Ποδοσφαιρικό Σύλλογο Πειραιά το 1924, έπειτα τον Ολυμπιακό Όμιλο Πειραιά και τελικά τον Ολυμπιακό Σύνδεσμο Φιλάθλων Πειραιώς. Μάλιστα, δικής του έμπνευσης, ήταν η ερυθρόλευκη φανέλα την οποία ίδρωσε πολλές φορές και για τελευταία στις 16 Ιουνίου 1929 που είπε το «αντίο στα γήπεδα», έχοντας στο ενεργητικό του 62 συμμετοχές και 9 γκολ.
Παράλληλα, από το 1922 έως το 1927, ήταν και προπονητής της ομάδας, ο πρώτος προπονητής στην ιστορία του Ολυμπιακού, ενώ διατέλεσε και πρόεδρός του, το 1932 και την τριετία 1933-35. Εκτός από τον Ολυμπιακό, υπηρέτησε και το ελληνικό ποδόσφαιρο συνολικά, ως πρόεδρος της ΕΠΟ και της ΕΠΣ Πειραιά.
Πέθανε στις 6 Νοεμβρίου 1952 σε ηλικία 52 ετών, νικημένος από τον καρκίνο. Την κηδεία του που έγινε την επομένη από τον ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου στον Πειραιά, παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Γιος του, με όνομα βαρύ σαν ιστορία, είναι ο Ανδρέας, που διετέλεσε Δήμαρχος Πειραιά, βουλευτής και υπουργός.
Απόστολος Νικολαΐδης (Παναθηναϊκός, Φιλιππούπολη, 19 Απριλίου 1896 – Αθήνα, 15 Οκτωβρίου 1980)
Γεννημένος στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σήμερα Ασένοβγκραντ Βουλγαρίας) μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή. Στην Ελλάδα ήρθε το 1914, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Πολυαθλητής, αγωνίστηκε με την Εθνική Γυμναστική Εταιρεία και τον Άρη Θεσσαλονίκης στο στίβο ενώ με τον Παναθηναϊκό επιδόθηκε σε πολλά αθλήματα.
Στο ποδόσφαιρο αγωνίστηκε τόσο ως κεντρικός χαφ, όσο και ως αμυντικός. Συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας το 1920, ως ποδοσφαιριστής και δεκαθλητής. Διετέλεσε κι εκλέκτορας της Εθνικής. Αυτός καθόταν στον πάγκο στον πρώτο αγώνα της ομάδας (εναντίον της Β΄ Ιταλίας, στις 7 Απριλίου 1929). Υπήρξε εκλέκτορας και τη σεζόν 1934-35.
Διετέλεσε παράλληλα αθλητής και παράγοντας. Ασχολήθηκε με τα κοινά του ελληνικού αθλητισμού: πρόεδρος στην ΕΠΟ, στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, στον ΣΕΓΑΣ (για 22 μάλιστα χρόνια) στην ΕΛΠΑ κλπ.
Στον Παναθηναϊκό για 40 και πλέον χρόνια πέρασε από όλα τα διοικητικά πόστα: πρόεδρος, αντιπρόεδρος, γενικός γραμματέας, μέλος του διοικητικού συμβουλίου, γενικός αρχηγός και ισχυρός άνδρας του συλλόγου. Το 1974, σε ηλικία 78 χρονών, εκλέχθηκε πρόεδρος. Ήταν τότε που ο Παναθηναϊκός κινδύνεψε να υποβιβαστεί, κατηγορούμενος για δωροδοκία παικτών του Ηρακλή («υπόθεση λουλούδια») στον ημιτελικό Κυπέλλου του 1975 αλλά σώθηκε εντέλει χάρη στην ψήφο του Γιώργου Ανδριανόπουλου στην αρμόδια επιτροπή της ΕΠΟ.
Αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό το 1979, λόγω προβλημάτων υγείας και ένα χρόνο μετά, στις 15 Οκτωβρίου 1980, πέθανε. Προς τιμή του το 1981 το Γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ονομάστηκε «Απόστολος Νικολαΐδης».
Αλκέτας Παναγούλιας (Θεσσαλονίκη, 30 Μαΐου 1934 – Βιέννα, Βιρτζίνια (ΗΠΑ), 18 Ιουνίου 2012)
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη εντάχθηκε το 1949 στον Άρη με το οποίο έκανε ντεμπούτο σε ηλικία 17 ετών. Ξεκίνησε την καριέρα του ως αριστερός εξτρέμ, αλλά σύντομα καθιερώθηκε στο αριστερό άκρο της άμυνας. Τη δεκαετία του '50 κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης, το 1953 και το 1959.
Το 1962, σε ηλικία 28 ετών έφυγε για τις ΗΠΑ προκειμένου να σπουδάσει. Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα από την ελληνοαμερικανική ομάδα Άτλας Νέας Υόρκης, με την οποία κατέκτησε το αμερικανικό κύπελλο 3 φορές (1967, 1968, 1969). Στην Ελλάδα γύρισε το 1972, ως βοηθός του προπονητή της εθνικής, Μπίλι Μπίνγκαμ τον οποίο αντικατέστησε ένα χρόνο μετά.
Από τον Φεβρουάριο του 1975 ως το τέλος εκείνης της σεζόν (Ιούνιο 1975), παράλληλα με τα καθήκοντά του ως ομοσπονδιακού τεχνικού, κοουτσάρισε τον Άρη, τον οποίο όχι μόνο έσωσε αλλά και τον πλασάρισε στην 6η θέση! Τη σεζόν 1976-77 ανέλαβε εκ νέου τον Άρη, προβαίνοντας σε ανανέωση του έμψυχου δυναμικού της ομάδας.
Το καλοκαίρι του 2002 επέστρεψε, αυτή τη φορά ως πρόεδρος, για να βοηθήσει τον σύλλογο σε μια δύσκολη εποχή μετά την αποχώρηση Κοντομηνά. «Γνώριζα τον κ. Κοντομηνά και με πρότεινε για πρόεδρο το δ.σ. της ΠΑΕ, προκειμένου να υπάρχει καλύτερη επαφή μαζί του» είχε πει σε μια συνέντευξή του ο «Αμερικάνος».
Ωστόσο αποχώρησε γρήγορα, διαφωνώντας με τους χειρισμούς του Δ.Σ. Πέθανε στις 18 Ιουνίου 2012 στην πόλη Βιένα της Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Ο δρόμος πίσω από το γήπεδο «Κλεάνθης Βικελίδης» έχει πάρει -από το 2014- το όνομά του.
Σαντιάγκο Μπερναμπέου (Ρεάλ Μαδρίτης, 8 Ιουνίου 1895 – 2 Ιουνίου 1978).
Γεννημένος στην Αλμάνσα της επαρχίας Αλμπαθέτε, φόρεσε τη φανέλα της πρώτης ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης το 1912 σε ηλικία 17 χρονών, και την έβγαλε το 1927. Ήταν 32 χρονών. Δεν τον είχαν πάρει δα και τα χρόνια αλλά για κείνη την εποχή παραήταν μεγάλος για ποδοσφαιριστής. Συνέχισε να υπηρετεί τον σύλλογο από άλλα πόστα (μάνατζερ, βοηθός προπονητή και προπονητής) μέχρι το 1936, που ξέσπασε ο Εμφύλιος Πόλεμος και η ποδοσφαιρική δράση διακόπηκε. Ο ίδιος τάχθηκε στον πλευρό των εθνικιστών του στρατηγού Φράνκο, γεγονός που τον ωφέλησε αργότερα ως παράγοντα.
Το τέλος του πολέμου βρήκε τη Ρεάλ Μαδρίτης διαλυμένη. Μέλη της διοίκησής της είχαν σκοτωθεί, μέχρι και μερικά από τα τρόπαια του συλλόγου είχαν κλαπεί. Ο Μπερναμπέου έβαλε στόχο την αναδιοργάνωση του συλλόγου. Την ευκαιρία αυτή βρήκε όταν το 1943, μετά από βίαια επεισόδια που έγιναν σε έναν μεταξύ τους αγώνα, το καθεστώς καθαίρεσε τις διοικήσεις της Ρεάλ Μαδρίτης και της Μπαρτσελόνα.
Ο 48χρονος Μπερναμπεου κάθισε τότε στην προεδρική καρέκλα από την οποία έμελε να αποχωρήσει λόγω θανάτου. Επί των ημερών του η Ρεάλ Μαδρίτης έχτισε το θρυλικό γήπεδο, που πλέον φέρει το όνομα του, απέκτησε μερικούς από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών (Ντι Στέφανο, Πούσκας, Χέντο, Κοπά κ.α) και κατέκτησε 6 Κύπελλα Πρωταθλητριών Ευρώπης, 16 πρωταθλήματα Ισπανίας, 6 κύπελλα Ισπανίας και άλλους λιγότερο σημαντικούς τίτλους.
Πέθανε στις 2 Ιουνίου 1978, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου που διεξαγόταν στην Αργεντινή. Προς τιμήν του, η FIFA κήρυξε τριήμερο πένθος στο τουρνουά. Το 2002, του απονεμήθηκε το μετάλλιο της Τιμής από τη ΦΙΦΑ.
Χάκι Γιετέν (Μπεσίκτας, 3 Δεκεμβρίου 1910 - 16 Απριλίου 1989)
Γεννήθηκε το 1910 στην Έδεσσα, που τότε ήταν ακόμη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όταν ο Χακί ήταν ενός χρονών. Ο πατέρας του, που ήταν αξιωματικός του στρατού, σκοτώθηκε το 1914 στη Μάχη των Δαρδανελίων.
Το 1931, ο Γιετέν εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε στην Μπεσίκτας. Έπαιξε σε αυτή για 17 χρόνια, κυρίως στη θέση του δεύτερου επιθετικού, μετρώντας 439 συμμετοχές και 382 γκολ.
Ως αρχηγός οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση πολλών τίτλων. Η φήμη του ταξίδεψε πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας, τον ζήτησε η Άρσεναλ, ωστόσο προτίμησε να μείνει στην Μπεσίκτας με την οποία κρέμασε τα παπούτσια του το 1948.
Την επόμενη κιόλας σεζόν 1948–1949 ανέλαβε προπονητής της. Είχε μια δεύτερη θητεία στον πάγκο την περίοδο 1950–1954. Αργότερα διετέλεσε πρόεδρός της τρεις φορές: 1960–1963, 1964–1966 και 1967–1968. Έχοντας σπουδάσει Νομικά, εργάστηκε ως σύμβουλος σε κρατική τράπεζα. Ο "Μπάμπα" ("Πατέρας") Χακί, όπως τον έλεγαν, εξελέγη πρώτος επίτιμος πρόεδρος της Μπεσίκτας, πριν πεθάνει στις 17 Απριλίου 1989 στην Κωνσταντινούπολη.
Αλί Σάμι Γιεν (Γαλατασαράι, 20 Μαΐου 1886 - 29 Ιουλίου 1951)
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο γιος του Σάμι Φρασέρι, ενός από τους πιο διάσημους Αλβανούς συγγραφείς, φιλόσοφους και συγγραφείς.Ήταν μαθητής στο περίφημο Λύκειο Γαλατασαράι στην Κωνσταντινούπολη. Τον Οκτώβριο του 1905, αποφάσισε με μερικούς συμμαθητές να δημιουργήσουν ένα ποδοσφαιρικό κλαμπ. Κι έτσι ιδρύθηκε η Γαλατασαράι.
Πρώτος πρόεδρος του συλλόγου, από το 1905 μέχρι το 1918, ανέλαβε ο Αλί Σαμί, που ακόμη τότε δεν λεγόταν Γιεν. Πρόσθεσε το Γιεν, που σημαίνει «νίκη» στην τουρκική γλώσσα, μετά τη θέσπιση νόμου για τα ονόματα των οικογενειών το 1934. Πρόεδρος διετέλεσε και για μια σύντομη περίοδο το 1925.
Παράλληλα ήταν και παίκτης της ομάδας από το 1908 έως το 1911. Ο Αλί Σαμί σταδιοδρόμησε και ως προπονητής αλλά όχι στην αγαπημένη του ομάδα. Υπήρξε ομοσπονδιακός τεχνικός της Τουρκίας την περίοδο 1916-17 και το 1923. Μάλιστα καθοδήγησε την τουρκική εθνική ομάδα στον πρώτο της διεθνή αγώνα, το 1923 εναντίον της Ρουμανίας.
Ως παράγοντας διετέλεσε πρόεδρος της τουρκικής Ολυμπιακής Επιτροπής από το 1926 έως το 1931. Πέθανε το 1951 στην Κωνσταντινούπολη. Το όνομά του δόθηκε στο παλιό Στάδιο της Γαλατασαράι το οποίο χτίστηκε το 1964. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2011, ο σύλλογος μετακόμισε στο νέο του σπίτι στο στάδιο TürkTelekomκαι το παλιό κατεδαφίστηκε για να γίνει εμπορικό κέντρο.
Κόεσμι Νταμιάο (Μπενφίκα, 2 Νοεμβρίου 1885 - 12 Ιουνίου 1947)
Γεννήθηκε στη Λισαβόνα. Αγάπησε ως παιδί το ποδόσφαιρο και το 1904, είχε την ιδέα να ιδρύσει μια ομάδα ποδοσφαίρου από τη φάτνη της οποία γεννήθηκε το 1908 η θρυλική Μπενφίκα.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως παίκτης το 1905 κι αγωνίστηκε σε αυτή σε όλη την καριέρα του. Αγωνιζόταν στα χαφ και υπήρξε μια ζωή αρχηγός της ομάδας (από τα 169 παιχνίδια φόρεσε το περιβραχιόνιο 160 φορές). Σε εννέα σεζόν, μεταξύ 1907-1916, έπαιξε και στους 155 αγώνες της ομάδας! Ωστόσο είχε την ατυχία να τερματίσει την καριέρα του πριν από τον πρώτο αγώνα της εθνικής ομάδας της Πορτογαλίας!
Από το 1908 ήταν παίκτης-προπονητής στην Μπενφίκα μέχρι το 1916, όταν σε ηλικία 30 ετών, κρέμασε τα παπούτσια του, και συνέχισε μόνο ως προπονητής. Είναι ο μακροβιότερος προπονητής στην ιστορία του συλλόγου, με 18 χρόνια θητείας στον πάγκο.
Συνετέλεσε στην ίδρυση της προκατόχου της Πορτογαλικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου. Παράλληλα υπήρξε ο ιδρυτής και διευθυντής (1913 έως 1931) της αθλητικής εφημερίδας «OSportLisboa», που μετονομάστηκε αργότερα σε «OSportdeLisboa» .
Ο Νταμιάο δεν αναρριχήθηκε –προφανώς δεν το ήθελε- στον προεδρικό θώκο της ομάδας του. Αρκέστηκε να προεδρεύει στις Γενικές Συνελεύσεις του κλαμπ (1931-1934). Πέθανε στη Βίλα ντε Σίντρα στις 12 Ιουνίου 1947, μετά από μακρά ασθένεια. Τα ετήσια βραβεία της Μπενφίκα που απονέμονται στους αθλητές της για εξαιρετική απόδοση, έχουν πάρει το όνομά του. Το μουσείο Μπενφίκα ονομάζεται επίσης προς τιμήν του.
Τζιαντσίτο Φακέτι (Ίντερ,18 Ιουλίου 1942 - 4 Σεπτεμβρίου 2006)
Γεννημένος στο Τρεβίλιο της Λομβαρδίας ο Φακέτι ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα ως σέντερ φορ. Τον ανακάλυψε ο Χελένιο Χεράρα στην τοπική ομάδα και τον πήρε –το 1960- στην Ίντερ όπου τον μετέτρεψε σε αριστερό μπακ. Στη ομάδα του Μιλάνου ο Φακέτι έπαιξε για όλη του την καριέρα, συνολικά 634 επίσημα ματς, σκοράροντας 75 γκολ. Ήταν μέλος της ομάδας που έμεινε στην ιστορία ως "Grande Inter", και η οποία κέρδισε τέσσερις τίτλους της Serie A, δύο ευρωπαϊκά Κύπελλα και δύο διηπειρωτικά Κύπελλα.
Αγωνίστηκε επίσης 94 φορές στην εθνική ομάδα της Ιταλίας, συμμετέχοντας μαζί της σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα και ήταν στην Ομάδα των All-star του 1970. Ήταν επίσης αρχηγός της εθνικής ομάδας που κέρδισε το πρώτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, στην Ιταλία το 1968.
Ο Φακέτι συνέχισε να υπηρετεί την Ίντερ και μετά την αποχώρηση του από την ενεργό δράση: ως τεχνικός διευθυντής, μέλος του διοικητικού συμβουλίου, παγκόσμιος πρέσβης, αντιπρόεδρος και τέλος πρόεδρος (2004-2006). Ήταν πρόεδρος, όταν πέθανε το 2006 στο Μιλάνο. Το 2015, εντάχθηκε στο ιταλικό HallofFame.
Αντόν Φερλέχ (ΝΑΚ Μπρέντα, 29 Μαρτίου 1896 - 12 Μαρτίου 1960)
Γεννήθηκε στο Γκίνεκεν, χωριό κοντά στη Μπρέντα. Σε ηλικία 10 ετών ίδρυσε την ομάδα του χωριού! Είχε το παρατσούκλι «αρουραίος» λόγω του γρήγορου παιχνιδιού και των κινήσεών του. Σε ηλικία 17 ετών, αγωνίστηκε στην πρώτη ομάδα της Μπρέντα κι έμεινε πιστός σε αυτήν για 19 χρόνια, παίρνοντας μέρος σε 295 αγώνες και σημειώνοντας 125 γκολ, αριθμός ιδιαίτερα ικανοποιητικός για έναν μέσο. Με τη Μπρέντα κέρδισε ένα πρωτάθλημα το 1921.
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας -το 1931, ο Φερλέχ εργάστηκε για τη Μπρέντα από διάφορα πόστα: προπονητής φυσικής κατάστασης, μάνατζερ, γραμματέας, μέλος του διοικητικού συμβουλίου, αντιπρόεδρος αλλά και ως συντάκτης του περιοδικού «DeKlok», που εκδιδόταν πριν από κάθε αγώνα. Για τις υπηρεσίες του στον σύλλογο, η Μπρέντα τον ονόμασε επίτιμο πρόεδρο το 1951 ενώ και το γήπεδό της πήρε το όνομα του.
Ο θάνατός του, το 1960, σκεπάστηκε από ένα πέπλο μυστηρίου. Το πτώμα του βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητό του που είχε πέσει σε μια λίμνη. Οι γιατροί υπέθεσαν ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή ενώ οδηγούσε.
Νέιτ Λοφτχάουζ (Bolton Wanderers, 27 Αυγούστου 1925 - 15 Ιανουαρίου 2011)
Γεννημένος στο Μπόλτον του Λανκασάιρ, το 1925, έκανε το ντεμπούτο με τους Γουόντερερς το 1941, καταμεσής του πολέμου. Γρήγορα εξελίχθηκε (αν και σχετικά μικρόσωμος) σε σπουδαίο σέντερ φορ και στα 25 του χρόνια κλήθηκε στην εθνική Αγγλίας με την οποία έκανε αξιοζήλευτη καριέρα. Από το 1950 έως το 1958 σημείωσε 30 γκολ σε 33 αγώνες!
Με την Μπόλτον δεν γνώρισε επιτυχίες. Το 1953 οιΓουόντερερς έχασαν στον τελικό του Κυπέλλου από την Μπλάκπουλ του Στάνλεϊ Μάθιους με 4-3. Πέντε χρόνια μετά, ο αρχηγός Λοφτχάουζ σήκωσε την κούπα στον τελικό με την αποδεκατισμένη, μετά το αεροπορικό δυστύχημα στο Μόναχο, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (2-0). Η καριέρα του τερματίστηκε το 1960 ύστερα από ένα σοβαρό τραυματισμό.
Αμέσως έγινε βοηθός προπονητής στο BurndenPark, θέση που κράτησε έως το 1967 που προβιβάστηκε σε πρώτο προπονητή. Το 1968 ανέλαβε μάνατζερ του συλλόγου ενώ υπηρέτησε την Μπόλντον ως επικεφαλής σκάουτερ, διοικητικός διευθυντής, εκτελεστικός διευθυντής και πρόεδρος (1986). Πέθανε στις 15 Ιανουαρίου 2011σε ένα γηροκομείο στο Μπόλτον. Τα τελευταία χρόνια έπασχε από άνοια. Το 2013, τρεις ημέρες πριν από τα 88α γενέθλια του, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του έξω από το στάδιο Ρίμποκ.
Τζον Γκρέιγκ (Ρέιντζερς, 11 Σεπτεμβρίου 1942 -...)
Ο μόνος εν ζωή από τους ξεχωριστούς αυτούς ανθρώπους… Γεννημένος στο Εδιμβούργο πέρασε ολόκληρη την καριέρα του με την Ρέιντζερς, ως παίκτης, μάνατζερ και προπονητής. Το 1998 ψηφίστηκε ως «ο Μεγαλύτερος Ρέιντζερ όλων των εποχών» από τους οπαδούς του συλλόγου.
Αριστερός μπακ με επιθετικές αρετές, ο Γκρέιγκ έκανε 755 επίσημες εμφανίσεις με τη Ρέιντζερς και σημείωσε 120 γκολ (διόλου περίεργο καθώς ξεκίνησε την καριέρα του ως φορ). Ήταν αρχηγός όταν η σκωτσέζικη ομάδα κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1972, νικώντας τη Ντιναμό Μόσχας 3-2 στη Βαρκελώνη. Στην εθνική Σκωτίας μέτρησε, μεταξύ 1964 και 1975, 44 συμμετοχές, τις 15 ως αρχηγός.
Το 1978, στα 36 του χρόνια έβαλε τέλος στην καριέρα του ως ποδοσφαιριστής και άρχισε εκείνη του μάνατζερ. Έμεινε στον πάγκο της Ρέιντζερς μέχρι το 1983. Στη συνέχεια εργάστηκε ως ραδιοσχολιαστής στο BBC. Επέστρεψε το 1990 ως μέλος της ομάδας δημοσίων σχέσεων του συλλόγου. Πολύ γρήγορα όμως φόρεσε και πάλι τη φόρμα για να προπονεί την ομάδα των Νέων. Το 2003, έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ρέιντζερς και το 2015, ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρός της.