«Όρος των Ελαιών», του Θάνου Βερέμη για τον Γιώργο Σεφέρη
Κυκλοφορεί την Δευτέρα (3/10) το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Θάνου Βερέμη, εμπνευσμένο από τη γνωριμία του με τον Γιώργο Σεφέρη.
Τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Καστανιώτης» το βιβλίο του Θάνου Βερέμη «Όρος των Ελαιών. Μια αυτοβιογραφία». Εμπνευσμένο από τη γνωριμία του συγγραφέα με τον Γιώργο Σεφέρη.
Λέει ο συγγραφέας: «Τον Σεφέρη, ο οποίος υπήρξε για χρόνια οδηγός μου στην ποίηση, τον γνώρισα χάρη στον Τόνι Ζαχαρέα, καθηγητή της Ισπανικής Λογοτεχνίας στο Smith College. Ο Σεφέρης ήταν ολιγόλογος άνθρωπος κι εγώ, γεμάτος λαχτάρα να του πω τι σήμαινε το έργο του για μένα, έπεσα πάνω στον τοίχο της σιωπής του. Θυμάμαι ακόμα με ντροπή να απαγγέλλω κάποια ποιήματά του και αυτός να μου λέει: ''Πού τα θυμόσαστε όλα αυτά;''. Ήταν άραγε υποκριτική μετριοφροσύνη ή γνήσια έκπληξη για το ότι ένας νεαρός απομνημόνευε τα έργα του; Δεν θα το μάθω ποτέ. Η πρώτη και τελευταία αυτή συνάντηση μου έμαθε τη διαφορά του ιδεατού από το πραγματικό.
Για χάρη του είχα αρπαχτεί με τον νονό μου, τον Κανελλόπουλο, που προτιμούσε ως ποιητή τον Τάκη Παπατσώνη. Η συζήτηση έγινε ενώπιον του Τόνι Ζαχαρέα, ο οποίος μου έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στη Βοστόνη όταν ο Σεφέρης πήρε το βραβείο Νόμπελ.
Όταν μετά από χρόνια διάβασα το Πολιτικό ημερολόγιο Α', 1935-1944, του Σεφέρη, πρέπει να πω ότι κάτι δεν μου πήγε. Η τοποθέτηση του εαυτού του υπεράνω των πολιτικών στη Μέση Ανατολή, του Τσουδερού, του Κανελλόπουλου και του Παπανδρέου, του επέτρεπε να τους κρίνει αφ’ υψηλού και να μέμφεται τους προϊσταμένους του αλλά όχι τον ίδιο για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε ακόμα και όταν δεν τις ενέκρινε.
Το αναμφισβήτητο ταλέντο του στην ποίηση τον έκανε ορατό εντός και εκτός Ελλάδας, όταν αποφάσισε να ασκήσει με διακριτικό τρόπο κριτική κατά των στρατιωτικών οι οποίοι είχαν αρπάξει την εξουσία. Αν και δεν πρέπει να αισθανόταν έντονη ανάγκη συμμετοχής στο κοινό φρόνημα, δικαιώθηκε από την αριστεία που υπηρετούσε μέσα του.
Διαβάζοντας ξανά τον διάλογο για την ποίηση με τον σύζυγο της αδελφής του, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αν και ο Τσάτσος υπερέχει νοηματικά στη σύνταξη φιλοσοφικών εννοιών, ο Σεφέρης αντιλαμβάνεται καλύτερα το περιεχόμενο της ποιητικής τέχνης. Ο Πολ Βαλερί, ο Τόμας Στερνς Έλιοτ και το πηγαίο του ένστικτο καθοδηγούν με ακρίβεια την κρίση του. Εδώ ο Σεφέρης σημειώνει: ''Σκοπός του ποιήματος είναι να δώσει [ο ποιητής] όλα τα στοιχεία στον αναγνώστη ώστε να δοκιμάσει την ίδια εμπειρία που δοκίμασε ο ποιητής''. Αλλού σημειώνει για τον Έλιοτ: ''Ο στερνός σκοπός του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα αλλά να τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα· είναι νομίζω η πιο μεγάλη χαρά του''.
Ο Σεφέρης, όταν μιλάει τη δική του γλώσσα, είναι εξαιρετικά εύστοχος. Βρίσκεται έξω από τα νερά του όταν κάνει κατάχρηση της δημοτικής στις μεταφράσεις του (μεταφράζοντας π.χ. το Murder in the Cathedral σε Φονικό στην εκκλησιά). Η δολοφονία του Τόμας Μπέκετ δεν είναι ''φονικό'' (φονικό διαπράττει ο απατημένος σύζυγος), και η μητρόπολη δεν είναι, βέβαια, ''εκκλησιά''. Τι περίεργη αυτή η κλίση του ποιητή στην πλέρια δημοτική, ενώ μια μετριοπαθής γλώσσα θα εξέφραζε καλύτερα το φλέγμα του, ή μάλλον τη συμπύκνωση των νοημάτων σε λίγες ριπές λέξεων.
Θυμίζει κάπως τον καλό μαθητή που θα ήθελε να έχει και λίγη πείρα από τις τριόδους. Όταν επαινεί τόσο εγκάρδια τον Μακρυγιάννη στην περίφημη ομιλία του στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο το 1943, φαίνεται γοητευμένος από τις αντιφάσεις του αγράμματου Ρουμελιώτη και την ασίγαστη οργή του κατά των συγχρόνων του.»
Πηγή: ifimerida.gr