Όταν η φόρμα δεν κάνει τον προπονητή: Από τον Ντούσαν Μπάγεβιτς στον Ντιέγκο Μαραντόνα
Ο Κώστας Χαλέμος γράφει στο ΦΩΣ για τους ποδοσφαιριστές που πέτυχαν ή απέτυχαν ως προπονητές. Από τον Ντούσαν Μπάγεβιτς στον Ντιέγκο Μαραντόνα.
Η μυρωδιά του χόρτου, η ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια, η δόξα της νίκης, η αποθέωση της εξέδρας. Όλα αυτά δύσκολα τα αποχωρίζεται ένας ποδοσφαιριστής σαν έρθει το τέλος της καριέρας του. Γι’ αυτό και, όταν κρεμάσει τα παπούτσια του, είτε φορά τη φόρμα και γίνεται προπονητής, είτε το κοστούμι και γίνεται παράγοντας.
Παρατείνει με τον τρόπο αυτό την παρουσία του στα γήπεδα για άλλα 15-20 χρόνια (συχνά και περισσότερα), με στόχο να αβγατίσει την περιουσία του και να ενισχύσει τον θρύλο του. Κάποιοι τα καταφέρνουν και λαμπρύνουν το όνομά τους και ως προπονητές. Κάποιοι άλλοι το μόνο που πετυχαίνουν είναι να το μουτζουρώσουν…
Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Γεννημένος στις 10 Δεκεμβρίου 1948 στο Μόσταρ της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, είχε διαγράψει σπουδαία καριέρα ως ποδοσφαιριστής πριν στραφεί στην προπονητική. Σέντερ-φορ με αρχοντικό στυλ και μεγάλη εκτελεστική δεινότητα σκόραρε 29 γκολ σε 37 συμμετοχές στην σπουδαία εθνική Γιουγκοσλαβίας της δεκαετίας του ΄70. Άλλα 65 πέτυχε με την ΑΕΚ την τετραετία (1977-1981), κατακτώντας δυο πρωταθλήματα (1978 & 1979) και ένα Κύπελλο (1978).
Το 1983, που σταμάτησε το ποδόσφαιρο, έγινε προπονητής. Στην αρχή, με τη Βελέζ (1984-1988), κατέκτησε ένα Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας. Το καλοκαίρι του 1988 ήρθε στην Ελλάδα και μέσα σε 20 χρόνια έγινε ο πολυνίκης προπονητής του πρωταθλήματος. Τέσσερις τίτλους κατέκτησε με την ΑΕΚ (1989, 1992, 1993 & 1994 ) και άλλους τέσσερις με τον Ολυμπιακό (1997, 1998, 1999 & 2005). Σύνολο: 8. Ποιος να συγκριθεί μαζί του;
Σε μεγαλύτερη κλίμακα, σπουδαίος παίκτης που έγινε εξίσου σπουδαίος προπονητής, είναι ο Γιόχαν Κρόιφ (25 Απριλίου 1947 - 24 Μαρτίου 2016). Ο «ιπτάμενος Ολλανδός», με τον Άγιαξ και τη Μπαρτσελόνα την δεκαετία του 1970, κέρδισε τρεις φορές τον τίτλο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή στον κόσμο, κατέκτησε τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών και χάρισε στο κοινό μερικές από τις πιο όμορφες στιγμές στην ιστορία του αθλήματος.
Το 1986 έκανε τα πρώτα του βήματα ως προπονητής στον Άγιαξ με τον οποίο πήρε το Κύπελλο Κυπελλούχων. Ακολούθησε η θητεία του στη Μπαρτσελόνα (1988-96) κατά τη διάρκεια της οποίας πανηγύρισε 4 πρωταθλήματα και δυο ευρωπαϊκές κούπες (Κυπελλούχων 1989, Πρωταθλητριών 1992). Πέρα από τους τίτλους όμως έβαλε τη σφραγίδα του στο παιχνίδι των «μπλαουγκράνα και δημιούργησε σχολή για τους επόμενους προπονητές.
Το ότι υπήρξε κάποιος μεγάλος αθλητής δεν αρκεί για να γίνει σπουδαίος προπονητής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ο αθλητής, προπονείται ώστε να μπορεί να αποδίδει καλά στους αγώνες. Ο προπονητής, διαχειρίζεται τους αθλητές έτσι ώστε, όταν καλούνται να αγωνιστούν, να είναι σωματικά, συναισθηματικά και νοητικά προετοιμασμένοι.
Άλλο Πελέ, άλλο Μαραντόνα
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, για παράδειγμα. Ως ποδοσφαιριστής, με τη Νάπολι και την εθνική Αργεντινής, κατέκτησε πρωταθλήματα (1987,1990) και Μουντιάλ (1986), αναδείχθηκε κορυφαίος στον κόσμο ουκ ολίγες φορές, η ΦΙΦΑ τον έχρισε ποδοσφαιριστή του αιώνα (2000), τα μάτια μας δεν χορταίνουν ακόμη και σήμερα να τον βλέπουν να κεντά στο τερέν…
Όμως ως προπονητής, απέτυχε παταγωδώς. Δεν έκανε τίποτα στη Αρχεντίνος Τζούνιορς, ούτε και στη Ρασίγκ. Κατέληξε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Μετά στο Μεξικό. Τζίφος. Γύρισε στην πατρίδα του. Κι εκεί αποτυχία, στη Χιμνάσια. Τα 2008 ανέλαβε την εθνική Αργεντινής που με το στανιό προκρίθηκε στα τελικά του Μουντιάλ 2010, όπου τελικά κατετάγη 5η με αποτέλεσμα η Ομοσπονδία να τον στείλει σπίτι του.
Κάτι ήξερε ο Πελέ, ο έτερος των κορυφαίων ποδοσφαιριστών του κόσμου, και δεν ασχολήθηκε με την προπονητική, κρατώντας για τον εαυτό του άλλους ρόλους, όπως του Πρεσβευτή της Καλής Θέλησης της ΟΥΝΕΣΚΟ ή του υπουργού Αθλητισμού της Βραζιλίας. Να καθίσει όμως στον πάγκο, αυτός ο νικητής τριών Παγκοσμίων Κυπέλων (1958, 1962, 1970) ουδέποτε το επιχείρησε.
Ούτε καν στον πάγκο της εθνικής Βραζιλίας, όπου ο προπονητής δεν χρειάζεται να κάνει και πολλά, όπως συμβαίνει με τους ομοσπονδιακούς τεχνικούς σε όλο τον κόσμο. Ό,τι έκανε δηλαδή ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο μεγαλύτερος Γερμανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Ο «Κάιζερ», ύστερα από μια μεγάλη καριέρα με την Μπάγερν (τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών) και την εθνική Δυτικής Γερμανίας (Μουντιάλ 1974, Ευρωπαϊκό 1972), ανέλαβε το 1983 την εθνική της χώρας του. Στα έξι χρόνια που ήταν στο τιμόνι της η ομάδα έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1986 (ήττα 3-2 από Αργεντινή) και κατέκτησε τον τίτλο το 1990 (1-0 την Αργεντινή). Στη συνέχεια έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τη Μαρσέιγ και άλλα δυο από την Μπάγερν με την οποία κέρδισε την Μπουντεσλίγκα το 1994 και το Κύπελλο UEFA το 1996. Και αυτό ήταν…
Δεν χωρά αμφιβολία ότι βοηθάει έναν προπονητή να έχει υπηρετήσει το άθλημα ως παίκτης. Οι καλύτεροι προπονητές κάποτε είχαν παίξει ποδόσφαιρο σε κάποιο επίπεδο, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι ήταν το ίδιο καλοί ως παίκτες.
Φέργκιουσον και Βενγκέρ
Ο Άλεξ Φέργκιουσον, που ανακηρύχθηκε Σερ μετά τα όσα πέτυχε στα 25 χρόνια, που ήταν προπονητής στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (μακράν ο πιο επιτυχημένος προπονητής στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου με 19 τίτλους πρωταθλήματος, δύο UEFA Champions League), δεν υπήρξε πρωτοκλασάτος ποδοσφαιριστής στην εποχή του. Ένας μέτριος φορ ήταν που ξεκίνησε την καριέρα του από την Σεν Τζόνστον το 1962 κι έκανε κάποιο όνομα αγωνιζόμενος στους Ρέιντζερς πριν κλείσει την καριέρα του στην Φάλκιρ και την Αϊρ Γιουνάιτεντ.
Αλλά μήπως ήταν καλύτερος παίκτης ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Αλσατός Αρσέν Βενγκέρ ο οποίος ανέλαβε την Αρσεναλ το 1996 και έως το 2018 κατέκτησε τρεις τίτλους της Premier League (τον ένα, το 2004, αήττητος) και τέσσερα Κύπελλα Αγγλίας; Καθόλου; Ίσα-ίσα που η καριέρα του ήταν μικρή και σε ομάδες άσημες: Μιλούζ, Στρασβούργο.
Για να μην πάμε τόσο μακριά. Ο Ότο Ρεχάγκελ, ο δικός μας Όθωνας, ο προπονητής που οδήγησε την εθνική ομάδα στην κατάκτηση-θαύμα του Euro 2004 (και πριν από αυτή τη Βέρντερ Βρέμης δυο φορές στην κορυφή της Μπουντεσλίγκα, καταλύοντας την αυτοκρατορία της Μπάγερν), σταδιοδρόμησε ως ποδοσφαιριστής στη Ροτ Βάις Έσσεν (1960-1963), στη Χέρτα Βερολίνου (1963-1965) και στην Καϊζερσλάουτερν (1966-1972). Συνολικά έπαιξε σε 201 αγώνες πρωταθλήματος και χρίστηκε δυο φορές διεθνής. Σε καμιά σχέση περίπτωση δηλαδή, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως άσος των γηπέδων.
Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση ενός άλλου επιτυχημένου Έλληνα ομοσπονδιακού προπονητή, του Aλκέτα Παναγούλια (Θεσσαλονίκη, 30 Μαΐου 1934 – Βιέννα, Βιρτζίνια 18 Ιουνίου 2012), ο οποίος οδήγησε την Εθνική για πρώτη φορά σε τελικά Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (1980) και Παγκοσμίου Κυπέλλου (1984). Δεν ήταν κανένας μεγάλος παίκτης ο Αλκέτας. Ξεκίνησε την καριέρα του στον Άρη ως αριστερός εξτρέμ, αλλά σύντομα καθιερώθηκε στο αριστερό άκρο της άμυνας. Το 1962, σε ηλικία 28 ετών έφυγε στην Αμερική για να παίξει στον "Ελληνομερικανικό Άτλαντα Νέας Υόρκης" και παράλληλα να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκτός από ομοσπονδιακός τεχνικός δούλεψε και σε συλλόγους. Με τον Ολυμπιακό, μάλιστα, κατέκτησε δυο πρωταθλήματα το 1981 και το 1987.
Ο καλός ο μαθητής
Πολυνίκης ωστόσο Έλληνας προπονητής, με πέντε πρωταθλήματα στο παλμαρέ του, είναι ο Λάκης Πετρόπουλος (29 Αυγούστου 1932, Αθήνα - 30 Ιουνίου 1996, ΗΠΑ). Ο Πετρόπουλος δεν ήταν κανένα πρώτο όνομα στον Παναθηναϊκό της δεκαετίας του 1950. Έγινε όμως επιτυχημένος προπονητής, μαθητεύοντας κοντά στον Στέφαν Μπόμπεκ. Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1969 και το 1970 και με τον Ολυμπιακό (του Γουλανδρή) το 1973, το 1974 και το 1975.
Το να μαθητεύεις δίπλα σε ένα δάσκαλο της προπονητικής είναι σύνηθες φαινόμενο. Ο Πετρόπουλος ήταν μαθητής του Μπόμπεκ. Ποιος ήταν ο Μπόμπεκ; Περίφημος επιθετικός της Παρτιζάν Βελιγραδίου (468 συμμετοχές – 425 γκολ), 63 φορές διεθνής με τη φανέλα της Γιουγκοσλαβίας, κάτοχος δυο ασημένιων ολυμπιακών μεταλλίων, το 1948 στο Λονδίνο και το 1952 στο Ελσίνκι. Ως προπονητής δούλεψε στους αιώνιους αντιπάλους του ελληνικού ποδοσφαίρου. Από το 1963 έως το 1967 στον Παναθηναϊκό και τη σεζόν 1969-70 στον Ολυμπιακό. Κέρδισε δυο πρωταθλήματα με τους πράσινους, τη σεζόν μάλιστα 1963-64 αήττητος.
Ανάλογη περίπτωση δάσκαλου-μαθητή είναι ο Πεπ Γκουαρντιόλα ο οποίος φοίτησε στη σχολή του Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα και πέτυχε να ξεπεράσει τα κατορθώματα του Ολλανδού. Υπήρξε θαυμάσιος αμυντικός μέσος, ο οποίος σε 11 χρόνια με τους «μπλαουγκράνα» κέρδισε έξι τίτλους πρωταθλήματος, δύο τίτλους Κυπέλλου κι ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών (1991/92). Την προπονητική του καριέρα την ξεκίνησε από τη δεύτερη ομάδα της Μπάρτσα αλλά γρήγορα πήρε προαγωγή για την πρώτη.
Στα τέσσερα χρόνια που ήταν το αφεντικό στη Βαρκελώνη η ομάδα διεκδίκησε 14 τρόπαια και κέρδισε το πρωτάθλημα τρεις φορές και δυο το Τσάμπιονς Λιγκ. Έδωσε νέα κατεύθυνση όχι μόνο στο παιχνίδι της Μπάρτσα αλλά και της εθνικής Ισπανίας βασιζόμενος σε παίκτες που είχαν αποφοιτήσει από τη φημισμένη ακαδημία La Masia του συλλόγου. Φεύγοντας από τη Μπαρτσελόνα συνέχισε να απολαμβάνει τίτλους και επιτυχίες, τόσο στη Μπάγερν, όσο και στη Μάντσεστερ Σίτι, αν και δίχως να μπορέσει να σηκώσει μια ευρωπαϊκή κούπα.
Το πιο τρανό παράδειγμα ό,τι δεν χρειάζεται απαραιτήτως να είναι κάποιος μεγάλος αθλητής για να γίνει σπουδαίος προπονητής αποτελεί ο Ζοσέ Μουρίνιο. Αν και είχε το γονίδιο από τον πατέρα του (διεθνής Πορτογάλος), απέτυχε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και αφοσιώθηκε από νωρίς στην προπονητική. Σε ηλικία 25 χρονών είδε να παρουσιάζεται μπροστά του μια μεγάλη ευκαιρία: να δουλέψει ως μεταφραστής για τον Μπόμπι Ρόμπσον που είχε μόλις αναλάβει προπονητής της Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Από τον Άγγλο έμαθε πολλά που του χρησίμευσαν να κάνει τη μεγάλη καριέρα που ακολούθησε με αποτέλεσμα σήμερα να μετρά 32 τίτλους (!) με τις Πόρτο, Τσέλσι, Ίντερ, Ρεάλ Μαδρίτης ανάμεσα στους οποίους είναι δυο Τσάμπιονς Λιγκ (Πόρτο 2004, Ίντερ 2010).
Μαρτίνς και Φερέιρα
Με την επιτυχία του ο Πορτογάλος άνοιξε το δρόμο και γι άλλους συμπατριώτες του που πλημμύρισαν την Ευρώπη, σε βαθμό του να γίνουν… μόδα. Ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ, οι δυο καλύτερες ομάδες της Σούπερ Λιγκ έχουν Πορτογάλους τεχνικούς. Ο Πέδρο Μαρτίνς δεν ήταν… Φίγκο, ωστόσο είχε καλούτσικο ονοματάκι ως χαφ, αγωνιζόμενος στις Φεϊρένσε, Γκιμαράες, Σπόρτινγκ Λισαβόνας και Μποαβίστα. Πρόβαρε μάλιστα και μια φορά τη φανέλα της Εθνικής. Ως προπονητής κάθισε στον πάγκο των Μαρίτιμο, Ρίο Άβε, Γκιμαράες. Ουσιαστικά τώρα, στα 49 του, λουστράρει το όνομά του με τον Ολυμπιακό κάνοντας όνειρα να δουλέψει μια μέρα στην Πρέμιερ Λιγκ.
Ο Αμπέλ Φερέιρα, από την πλευρά του, σταμάτησε το ποδόσφαιρο (έπαιζε δεξιός μπακ) το 2011 σε ηλικία 32 ετών, έχοντας κάνει μια μέτρια καριέρα σε Γκιμαράες, Μπράγκα, Νασιονάλ. Η προπονητική εμπειρία του μικρή στην πρώτη κατηγορία, ό,τι πρόλαβε να δείξει δυο χρόνια στην Μπράγκα πριν τον καλέσει ο ΠΑΟΚ, στα 42 του χρόνια, για να διαδεχθεί τον Ραζβάν Λουτσέσκου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ