Αυτοπροσωπογραφίες με στυλ
Η αυτοπροσωπογραφία στη λογοτεχνία είναι ένα στοίχημα το οποίο κερδίζουν μόνο οι προικισμένοι αφηγητές.
Αν ο Ρέμπραντ ήταν μυθιστοριογράφος θα είχε σκαρώσει την ιδεατή αυτοβιογραφία. Αλλά ο Ρέμπραντ ήταν ζωγράφος. Έτσι κι αλλιώς ο αναγνώστης υποψιάζεται κάθε συγγραφέα για αυτοβιογραφικές αναφορές στα βιβλία του πολύ πιο συχνά από ό,τι ο τελευταίος φαντάζεται. Το να προσπαθήσει όμως κάποιος να κάνει λογοτεχνία την ίδια του τη ζωή δεν είναι απλό πράγμα κι ένας ευφυής συγγραφέας αποδεικνύει την αξία του, όταν καλείται να διαχειριστεί τις αναμνήσεις του ως υλικό μυθιστορήματος. Το λέω αυτό έχοντας υπόψη τις αυτοβιογραφίες τριών από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς, ο Ελίας Κανέτι και ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ σκηνοθέτησαν το παρελθόν τους χωρίς να χάσουν τίποτε από την ποιότητα για την οποία ξεχώρισαν. Ο Πολωνός καταθέτει στη «Διαθήκη» του (εκδόσεις Πατάκη) ένα κείμενο που η ροή του εξασφαλίζεται όχι τόσο από την αλληλουχία των ημερών του όσο από μια ανάγκη αυτοπαρατήρησης που επεκτείνεται και στο ίδιο του έργο. Ο Γκομπρόβιτς νιώθει την ανάγκη όχι μόνο να διηγηθεί ελάσσονα περιστατικά του βίου του αλλά και να φωτίσει με τον τρόπο του αθέατες πτυχές της λογοτεχνικής του παραγωγής. Σε σύγκριση με τους δύο άλλους αποδεικνύεται πικρόχολος αλλά και βαθύτερα στοχαστικός. Θα έλεγε κανείς πως η «Διαθήκη» του επέχει θέση φιλοσοφικού κληροδοτήματος. Αλλιώς δεν θα χωρούσαν σε αυτήν φράσεις του τύπου: «Ο άνθρωπος είναι μετέωρος ανάμεσα στο Θεό και στη νεότητα». Την ίδια στιγμή αναμασά τις πικρίες και τα απωθημένα του από τη ζωή και τους ανθρώπους. Οι κρίσεις του για τον Μπόρχες και τον Καμύ είναι ενδεικτικές. Αν δεχτούμε πως στο γράψιμο καταθέτει κανείς το χαρακτήρα του. αυτό ισχύει διπλά και τριπλά όταν καλείται να αφηγηθεί τη ζωή του.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Έτσι κι ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στο «Μίλησε μνήμη» (εκδόσεις Πατάκη) επιδεικνύει για μια ακόμα φορά τη στιλιστική του διάθεση που συνοδεύεται από ισχυρές δόσεις λογοτεχνικού σνομπισμού και ειρωνείας. Ο Ρώσος μετρ οφείλει άλλωστε ένα μέρος της φήμης του στο γεγονός ότι αποκαθήλωσε συστηματικά τα ιερά τέρατα της λογοτεχνίας με πρώτους και καλύτερους τον Θερβάντες και τον Ντοστογιέφσκι. Θεάται τα περασμένα μέσα από σελίδες καρυκευμένες με δεξιοτεχνικές περιγραφές και λεπτό πνεύμα. Είναι ένας πραγματικός δανδής της γλώσσας. Εκεί που νομίζεις πως όλα είναι θέμα ύφους ο Ναμπόκοφ δεν παραλείπει να σου δείξει τι πραγματικά αξίζει όπως για παράδειγμα στη σελίδα 102 όπου καταλήγει σχολιάζοντας: «Τη μνήμη μου διαποτίζει μια αίσθηση ασφάλειας, ευδαιμονίας και καλοκαιριάτικης ζέστης. Το παρόν είναι φάντασμα μπροστά στη ρωμαλέα αυτή πραγματικότητα. Ο καθρέφτης ξεχειλίζει φωτεινότητα· μπήκε μια μέλισσα στο δωμάτιο και κουτουλάει στο ταβάνι. Όλα είναι όπως έπρεπε να είναι, τίποτε ποτέ δεν θ’ αλλάξει, κανείς ποτέ δεν θα πεθάνει».
Η αρχή του δεύτερου τόμου της αυτοβιογραφίας του Ελίας Κανέτι με τίτλο, «Πυρσός στ’ αυτί», φαντάζει η πλέον φιλόδοξη. Στα πρώτα κεφάλαια επιχειρείται μια μείζων μυθιστορηματική ανάπλαση της ζωής του από την εφηβεία και μετά. Η περιγραφή της μητέρας του κύριου Χούνγκερμπαχ αλλά και το επεισόδιο με τον Ράινερ Φρίντριχ δίνουν την εντύπωση ότι η πραγματικότητα έχει εξαερωθεί σ’ ένα θολό και αμφίβολο παρελθόν που μετεξελίσσεται σε μύθο. Μόνο έτσι ερμηνεύεται η εναρκτήρια φράση: «Οι εναλλασσόμενοι τόποι των πρώτων χρόνων της ζωής μου αποτυπώθηκαν μέσα μου δίχως να τους αντισταθώ». Αρκεί βέβαια να πιστέψουμε την ίδια στιγμή στην ιδέα του Ναμπόκοφ πως «πατρίδα είναι πάντα το παρελθόν μας».