Η εμφάνιση του ανατρεπτικού Μάριου Χάκκα στη μεταπολεμική πεζογραφία
Ο αντίκτυπος που είχαν τα βιώματα της Κατοχής, του πολέμου και του εμφυλίου, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό είναι ο κύριος άξονας πάνω στον οποίο δομήθηκε η μεταπολεμική πεζογραφία από την εμφάνισή της το 1944 έως και το 1974.
Η ρεαλιστική καταγραφή μιας οδυνηρής πραγματικότητας που σηματοδότησε τη λογοτεχνική αξία των κειμένων αυτών, περισσότερο ή λιγότερο στρατευμένη σε κάποια πολιτική παράταξη, χαρακτηρίζεται από αυθεντικότητα και αξιοπιστία αφενός και αφετέρου, από την ανάγκη για επικοινωνία στους σύγχρονους αλλά και στους μεταγενέστερους μιας τραγικής μαρτυρίας.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Τα πρώτα έργα της περιόδου αυτής προβάλλουν τις ιδεολογικές πεποιθήσεις της εποχής αναζητώντας την αλήθεια μέσα από τα νωπά ιστορικά γεγονότα. Έτσι από το 1946, χρονολογία κατά την οποία ο Γιάννης Μπεράτης, πεζογράφος ο ίδιος της γενιάς του ’30, δημοσιεύει «Το πλατύ ποτάμι» και το «Οδοιπορικό του ‘43» και ουσιαστικά δίνει το έναυσμα για να γραφτούν κείμενα για την ταραγμένη και τόσο πρόσφατη εποχή μέχρι την εμφάνιση του Σωτήρη Πατατζή με τα «Ματωμένα Χρόνια» η πεζογραφία στοχεύει στην ανάδειξη της ηρωικής διάστασης της εποχής και παράλληλα προσπαθεί να αφυπνίσει το λαϊκό αίσθημα, εστιάζοντας στις τραγικές αντιξοότητες αλλά καις το ανθρώπινο στοιχείο που σχοινοβατεί σε συνθήκες δραματικές.
Ταυτόχρονα, την περίοδο αυτή γίνεται μια δυναμική εμφάνιση γυναικών συγγραφέων, οι οποίες αποτυπώνουν μέσα στο δικό τους έργο την αναζήτηση της γυναικείας ταυτότητας και της παγίωσης της γυναικείας θέσης μέσα στον μεταπολεμικό κόσμο που διαμορφώνεται. Είναι η εποχή της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ και της Μ. Κρανάκη.
Το διήγημα, χάρη στη σύντομη αφηγηματική του δύναμη, γίνεται το βασικό όχημα με το οποίο θα φτάσουν στον τελικό αποδέκτη τα μηνύματα. Ο Δημήτρης Χατζής με το πρωτόλειό του με τίτλο «Φωτιά» το 1946 θα προσπαθήσει να αποτυπώσει την πορεία μιας κοπέλας από τον πόλεμο και την Αντίσταση προς την αυτογνωσία και δίκαια θα χαρακτηριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της περιόδου.
Στο αντίθετο ιδεολογικό στρατόπεδο θα εμφανιστεί με το ψευδώνυμο Ρόδης Προβελέγγιος ο Ρόδης Ρούφος, με το ογκώδες έργο του, «Χρονικό μιας σταυροφορίας». Ο Ρένος Αποστολίδης θα μετατοπίσει το ενδιαφέρον από την Αντίσταση στον Εμφύλιο και το 1950 θα δημοσιεύσει την «Πυραμίδα 67», ένα βιβλίο που θεωρήθηκε ορόσημο για την εποχή του με εμφανή προσανατολισμό προς τη μαρτυρία και όχι τη λογοτεχνικότητα.
Ο Δημήτρης Χατζής και ο Στρατής Τσίρκας, ωστόσο, με επίκεντρο των ιστοριών τους τον άνθρωπο και τη σχέση του με την Ιστορία και τα αποτελέσματά της και με κοινό τον αριστερό τους ιδεολογικό προσανατολισμό θα γίνουν οι συγγραφείς που θα χαρακτηρίσουν την σημαντική μεταπολεμική γενιά. Οι ήρωές τους θα έχουν μια άτυπη συνομιλία με τις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές του μεταπολεμικού εικοστού αιώνα. «Το τέλος της μικρής μας πόλης» του Χατζή και οι «Ακυβέρνητες πολιτείες» του αιγυπτιώτη συγγραφέα Στρατή Τσίρκα θα είναι εκείνα τα πεζογραφικά κείμενα τα οποία θα τολμήσουν μια ουσιαστική συγγραφική τομή και θα συνδιαλλαγούν με την ιστορική μαρτυρία, οριοθετώντας με ακρίβεια κάθε εξέλιξη που θα ακολουθήσει στον τόπο.
Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά θα σηματοδοτηθεί από την εμφάνιση του Γιώργου Ιωάννου, ο οποίος διακρίθηκε για την πρωτοτυπία σύντομων εξομολογητικών κειμένων που κυμαίνονται ανάμεσα στο δοκίμιο, το χρονογράφημα και το δοκίμιο.
Και αν ο Ιωάννου γράφει με ένα πιο εσωστρεφές ύφος τα πεζογραφήματά του ο Κώστας Ταχτσής με «Το τρίτο στεφάνι», το 1962, γίνεται ο εισηγητής ενός ρέοντα, άναρχα δομημένου λόγου, που αποτυπώνει τον αναδυόμενο μεταπολεμικό Έλληνα, το νέο μικροαστικό ήθος και τα στερεότυπα που το καθορίζουν. Και όλα αυτά τα κάνει με μια δυναμική ζωντάνια και έναν ρωμαλέο αυθορμητισμό που θα γίνει αντικείμενο μελέτης για τα επόμενα χρόνια.
Λίγα χρόνια πριν από τους Φραγκιά, Γονατά, Καχτίτση και Χειμωνά που θα μετατοπίσουν τη λογοτεχνία σε πιο μεταμοντέρνους προβληματισμούς μια ιδιότυπη και αξιοσημείωτη λογοτεχνική μορφή κάνει την εμφάνισή της στο λογοτεχνικό προσκήνιο εκείνη την εποχή. Πρόκειται για τον πεζογράφο, ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, Μάριο Χάκκα, (1931-1972). Οι τρεις συλλογές που πρόλαβε να εκδώσει— «Τυφεκιοφόρος του εχθρού» (1966), «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» (1970) και «Το κοινόβιο» (1972)—είναι τα έργα με τα οποία ο Μάριος Χάκκας θα περάσει στο πάνθεον των πιο αξιόλογων συγγραφέων της μεταπολεμικής γενιάς.
Τα διηγήματά του δεν ακολουθούν τη συνήθη δομή μιας αφηγηματικής φόρμας. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στέκεται απέναντι στην διάψευση του μεταπολεμικού κόσμου. Δοκιμάζει την απογοήτευση από την ανάδυση της νέας αστικής κοινωνίας και αποδοκιμάζει τις εξελίξεις ενός νεοπλουτισμού που ανεξέλεγκτα αρχίζει να διαφαίνεται, μετατοπίζοντας αξίες και ήθη.
Ο χώρος -Καισαριανή, για τον Χάκκα ο τρόπος του βίου του- αλλά και ο χρόνος -ο Χάκκας έζησε την πρώτη δεκαετία της ζωής του σε μια ταραγμένη πολιτικά δεκαετία με την κυβέρνηση Βενιζέλου να πρωταγωνιστεί στο πολιτικό στερέωμα της εποχής- στον οποίο έζησε ο Μάριος Χάκκας σημασιοδότησαν την πολιτική του ένταξη και τις διώξεις που αντιμετώπισε στη ζωή του εξαιτίας της ένταξης αυτής. Από την άλλη η γνώση της επικείμενης απώλειάς του επηρέασαν πολλαπλώς τον άνθρωπο αλλά και τον συγγραφέα με τρόπο καταλυτικό, σηματοδοτώντας το έργο του σε μια βιωματική συνείδηση μιας σύντομης και λιγοστής πορείας.
Με πολιτική ευαισθησία και αριστερή συνείδηση ο Χάκκας δηλώνει επικριτικός απέναντι στην ανάδυση του μικροαστισμού και δίνει έμφαση στις πτυχές εκείνες της ιστορικής διεργασίας που παρέμειναν δυσδιάκριτες, κατόρθωσαν, ωστόσο, να οξειδώσουν την καθημερινότητα του ανθρώπου.
Ο Χάκκας θεωρεί πως η λογοτεχνία είναι ένα υπαρξιακό ζήτημα και ως εκ τούτου είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με τη συνείδηση της ανθρώπινης υπόστασης. Για τον πεζογράφο Χάκκα η γραφή είναι αιμορραγία. Μια αναγκαία πορεία μέσα στην κόλαση και στη φωτιά του κόσμου. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, παρά μόνο με αίμα· τώρα που καταλαβαίνω πως δεν γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ’ ένα κάποιο επίτευγμα με χαμομήλια· ασ’ τους να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρανυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: «Οχ, οχ! Αιμορραγώ σ’ όλο το σώμα». «Κάλπες, αφού πρόκειται για το δείκτη του αριστερού σας χεριού. Ποιο όλο το σώμα σας;» Γι αυτό και γράφουν νερόβραστα ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια πρότυπα τους χωρίς να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει το ποίημα. Εμ, δε γίνεται».
Σε μια μόλις έξι χρόνων σύντομη λογοτεχνική του διαδρομή ο Χάκκας κατάφερε να κληροδοτήσει στην κατοπινή λογοτεχνική σκηνή ένα έργο με ό,τι σημαντικό και ουσιώδες είχε να αναδείξει η μεταπολεμική γενιά. Η ιδεολογική του τοποθέτηση, οι πεποιθήσεις μιας αριστερής κουλτούρας, η πολιτικοποίηση ως κυρίαρχη υποχρέωση του ανθρώπου, η εμπειρία ως αφηγηματικό στοιχείο, το διακριτικό, υπαινικτικό χιούμορ, η αγωνία για την απομυθοποίηση και την τελική καταδίκη της νεοαστικής κοινωνίας της ηδονοθηρίας και τελικά η επιβίωση της ατομικής ανθρωπιάς ως ανάγκη επιβίωσης της συλλογικής αυθεντικότητας μέσα σε έναν κόσμο μόλις βγαλμένο από τις φρικωδίες ενός παγκοσμίου πολέμου, του εμφυλίου και της ανέχειας είναι χαρακτηριστικά στοιχεία των έργων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.
Με δασκάλους του τους Μπέκετ, Χένρι Μίλλερ και Ρίλκε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο «Τρίτο νεφρό», ο Μάριος Χάκκας διαμόρφωσε με το έργο του τις ανάγκες μιας πιο ανθρώπινης, ρεαλιστικότερης και πιο συνειδητοποιημένης γραφής και το έκανε με έναν τρόπο ανατρεπτικό και ελπιδοφόρο, εκσφεδονίζοντας «βεγγαλικά τις φράσεις, καταυγάζοντας, έστω και για μια μόνο στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα. Πώς να ηλεκτροφωτίσω το στερέωμα με μπλε, μοβ και κόκκινα αστέρια χωρίς να ξοδεύω ζωή».