«Κορνιζωμένοι», της Ιωάννας Καρυστιάνη
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» κυκλοφορεί το νέο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη με τίτλο «Κορνιζωμένοι».

Δεν είναι πρώτη φορά που συναντάμε αρνητικό ήρωα στην πεζογραφία της Ιωάννας Καρυστιάνη. Έχουμε δει πρωταγωνιστές της να φλερτάρουν ευθέως με την καταστροφή, τη δική τους και των άλλων, αφημένοι στα χέρια μιας βάσκανης μοίρας, άλλα αφηγηματικά της πρόσωπα να υποτάσσονται επίσης καταστροφικά σε μια σχεδόν ανεξήγητη εσώτερη ορμή, καθώς και κάποιους ακόμα ήρωές της να οδηγούνται στα όρια της ατομικής τους ύπαρξης, παρασύροντας μαζί τους μια κοινωνία τραυματισμένη σε χίλιους τόπους ή βάζοντας σε δοκιμασία έναν εξωτερικό κόσμο ο οποίος αδυνατεί να επιστρατεύσει οποιοδήποτε φρένο προστασίας για τον τρομώδη κλονισμό τους. Ο Στέλιος Σπούγιας, πάντως, που ζει στην επινοημένη πόλη Κρανιά, κάπου στον θεσσαλικό κάμπο, και γίνεται άνευ λόγου και αιτίας παιδοκτόνος, σκοτώνοντας εν ψυχρώ τον γιο του, δεν έχει προηγούμενο.
Ναι, η τύχη δεν έχει στρώσει το καλύτερο μονοπάτι για τον Σπούγια στους πρόσφατους «Κορνιζωμένους» (εκδόσεις Καστανιώτη). Εγκατεστημένος στην Κρανιά λόγω του έρωτά του για τη Χιονία, μπορεί να τα καταφέρνει μια χαρά στο κορνιζάδικο το οποίο έχει παραλάβει από την προηγούμενη ιδιοκτησία, θα ατυχήσει, όμως, σφόδρα με την αγάπη του. Η Χιονία θα τον αφήσει για έναν γιατρό με τον οποίο ετοιμάζεται να κάνει τώρα παιδί. Ο Σπούγιας, βεβαίως, έχει το δικό του παιδί μαζί της, τον Χρόνη, που θέλει να γίνει δάσκαλος, αγαπάει τις σπουδές του, διακρίνεται για την εξυπνάδα και την ακεραιότητά του και είναι ερωτευμένος με ένα θεάρεστο σωματικά και ψυχικά πλάσμα, την Κλέα, με την οποία σχεδιάζουν από κοινού το αγαστό μέλλον τους.
Σύμφωνοι, ας το πούμε κι αυτό. Εκτός από τη συζυγική ατυχία, ο Σπούγιας μεγάλωσε με έναν βίαιο παππού ενώ δεν έπαψε ποτέ να έχει ενοχές για τον θάνατο της μάνας του, που πέθανε μόλις τον γέννησε. Παρόλα αυτά υπάρχουν πολύ κοντά, σχεδόν δίπλα του, σε καθημερινή επαφή μαζί του η καλή, και άξια, και αναγνωρισμένη δουλειά του, η αφοσίωση του Χρόνη και της Κλέας στον ίδιο, οι δεσμοί με τους φίλους και τους συμπολίτες του, που ακόμα κι αν συχνά καταλήγουν συμβατικοί και κουραστικοί, δεν παύουν να προσφέρουν ευκαιρίες για μια καλή, ίσως και γιορτινή συμβίωση.
Κι όμως, ο πατέρας θα σκοτώσει τον γιο, όχι μόνο έχοντας προμελετήσει βήμα προς βήμα όλες του τις ενέργειες μα και παίρνοντας κατόπιν όλα τα προφυλακτικά μέτρα προκειμένου να μην αποκαλυφθεί ποτέ η πράξη του. Κι όταν θα έρθει το τέλος του, δεν θα έρθει ως αποτέλεσμα ανθρώπινης ή θείας δίκης, αλλά ως προϊόν ενός ακόμα πιο διεστραμμένου ψυχισμού, ο οποίος θα σφραγίσει δια παντός την οδό, την οποιαδήποτε οδό, προς την αλήθεια.
Τι ακριβώς είναι ο Σπούγιας; Δεν παραπέμπει στη Μήδεια διότι δεν απαιτεί με τον φόνο του παιδιού κάτι από τη γυναίκα του - αν και ανακαλεί την αρχετυπική μορφή της Μήδειας με τη μακρά προεργασία και προετοιμασία του φόνου, με την εξάσκηση στα δικά του θανάσιμα δηλητήρια. Δεν είναι η Φραγκογιαννού στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη επειδή δεν σκοπεύει να σώσει τον κόσμο από το οτιδήποτε και δεν καταλήγει στο κενό, μεταξύ ουράνιας και γήινης σφαίρας αλλά έκπτωτος και απόβλητος των πάντων. Το μόνο που νιώθει ο Σπούγιας είναι πως ο περίγυρός του, άμεσος και έμμεσος, τον έχει υποτιμήσει, απαξιώσει και περιθωριοποιήσει - και πάνω απ’ όλους -ως επικεφαλής τους- η πρώην συμβία του. Και μαζί με εκείνη ενδεχομένως ολόκληρη η συμβατική και βαρετή Κρανιά, μια μικρογραφία της Ελλάδας των μέσων της δεύτερης δεκαετίας του καινούργιου αιώνα, που είναι σαν να έχει καταπιεί αμάσητη την οικονομική και την πολιτική κρίση. Ας σημειωθεί επίσης πως ο Σπούγιας δεν ταυτίζεται ούτε με τον μικροσκοπικό και ασήμαντο ήρωα στα «Ψιλά γράμματα», το αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημα της Καρυστιάνη. Ο Σπούγιας είναι ένας μοναχικός λύκος, που κατασπαράσσει το παιδί του και τρώει και το δικό του σαρκίο, ομνύοντας στο μηδέν.
Η Καρυστιάνη επιστρατεύει, για να μας οπλίσει απέναντι στον κατασκότεινο ήρωα, διεγερτικά φίλτρα, όπως η ειρωνεία, σπανιότερα το χιούμορ και συχνότερα η συλλογική διακωμώδηση. Η συγγραφέας δεν ηθογραφεί και δεν σπεύδει σε σώρευση κοινωνιολογικών παρατηρήσεων διότι ο πρωταγωνιστής δεν αντιπροσωπεύει κάποιο κοινωνικό μέγεθος, δεν αντικατοπτρίζει κάποιους μέσους κοινωνικούς όρους και δεν παγιώνει ένα έστω ακραίο κοινωνικό φαινόμενο. Αυτά που απομένουν για τους δαίμονες της αφήγησής της είναι το υψηλό, ανείπωτο πένθος, η σπαρακτική σκηνή της Κλέας μπροστά στον ατάραχο Σπούγια, όταν ο Χρόνης έχει σβήσει από τον χάρτη, και εντέλει ο σεβασμός για τη σιωπή ενώπιον του τερατώδους και του άρρητου - αν και πάντοτε με μια (υπέρ το δέον κάποτε) φορτισμένη γλώσσα.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Β. Χατζηβασιλείου)