Ρολόι χωρίς δείκτες: Η πορεία της αμερικανικής λογοτεχνίας σ’ ένα βιβλίο
Το μεγαλείο και οι αδυναμίες ενός βιβλίου
Οι Έλληνες αναγνώστες της δεκαετίας του ’80 δεν μπορεί, θα θυμούνται την εμβληματική μετάφραση του Μένιου Κουμανταρέα στην «Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου», της Κάρσον Μακ Κάλερς. Το βιβλίο αυτό είχε περίπου την ίδια βαρύτητα που είχε κι ο «Ξένος» του Καμύ και η «Δίκη» του Κάφκα. Είχε προηγηθεί η μετάφραση του πρωτόλειου μυθιστορήματος «Η Καρδιά κυνηγάει μονάχη» το 1981 από τις εκδόσεις Εξάντας και ακολούθησε το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2009. Το κύκνειο άσμα της μεγάλης κυρίας των Αμερικανικών γραμμάτων «Ρολόι χωρίς δείκτες» εμφανίστηκε παλιότερα από τις εκδόσεις «Γράμματα», σε μια εκδοχή που ξεχάστηκε.
Από το 2021 και μετά οι εκδόσεις Διόπτρα ανέλαβαν την επανέκδοση του έργου της Μακ Κάλερς προσθέτοντας στον κατάλογο και την «Παράνυφο». Το εγχείρημα αυτό μοιράστηκαν μεταφραστικά η Έφη Τσιρώνη και ο Μιχάλης Μακρόπουλος.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Το «Ρολόι χωρίς δείκτες», συνοψίζει όσα κατάφερε και όσα δεν κατάφερε να πετύχει αφηγηματικά η Κάρσον Μακ Κάλερς. Στην ουσία όμως ανακεφαλαιώνει με ένα παράξενο τρόπο και την πορεία της ίδιας της αμερικανικής λογοτεχνίας. Αντίθετα με ό,τι πρεσβεύουμε σήμερα η Αμερικανική λογοτεχνία εισήγαγε και συνεχίζει να εισάγει λογοτεχνία από την Ευρώπη. Οι πολυθρύλητες καινοτομίες της έμειναν περισσότερο στα χαρτιά και στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Οι Αμερικανοί αποδείχτηκαν και σε αυτή την περίπτωση μια συντηρητική κοινότητα. Ο πουριτανισμός της Αμερικανικής λογοτεχνίας γνωρίζει φυσικά κάποιες εξαιρέσεις, όπως του Φόκνερ ή του Πίντσον.
Οι μεγάλοι αμερικανοί μυθοπλάστες των αρχών του εικοστού αιώνα μελέτησαν τους Ρώσους κλασικούς και λάτρεψαν τον Τολστόι. Ο Τόμας Γουλφ, ο Φιτζέραλντ και η Μακ Κάλερς είναι τρία τρανταχτά παραδείγματα. Η τελευταία αποτίνει φόρο τιμής στον μεγάλο Ρώσο ξεκινώντας το τελευταίο της μυθιστόρημα με μια φράση που θυμίζει πολύ την αρχή της Άννας Καρένινα: «Ο θάνατος είναι ίδιος πάντα, αλλά κάθε άνθρωπος πεθαίνει με τον δικό του τρόπο». Στις πρώτες είκοσι τριάντα σελίδες εξελίσσεται σαν αριστουργηματική διασκευή της νουβέλας του Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς».
Από τη στιγμή όμως που η Μακ Κάλερς επιλέγει να προβάλει με διαλογικές σκηνές το χάσμα των γενεών μέσα από τη σχέση του δικαστή Κλέιν και του εγγονού του Τζέστερ εμφανίζονται τα προβλήματα που ταλανίζουν λίγο-πολύ τους περισσότερους μυθιστοριογράφους του Νέου Κόσμου. Και οι πιο χαρισματικοί Αμερικανοί συγγραφείς δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεχωρίσουν τι σημαίνει γράφω μυθιστόρημα και γράφω θέατρο. Η δραματοποίηση στο μυθιστόρημα έχει ένα όριο πέρα από το οποίο γίνεται εκκωφαντική, αμήχανη, αδόκιμη. Μια ολόκληρη γενιά μυθιστοριογράφων στις Ηνωμένες Πολιτείες έγραψαν μεγάλες αφηγήσεις σε ύφος Τένεσι Ουίλιαμς με τη μόνη διαφορά ότι ο Ουίλιαμς δεν έγραφε μυθιστόρημα. Δεν πήραν μάθημα από τον τρόπο που ο Καμύ, ο Σαρτρ, και ο Μπέκετ διαχώριζαν τη θέση τους ως μυθιστοριογράφοι και ως δραματουργοί. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, που ο Καμύ είναι έξοχος μυθιστοριογράφος αλλά μέτριος θεατρικός συγγραφέας, ούτε το γεγονός ότι ο Μπέκετ θαυμάζεται περισσότερο για την δραματουργία του και λιγότερο για την πεζογραφία του.
Η Μακ Κάλερς είναι αναμφισβήτητα μια από τις πιο δυνατές πένες του εικοστού αιώνα. Το αποδεικνύει ακόμα και στο άνισο κύκνειο άσμα της. Υπάρχουν σελίδες στο «Ρολόι χωρίς δείκτες» που δύσκολα θα μπορούσε να συλλάβει άλλος συγγραφέας στον κόσμο. Υπάρχουν φράσεις όπως η πρώτη και η τελευταία που σε καθηλώνουν. Υπάρχουν όμως και πολλές στιγμές αμηχανίας, στιγμές που η ψυχογραφική της ικανότητα κινείται στα ρηχά με προκάτ σκέψεις και παρατηρήσεις στα όρια της συνθηματολογίας. Οι ίδιοι ήρωες που σε κάποια σημεία μας συγκινούν βαθιά σε άλλα πάσχουν σοβαρά. Το παράξενο επίσης είναι ότι τα σκαμπανεβάσματα της Μακ Κάλερς τα ακολουθεί και η ελληνική μετάφραση κάτι για το οποίο ίσως ευθύνεται περισσότερο η συγγραφέας και λιγότερο ο Έλληνας μεταφραστής.
Συμπερασματικά το «Ρολόι χωρίς δείκτες» χωρίς να είναι αριστούργημα περικλείει μέσα του έξοχες σελίδες, σκέψεις και μεμονωμένες φράσεις, όπως αυτή: «Ολόκληρη η Γη από μεγάλη απόσταση σημαίνει λιγότερα πράγματα από δύο ανθρώπινα μάτια που θα τα κοιτάξεις για ώρα κατάματα. Ακόμα και τα μάτια του εχθρού».
Την μοίρα του Ιβάν Ίλιτς μοιράζονται ο φαρμακοποιός Τζ. Τ. Μαλόουν και ο δικαστής Κλέιν, που έχει εκτός των άλλων μια πένθιμη απορία για την αυτοκτονία του γιού του, για την εξέγερση του εγγονού και για τις εξελίξεις σχετικά με το ζήτημα της δουλείας και του ρατσισμού στην Αμερική. Ο Σέρμαν Πιου είναι επίσης μια επιτυχημένη επιλογή που γεφυρώνει με τραγικό τρόπο τα αταβιστικά στοιχεία του καταπιεστή και του καταπιεζόμενου. Το «Ρολόι χωρίς δείκτες» γράφτηκε για να προβάλει το αδιέξοδο στο οποίο θα έφτανε νομοτελειακά μια συντηρητική κοινωνία ηθών και υποκρισίας αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που συχνά εγκλωβίζεται στο αδιέξοδο του ίδιου του ανθρώπου που το γράφει.